Νύχτες καλοκαιριού

[ Γιώτα Αναγνώστου / Πολιτισμός / 27.06.19 ]

Στη Γ

 Είχαμε ξαπλώσει χάμω στη βεράντα. Χαζεύαμε τον βραδινό ουρανό. Πριν από μερικά λεπτά είχες σπάσει με τη σφεντόνα σου τη λάμπα του Δήμου που κρεμόταν απ’ το μπράτσο της κολόνας. «Μου χάλαγε το φως τ’ ουρανού», είπες και ξαναξάπλωσες. Θα ξεφώνιζε η Χρύσα το πρωί. Ας ξεφώνιζε. Θα έβριζε τους αλήτες που σπάνε τις λάμπες κάθε βράδυ. Ας έβριζε. Θα τηλεφωνούσε έξαλλη στον Δήμο. Ας τηλεφωνούσε. Θα ερχόταν ένας υπάλληλος και θ’ άλλαζε τη λάμπα. Ας την άλλαζε. Θα την ξανάσπαγες το βράδυ με τη σφεντόνα σου.

                Δεν έδινες μία. Αρκούσε που δεν υπήρχε πια αυτή η ενοχλητική λάμπα. Που ακούγαμε την κουκουβάγια στο κυπαρίσσι τον Μπάλιο να κυνηγά γαβγίζοντας το κουνάβι την Αντωνία να βελάζει στον ύπνο της ενθυμούμενη την καλλονή ενός κριού με ωροσκόπο τοξότη (τι τύποι, Θεέ μου!) το μονότονο τραγούδι των γρύλων. Αρκούσε που δεν υπήρχε πια αυτή η ενοχλητική λάμπα και μπορούσαμε να χαζεύουμε, ξαπλωμένοι στη βεράντα, τον βραδινό ουρανό.

                Μου κράταγες το χέρι και πάνω μας ο γαλαξίας. Μου ’λεγες ότι τ’ αστέρια δεν είναι τίποτα άλλο από τρύπες στην τέντα τ’ ουρανού και από πάνω ο Θεός χαμογελάει και στάζει φως. Κι εγώ σου μίλαγα για ήλιους μακρινούς και σβησμένα από καιρό άστρα που το φως τους ακόμα ταξιδεύει μέσα στη σκοτεινή ύλη του σύμπαντος. Φως αποκομμένο για πάντα απ’ την πηγή του. Φως ορφανό. Και θύμωνες εσύ, γιατί καθόλου δεν σου άρεσε να λάμπει ένα κερί σβησμένο. Δεν ήθελες να με πιστέψεις, δεν ήξερες πόσο φωτεινά μπορεί να είναι τα σβησμένα κεριά. Εσύ για όλα είχες τη σφεντόνα σου και με σημάδευες κι εμένα που ’χα στο αίμα μου τη διαφωνία. Ξενέρωτο αίμα, ξενέρωτης λογικής, μέχρι και το φως μπορούσε να ορφανέψει. Γιατί δεν τη σημάδεψες κι αυτή με τη σφεντόνα σου να την τσακίσεις σαν τη λάμπα; Αυτή την άθλια λογική που δε με άφηνε να δω κι εγώ όσα για σένα έλαμπαν και άστραφταν.

                Έχω κρατήσει τη σφεντόνα στο συρτάρι μου δίπλα στα ποιήματά σου και σε σβησμένα κεράκια γενεθλίων. Ξαπλώνω τη νύχτα στη βεράντα και τον βραδινό ουρανό χαζεύω μόνη. Η Χρύσα δεν ακούγεται πια. Κανένας δεν την ενοχλεί. Νομίζω μάλιστα πως μελαγχόλησε βαριά τώρα που δεν έχει με κανέναν να μαλώσει. Η λάμπα κρέμεται στο μπράτσο της κολόνας του Δήμου. Κανείς δεν την σημαδεύει. Κανείς δεν σκέφτεται καν να την απειλήσει. Κι η Χρύσα μαράζωσε περιμένοντας.

                Η λάμπα κρέμεται στη θέση της και το ασθενικό φως τ’ ουρανού μου μαυρίζει. Αυτή η παλιόλαμπα μπαλώνει τις τρύπες της τέντας να μην περνάει το φως απ’ το γέλιο του Θεού και μου λείπεις αφόρητα. 

Τώρα τις νύχτες του καλοκαιριού

Τις βαφτίζω χειμώνες

Και τυλίγομαι στο μαύρο παλτό μου

Και καίω ποιήματα

Να ζεσταθεί η ψυχή μου

Με τη στάχτη τους

Κεράκια κρατώ παλιών γενεθλίων

Στο συρτάρι μου όπλο

Αυτοχειρίας απρόσφορο

Γολιάθ τρέξε