Ντάτσια Μαραΐνι: «για μια αγάπη... πέρα από την ισότητα»

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 13.07.21 ]

             Αν σκεφτούμε όσα συνέβησαν στην ιταλική λογοτεχνία τα τελευταία σαράντα πενήντα χρόνια, επιβάλλεται πρώτα απ’ όλα να κάνουμε μια ληξιαρχική διαπίστωση. Στη μακρά, θλιβερή αλλά προβλεπόμενη αποχώρηση μιας σειράς από ένδοξους ογδοντάρηδες (από τον Μπιλένκι στον Μοράβια, από την Άννα Μπάντι στον Άντζελο Φιόρε, μέχρι τον Πρατολίνι) σημειώθηκε και μια πραγματική εκατόμβη ανάμεσα στους νεότερους στο απόγειο της δράσης τους: Παζολίνι, Καλβίνο, η Μοράντε, Πρίμο Λέβι, η Ναταλία Γκίνζμπουργκ, Μανγκανέλλι, Σιάσια, Κασσόλα, Τεστόρι. Κι ακόμη Αρπίνο, Κιάρα, Παρίζε, Πομίλιο. Ένας εντυπωσιακός κατάλογος. Έρχεται στο νου να σκεφτείς ότι έκλεισε μια εποχή: στην πράξη, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα έλειψαν σχεδόν όλοι οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι της γενιάς που ωρίμασε μέσα από τις εμπειρίες του πολέμου, της αντίστασης, της οικονομικής ανασυγκρότησης. Θα μπορούσαμε να πούμε, χρησιμοποιώντας μια φράση που θυμίζει εγχειρίδιο ιταλικής λογοτεχνίας, ότι η ιταλική κουλτούρα βγήκε κάπως απότομα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα για να προσγειωθεί ανώμαλα στην αρχή του 21ου. 

            Και, όπως πάντα συμβαίνει, να ερμηνεύεις το παρελθόν είναι πιο εύκολο από το να αποκωδικοποιείς το παρόν. Ειδικά σ’ αυτή την περίπτωση, τα τριάντα σαράντα τελευταία χρόνια, διαγράφηκε μια κριτική εικόνα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα τελείως διαφορετική από εκείνη που υπήρχε, ας πούμε, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60. Μια εικόνα στην οποία έρχονται στο προσκήνιο δύο φιγούρες καθ’ όλα διαφορετικές, αλλά παραδειγματικά συμπληρωματικές: Έλσα Μοράντε και Ίταλο Καλβίνο. Ίσως επάνω τους οι μελλοντικοί ιστορικοί της ιταλικής λογοτεχνίας θα μετρήσουν την εξέλιξη της πεζογραφίας σ’ αυτό το κομμάτι του αιώνα. Σ’ εμάς, αντίθετα, πέφτει το χρέος, πάνω απ’ όλα, να υπογραμμίσουμε πόσο βαριά είναι η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους.

            Σε μια εποχή όπως η δική μας, που διακρίνεται από βαθιές και συνεχείς εναλλαγές που συνοδεύουν την καθημερινότητα όμοιες με τις ταλαντεύσεις ενός σεισμού, ιστορία και γλώσσα φαίνεται να συγκρούονται μεταξύ τους και να αποκλίνουν σαν να παρασύρονται από θαλάσσια ρεύματα. Με μια κίνηση γρήγορη και απρόβλεπτη η ιστορία αναστατώνει τις παλιές επικοινωνιακές συμβατότητες σέρνοντάς τες στους στροβίλους της. Και η γλώσσα μεταμορφώνεται: προσχωρώντας ανοικτά στις επιταχυνόμενες απαιτήσεις του καινούριου, διατηρώντας με τρόπο απόκρυφο, λεκτικά ερείπια, υπολείμματα και απολιθώματα, για να ανάψει το φιτίλι των ριζοσπαστικών νεωτερισμών.

            Οι πεζογράφοι, με μόνο εφόδιο τον λόγο, διχασμένοι ανάμεσα στην επιλογή του γεγονότος που πρέπει να περιγράψουν και τις εναλλακτικές λύσεις της φραστικής απόδοσης, σπρώχνονται σε έναν εκφραστικό εξτρεμισμό για να σώσουν τη γλώσσα όχι τόσο από τη μόλυνση από άλλα media, όσο από τη φθορά και την ανικανότητα: να τη σώσουν ως μοναδικό εργαλείο έρευνας και επινόησης άλλων κόσμων. 

            Το σημείωμα αυτό είναι αφιερωμένο στην Ντάτσια Μαραΐνι (Φλωρεντία, 13/11/1936) συγγραφέα, δοκιμιογράφο, ποιήτρια, δημοσιογράφο, και φίλη. Συμβαίνει επίσης να μην είμαι μόνον ένας φίλος αλλά και ο μεταφραστής της, ή τουλάχιστον ένας από τους μεταφραστές της, έτσι η απόσταση που θα μπορούσα να έχω από τα έργα της συρρικνώνεται σημαντικά (*).

