Ο αστερίας
[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 08.07.21 ]Ένα, δυο, τρία, τέσσερα, πέντε, μετρούσε τα βότσαλα που μάζευε. Τα διάλεγε με λαχτάρα, ποιο να πρωτοκρατήσει και ποιο ν’ αφήσει. Όλα τους γυαλιστερά, με χρώματα, ραβδώσεις, αναπάντεχες κηλίδες κίτρινου στο γκρίζο, φλέβες λευκές αστραφτερές να ρέουν πάνω στο μαύρο, σημάδια βαθιά κόκκινα πάνω στο καφέ.
Τα διάλεγε και μετά τα φύλαγε σαν πολύτιμες πέτρες σε βάζα γεμάτα νερό να κρατούν τα χώματα τους· σα βόλοι έμοιαζαν, από κείνους που έπαιζε με τις φίλες της παιδί ή σαν τους έρωτες τους εφηβικούς που τους μαζεύεις έναν έναν σε κουτάκια να τους κοιτάς και να θυμάσαι σε ποια παραλία βρήκες το πρώτο φιλί.
Κάθισε για λίγο στη βρεγμένη άμμο στην άκρη του γιαλού ν’ απολαύσουν τα μάτια της το ανατολίτικο χαλί με τα περίτεχνα σχέδια που απλωνόταν μπροστά της, τα βότσαλα.
Και τότε τον είδε. Ένα μέτρο μακριά της, ήταν - δεν ήταν. Σάλευε σαστισμένος έξω από το νερό· ποιος ξέρει τι κύμα τον πέταξε ως εκεί, τόσο αβοήθητο, τόσο κόκκινο, τόσο όμορφο. Ένας μικρός αστερίας ολοζώντανος, πενταδάχτυλος, να στραφταλίζει εκεί κάτω από τον καυτό ήλιο, έξω από τα νερά.
Τον κοίταζε μαγεμένη. Όταν ήταν μικρή πίστευε πως οι αστερίες που έβρισκε κοκαλωμένους στα δίχτυα των ψαράδων ήταν πεφταστέρια που χάνονταν στο βυθό τις αυγουστιάτικες νύχτες. Τους έπαιρνε με προσοχή στα χέρια της μη σπάσουν, τόσο εύθραυστοι όσο και τα γυμνά κελύφη των αχινών, πράσινα και μωβ. Στόλιζε τους τοίχους στο δωμάτιό της με όλους αυτούς τους θησαυρούς και ξυπνούσε ευτυχισμένη σε ένα βυθό όλο δικό της.
Ζωντανό αστερία, έτσι ξαπλωμένο πάνω στα βότσαλα, με δυο μικρά φύκια στις αχτίδες του δεν είχε ξαναδεί ποτέ κι ούτε ήξερε πώς να τον βοηθήσει.
Πώς μπορούσε ν’ αγγίξει ένα τέτοιο πλάσμα χωρίς να το τραυματίσει, να το τρομάξει, να το πονέσει; Όχι, δεν ήξερε και το κύμα δεν έλεγε να φτάσει ως εκεί – ίσα που πλησίαζε και διπλωνόταν πάλι πίσω.
Την κυρίεψε απελπισία, ο αστερίας σάλευε ακόμη, πάλευε για τη ζωή του.
Τον πλησίασε, γονάτισε δίπλα του για να ’χει σκιά από το σώμα της προκειμένου ν’ αντέξει κι άρχισε να του μιλά για τ’ αστέρια, τα φεγγάρια, τα κύματα, τα βότσαλα και τα κοχύλια που τον περίμεναν να παίξουν μαζί. Κι όταν τελείωσε το παραμύθι της, τον είδε να ’χει αποκοιμηθεί ευτυχισμένος, πιο πορφυρός από ποτέ, ήρεμος και ολάνοιχτος σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι. Τον πήρε τρυφερά στα χέρια της και τον ακούμπησε στην καρδιά της. Εκείνον τον ξεχωριστό αστερία που ήταν μόνο δικός της, από όλους τους χιλιάδες αστερίες των βυθών...