Μ. Μπαχτίν: η γλώσσα, το υποκείμενο, το μυθιστόρημα
[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Κόσμος / 26.02.19 ]Υπάρχει μια υλική πραγματικότητα, που συνίσταται από πράγματα. Τα πράγματα δεν υπάρχουν ερήμην της γλώσσας που τα σημαίνει. Με τη σήμανσή τους τα πράγματα παύουν να σημαίνουν ό,τι δηλώνει η υλικότητά τους. Η σήμανση υλοποιείται με τα σημεία. Τα σημεία αντανακλούν και διαθλούν τα πράγματα. Όπου υπάρχουν σημεία υπάρχει ιδεολογία.
Είναι οι πρώτες σελίδες από το «Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας» (Βολοσίνοφ, 1998) που συμπυκνώνουν τις βασικές αρχές της μπαχτινικής θεωρίας και θα ξεδιπλωθούν αναλυμένες σε όλο το υπόλοιπο έργο του ρώσου θεωρητικού, είτε αφορά τη φιλοσοφία της γλώσσας είτε αφορά τη γλωσσολογία είτε αφορά τη θεωρία της λογοτεχνίας.
Η γλώσσα, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, δεν είναι μόνο ένα σύνολο λέξεων. Οι λέξεις δεν είναι μόνο σημεία. Τα σημεία δεν είναι μόνο αντανάκλαση των πραγμάτων. Τα σημεία αντανακλούν διαθλασμένα τα πράγματα που αντανακλούν. Οι λέξεις είναι σημεία διαπάλης διαφορετικών σημασιών, τόνων, νοημάτων, οπτικών. Ζουν και αναπνέουν όχι ως λήμματα του λεξικού ή ως δυνητικά στοιχεία κάποιου παραδειγματικού ή συνταγματικού άξονα. Η γέννηση, η ανανέωση, η επιβίωση, ο εμπλουτισμός και ο θάνατός τους κρίνονται στην αρένα του καθημερινού λόγου, της προφορικής συνομιλίας, της γραπτής έκφρασης, το δε φτωχό ή πλούσιο, σύντομο ή εκτεταμένο βιογραφικό τους γράφεται μόνο από τα ομιλούντα υποκείμενα, που με τις επικοινωνιακές τους πράξεις πληρώνουν εκφραστικά, χρωματίζουν υφολογικά και προσδιορίζουν σημασιακά τις λέξεις. Αποκομμένη από αυτές τις επικοινωνιακές πράξεις, η μελέτη της γλώσσας απομακρύνεται από την αληθινή ζωή και δράση της, για να μεταφερθεί στον αποστειρωμένο θάλαμο του γλωσσολογικού εργαστηρίου.
Αλλά η πραγματικότητα της γλώσσας έχει να κάνει πρωτίστως με την επικοινωνιακή της λειτουργία. Και τούτο γιατί δεν αρθρώνεται χάριν εαυτής. Δεν υπάρχει κατά μόνας. Δεν ενοικεί στο εγώ. Δεν απευθύνεται στον κανέναν. Δεν είναι εξωκοινωνική κατασκευή. Ακόμη και στις πιο μονολογικές της εκδοχές[1], δεν παύει να λειτουργεί σαν διαδικασία πραγματικής ή νοητής επικοινωνίας, σαν απεύθυνση σε έναν υπαρκτό ή εννοούμενο και πάντα ενεργητικό άλλον, που με την έγκριση ή την αποδοκιμασία, τη συναίνεση ή την ένστασή του επηρεάζει το τι και το πώς λέγεται[2]. Από την επικοινωνιακή πράξη αυτής της απεύθυνσης και από την επικοινωνιακή πράξη της αναμενόμενης απόκρισης, που μπορεί ποικιλοτρόπως και οποτεδήποτε[3] να εκδηλώνεται με λόγους, σκέψεις, ενέργειες ή σιωπές κ.