            Αυτό που μεταφράζουμε, κυρίως όταν πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα, κι αυτό που προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε στο μεταφρασμένο κείμενο, ένα κείμενο αυτόνομο που να προσφέρει μια ικανοποιητική ανταύγεια του αρχικού κειμένου, είναι τα κείμενα που αγαπήσαμε (ή μας προκάλεσαν) όταν τα μεταφράσαμε και γίνονται, φυσικά, στοιχεία της προσωπικής μας ιστορίας. Η μετάφραση είναι σίγουρα μια κριτική πράξη, γιατί πάνω απ’ όλα είναι ανάγνωση, προσπάθεια κατανόησης, επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες λέξεις και ήχους, κι όταν έχουμε την ευτυχία να μεταφράζουμε έναν ζώντα συγγραφέα, είναι επίσης και ένας διάλογος μαζί του. Όλα αυτά όμως, που ανήκουν ακόμη στο στάδιο της κριτικής, πρέπει να ξεπεραστούν με σκοπό τη λειτουργικότητα μιας αυθεντικής μετάφρασης (δηλαδή μιας μετάφρασης που να «καθηλώνει» τον μεταφραστή), δηλαδή, μια αληθινή αφομοίωση. Η τραγωδία για τον μεταφραστή είναι, σε τελευταία ανάλυση, εκείνη του να οικειοποιείται ένα κείμενο που, τελικά, παραμένει του συγγραφέα του (κι αυτό είναι τόσο πιο εμφανές όσο πιο πετυχημένη είναι η μετάφραση).

            Όταν το 1974  δημοσιεύτηκε η ποιητική συλλογή της Μαραΐνι Γυναίκες μου,  (Donne mie),  θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας φεμινιστικός λίβελος, σχεδόν ένα μανιφέστο μιας πτέρυγας του ιταλικού προοδευτικού κινήματος. Έχει λοιπόν την αξία ενός ντοκουμέντου. Τα θέματα της πολεμικής και του αγώνα υπάρχουν όλα. Τι μένει σήμερα από αυτό το ντοκουμέντο; Πιστεύω ότι αποκαλύπτει μια δική του φύση έντονης τρυφερότητας, μιας αγάπης για μια αγάπη που πρέπει να πάει πέρα από την ισότητα, σχεδόν το ελατήριο που βάζει σε κίνηση την αλληλεγγύη για το φύλο που σχεδόν πάντα χάνει και συχνά ταπεινώνεται, χωρίς βέβαια να υποτάσσεται, από την κυρίαρχη ανδρική εξουσία, που ταυτίζεται με τα χειρότερα στοιχεία της κουλτούρας μας. Από το 1974 και μετά, η Μαραΐνι δημοσίευσε περισσότερα από δέκα μυθιστορήματα, τέσσερις ποιητικές συλλογές, επτά θεατρικά έργα, δοκίμια και άρθρα. Οι γυναίκες κατέκτησαν θέσεις, αλλά η πάλη συνεχίζεται, προς όφελος της συνολικής κουλτούρας, που έχει σ’ αυτά τα υπολείμματα δυσκαμψίας των σχέσεων (δυσκαμψία σημαίνει να μην παραχωρείται ούτε ένα χιλιοστό από τη γη που κατέχει ο άνδρας) ένα από τα πιο αδύναμα σημεία της.  

            Ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα, και σ’ αυτή την κατεύθυνση, βρίσκεται και στο βιβλίο της, δοκίμιο-μυθιστόρημα, Αναζητώντας την Έμμα (Cercando Emma). Ο ρυθμός, σχεδόν επιτακτικός, δηλώνει την ποιητική πρόοδο: η γρήγορη αντίληψη του τοπίου, το βλέμμα στο παρελθόν, το αχαλίνωτο της ερωτικής σχέσης και η προοδευτική ταύτιση του εγώ με την ίδια την εικόνα της πρωταγωνίστριας. Στις εναλλαγές ανάμεσα στην υπαρξιακή επικαιρότητα και την απελευθερωμένη φαντασία, παίρνει σάρκα και οστά η ιστορία του Φλωμπέρ: και κάθε στιγμή του λόγου της Μαραΐνι γίνεται θεμελιώδες στοιχείο αυτής της ιστορίας.

            Όλα γίνονται σήμερα, γιατί όλα υπήρξαν αυτό που θα γίνουν και αύριο, και στο πιο βαθύ σκοτάδι του χρόνου: όλα είναι για πάντα, εκεί όπου η σχέση ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στο φως και το έρεβος, ανάμεσα στη σιωπή και τη φωνή, γίνεται ενδογενής, αναγκαία στην ίδια την πεμπτουσία της αιώνιας κίνησης.

 *Παραξενιές, παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1990

     Αναζητώντας την Έμμα, παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994

**Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