λπ. προκύπτει ένα ατέλειωτο επικοινωνιακό δούναι και λαβείν, που αφενός πληρώνει, βαθαίνει και πλαταίνει τον ωκεανό των ανταγωνιστικών νοημάτων και αφετέρου οργανώνει, εξελίσσει και ανοίγει το σύμπαν της ετερογλωσσίας εντός των οποίων κατοικούμε από την πρώτη κιόλας λέξη που συνειδητά ψελλίζουμε μέχρι την τελευταία επιθανάτια σκέψη που προλαβαίνουμε να κάνουμε.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η συγκρότηση του εγώ δεν προϋπάρχει της γλωσσικής κατάκτησης, αλλά είναι, σύμφωνα με τη μπαχτινική αντίληψη, το κοινωνικό απότοκό της[4]. Η σκέψη, το βίωμα, το συναίσθημα και πάνω απ’ όλα η επικοινωνία ως επί μέρους εκφάνσεις της ατομικής συνείδησης, που από κοινού και συνδυαστικά κατασκευάζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά της, είναι διαμεσολαβημένες, εκφρασμένες και κατοικημένες από τη γλώσσα – πρωτίστως δε από τη γλώσσα των άλλων. «Το παιδί», σημειώνει ο Μπαχτίνσε ένα από τα πρώιμα κείμενά του που μνημονεύεται από τονHolquist (Holquist, 2014: 144), «λαμβάνει όλους τους αρχικούς προσδιορισμούς του εαυτού του και του σώματός του από τα χείλη της μητέρας […] [οι λέξεις της] είναι οι πρώτες και οι πλέον έγκυρες λέξεις που ακούει για τον εαυτό του. αυτές είναι που για πρώτη φορά προσδιορίζουν την προσωπικότητα εκ των έξω. συναντιούνται με την ασαφή εσωτερική αίσθηση του εαυτού του, δίνοντάς της μορφή και όνομα, στα οποία για πρώτη φορά βρίσκει τον εαυτό του και αποκτά επίγνωση του εαυτού του ως κάτι […] [οι λέξεις αυτές] συναντιούνται με το σκοτεινό χάος της εσωτερικής αίσθησης για τον εαυτό μου: τον κατονομάζουν, τον κατευθύνουν, τον ικανοποιούν και τον συνδέουν με τον έξω κόσμο – ως μια απόκριση που ενδιαφέρεται για μένα και για τις ανάγκες μου. Και συνεπώς, αποδίδουν πλαστική μορφή […] σε αυτό το απέραντο “απειλητικά ανακατεμένο χάος” των αναγκών και των δυσαρεσκειών, όπου το μελλοντικό ζεύγος της προσωπικότητας του παιδιού και του εξωτερικού κόσμου με τον οποίο έρχεται αντιμέτωπο, παραμένει ακόμη βυθισμένο και διασκορπισμένο».
Αυτό ακριβώς το εσωτερικό χάος μέσα στο οποίο πρωτοσυλλαμβάνει ο καθένας τον εαυτό του ως κάτι το εντελώς απροσδιόριστο, ασυνάρτητο και αφηρημένο είναι που σταδιακά αποκτά σχήμα, οργανώνει σώμα, φωτίζει σκιές διαμέσου αρχικά του εξωγενούς λόγου που απευθύνουν οι άλλοι προς και για εμάς με τη μορφή της διαπροσωπικής επικοινωνίας και ακολούθως του ενδογενούς λόγου που οι ίδιοι απευθύνουμε προς και για εμάς με τη μορφή της σκέψης. Πρόκειται για μια ανοιχτή διαλογική διαδικασία[5], που υλοποιείται με όχημα τη γλώσσα, και δη τη γλώσσα του άλλου, μέσα από την οποία νοηματοδοτούμε, κατανοούμε και ερμηνεύουμε όχι μόνο τον κόσμο που μας περιβάλλει αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Στο σημείο αυτό η σκέψη του Μπαχτίν διασταυρώνεται με τη σκέψη του Βυγκότσκι[6] στη βασική μαρξιστική παραδοχή για την προτεραιότητα του κοινωνικού στη διαμόρφωση του ατομικού, όπως αυτή εξειδικεύεται στον ρόλο της γλώσσας. Η κοινωνία κατοικεί το άτομο διαμέσου της γλώσσας, που ως κοινωνική κατασκευή φέρει εντός της ένα πλήθος από οικονομικά, πολιτικά, ιστορικά, ταξικά κ.λπ. προσδιορισμένες σημασίες[7], νοήματα, οπτικές κι ιδεολογίες, που εμβαπτίζουν γλωσσικά την ατομική υποκειμενικότητα και την εντάσσουν γλωσσικά σε μια ανοιχτή διαλογική διαδικασία. «Ένα εκφώνημα δεν προέρχεται ποτέ αφεαυτού: ένα εκφώνημα είναι πάντα μια απάντηση. Πρόκειται πάντα για μια απάντηση σ’ ένα άλλο εκφώνημα που προηγείται, γι’ αυτό και εξαρτάται από το συγκεκριμένο προηγούμενο εκφώνημα και, με τη σειρά της, το προσδιορίζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό» (Holquist, 2014: 112). Καθετί λοιπόν που εκφέρεται γλωσσικά είναι ένας κρίκος σε μια αλυσίδα αντίστοιχων λόγων για το ίδιο ή παραπλήσια θέματα, με τους οποίους βρίσκεται σε ρητή ή υπόρρητη, σε συνειδητή ή ασύνειδη επικοινωνία, με τέτοιον τρόπο και σε τέτοιον βαθμό, ώστε οι δεύτεροι να αφήνουν κάποιο αποτύπωμα, κάποια αντανάκλαση, κάποια αυλάκωση στην εκφορά του. Η πληθυντικότητα κάθε λόγου, ορατή στους εκάστοτε επιτονισμούς του, έχει να κάνει με τούτες ακριβώς τις αντηχήσεις νοημάτων, σημασιών, λέξεων, εκφραστικών επιλογών που ανιχνεύονται εντός του, οργανώνοντας μια ασταμάτητη λειτουργία επικοινωνίας με τους αλλότριους λόγους[8] τη στιγμή που υλοποιείται η λειτουργία της επικοινωνίας με τον ορισμένο δέκτη. Κατά τον Μπαχτίν, ένα οποιοδήποτε εκφώνημα «είναι γεμάτο από διαλογικές αποχρώσεις και αν δεν τις πάρουμε υπόψη είναι αδύνατο να καταλάβουμε πλήρως το ύφος ενός εκφωνήματος. Γιατί η ίδια η σκέψη μας (φιλοσοφική, επιστημονική, καλλιτεχνική) προσανατολίζεται και διαμορφώνεται στη διαδικασία της διάδρασης και της διαπάλης με αλλότριες σκέψεις, πράγμα που δεν μπορεί παρά να αντανακλάται στη μορφή της λεκτικής έκφρασής της» (Μπαχτίν, 1980: 69).
Κατεχόμενοι από τη γλώσσα κατεχόμαστε από την ετερογλωσσική συσσώρευση αυτών των σημασιών, νοημάτων και οπτικών που σχηματίζουν μια μοναδική και ανεπανάληπτη ιδεολογία που μιλάει τη δική της γλώσσα. Υπ’ αυτή την έννοια το ατομικό υποκείμενο που μιλάει τη δική του γλώσσα, στην πραγματικότητα δεν μιλάει ούτε μόνο τη δική του ούτε μόνο μία γλώσσα[9]. Κολυμπά μέσα σε έναν ωκεανό λόγων και υπόκειται σε ένα σύνολο επιδράσεων που φέρουν τη σφραγίδα του άλλου, εννοούμενου πάντα όχι ως μεμονωμένης ατομικής παρουσίας αλλά ως ένα σύνολο κοινωνικών προσδιορισμών.
Θα μπορούσε βέβαια να εγερθεί ως ένσταση η επισήμανση ότι όλα αυτά αντιμετωπίζουν το ανθρώπινο υποκείμενο ως αποτέλεσμα μιας έξωθεν κατασκευής και ότι αίρουν τα περιθώρια της ατομικής αυτενέργειας στη διαμόρφωση του εγώ. Ωστόσο, ο ρυθμιστικός ρόλος της εξωγενούς επίδρασης, δεν ακυρώνει, κατά τον Μπαχτίν, την ατομική ευθύνη. «Αναδιατυπωμένος στην απλούστερη εκδοχή του» λέει ο Holquist «ο μπαχτινικός μύθος της υποκειμενικότητας είναι η ιστορία του πώς αποκτώ τον εαυτό μου μέσα από τον άλλον: μόνο οι κατηγορίες του άλλου μού επιτρέπουν να γίνω αντικείμενο της δικής μου πρόσληψης. Βλέπω τον εαυτό μου με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να τον βλέπουν οι άλλοι. Για να δημιουργήσω έναν εαυτό, πρέπει να ενεργήσω από τα έξω» (Holquist, 2014: 63). Τούτη ακριβώς η ενέργεια, η δική μου δηλαδή απόκριση σε μια απεύθυνση των άλλων, η δική μου οπτική βάσει της οπτικής των άλλων, η δική μου εικόνα για το εγώ συναρτήσει των εικόνων για το εγώ που εισπράττω από τους άλλους είναι που ορίζει το πεδίο της ατομικής μου αυτενέργειας και τοποθετεί τη συγκρότηση της ατομικής ταυτότητας στο σύνορο της επικοινωνίας με τους άλλους[10]. Μπορεί λοιπόν η δημιουργία του εαυτού να μην έχει ελεύθερο χαρακτήρα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απαλλασσόμαστε από την ευθύνη της: «πρέπει όλοι να δημιουργούμε τους εαυτούς μας, γιατί ο εαυτός δεν είναι δεδομένος για κανένα μας. Ή, όπως το θέτει ο Μπαχτίν, “δεν έχουμε άλλοθι στην ύπαρξη”» (Holquist, 2014: 64).
Όλα αυτά φανερώνουν ότι η μπαχτινική διαλογικότητα – που είναι όχι μια απλή συναλλαγή μεταξύ διαφορετικών φωνών, σημασιών κ.λπ. αλλά η διαδικασία της ταξικής (πρωτίστως, αλλά όχι μόνο, θα προσθέταμε) σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα πάνω στην αρένα του γλωσσικού σημείου (Βολοσίνοφ, 1998:39) – δεν συνιστά ένα κατά συμβεβηκός γνώρισμα ούτε είναι ένα απλό επιφαινόμενο της γλώσσας, αλλά αποτελεί το πιο βαθύ, το πιο ανεξίτηλο και το πιο πρωτογενές οντολογικό γνώρισμά της (Πουρκός, 2016:51). Σε αντίθεση δηλαδή με τη φορμαλιστική και με τη στρουκτουραλιστική γλωσσολογία, που αντιμετώπιζαν με φιλολογίστικη διάθεση την εκφορά του λόγου σαν ζήτημα απλών γλωσσικών (συντακτικών, γραμματικών και υφολογικών) επιλογών του χρήστη δίχως να συνυπολογίζουν τους πολλαπλούς επιτονισμούς, τις διαφορετικές σημασίες, τη μεταβλητότητα του λεκτικού σημείου ανάλογα με το επικοινωνιακό περιβάλλον της εμφάνισής του, βάση της γλώσσας δεν είναι κατά τον Μ. Μπαχτίν ούτε οι προτάσεις ούτε οι λέξεις αλλά τα εκφωνήματα, δηλαδή οι λόγοι που εκφέρονται σε δεδομένες συνθήκες επικοινωνίας, για να επιτελέσουν δεδομένες ανάγκες επικοινωνίας, απευθυνόμενοι σε δεδομένους δέκτες επικοινωνίας. «Τα εκφωνήματα» λέει «αντανακλούν τις ιδιαίτερες συνθήκες και το αντικείμενο του κάθε τομέα, όχι μόνο στο (θεματικό) περιεχόμενό τους ή στο λεκτικό τους ύφος ή, ακόμη, ως προς την επιλογή των λεξιλογικών, φρασεολογικών και γραμματικών εργαλείων της γλώσσας, αλλά πάνω απ’ όλα ως προς τη δομή της σύνθεσής τους» (Μπαχτίν, 2014:19). Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η εκφορά του λόγου είναι κάθε φορά συνυφασμένη με μια ορισμένη περιοχή της ανθρώπινης επικοινωνίας, που έχει από πριν τους δικούς της, προϋπάρχοντες και σταθερούς, τύπους εκφωνημάτων, τα καλούμενα στην μπαχτινική ορολογία είδη του λόγου.
Κάθε εκφώνημα έλκει την καταγωγή του από ένα ορισμένο, πρωτογενές ή δευτερογενές, είδος λόγου, με καθορισμένα λίγο πολύ χαρακτηριστικά. Τα είδη του λόγου είναι τρόπον τινά οι γλωσσικοί ιμάντες της σύνδεσης ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, στο υποκειμενικό και στο αντικειμενικό, στη μορφή και στο περιεχόμενο, στη γλώσσα και στην κοινωνία. Μαθαίνω να μιλώ, σημαίνει ότι μαθαίνω να συγκροτώ εκφωνήματα ελισσόμενος ανάμεσα στα προϋπάρχοντα είδη λόγου, από όπου αντλώ προϋπάρχουσες γλωσσικές μορφές, για να προσδώσω σε αυτές όσο και όποτε μπορώ έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο ατομικό χαρακτήρα. «Αν δεν υπήρχαν τα είδη του λόγου» σημειώνει oΜπαχτίν «και αν δεν τα κατέχαμε, αν έπρεπε να τα δημιουργούμε κάθε φορά μέσα στην εξέλιξη του λόγου και να συνθέτουμε κάθε εκφώνημα σαν να ήταν η πρώτη φορά, η λεκτική επικοινωνία θα ήταν σχεδόν αδύνατη» (Μπαχτίν, 2014:48).
Το μυθιστόρημα ανήκει σε ένα προηγμένο, δευτερογενές είδος λόγου, με την έννοια ότι εντός του συναντώνται, διασταυρώνονται, αλληλεπιδρούν, συνομιλούν φωνές προερχόμενες από διαφορετικά είδη λόγου, από διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες, από διαφορετικά υφολογικά επίπεδα, και μάλιστα τούτη ακριβώς η ιδιότητα αποτελεί την πρώτη από τις τρεις θεμελιακές ιδιομορφίες του (Μπαχτίν, 1995: 33)[11]. Το ξαναλέμε: η πεζογραφική γλώσσα δεν αντλείται με εργαστηριακές διαδικασίες από τις σελίδες των λεξικών. Κατοικείται από την ιδεολογία, από την οπτική γωνία, από τις συνθήκες ζωής του άλλου και διαστρωματώνεται σημασιακά, εκφραστικά, υφολογικά από τις τέτοιου είδους επιδράσεις. Ο πεζογράφος, και δη ο πεζογράφος που έχει απελευθερωθεί από τον προγενέστερο και παραδοσιακό, μονοφωνικό λόγο του ρομαντισμού, όχι μόνο δεν καταστρέφει τούτους τους μικρόκοσμους, αλλά αντίθετα τους εντάσσει στο συνολικό έργο, τους πειθαναγκάζει να υπηρετήσουν τις δικές του προθέσεις και τους ενορχηστρώνει σε ενιαίο σύνολο. Πρόκειται για μια διαδικασία διαλογικοποίησης, που προσδίδει στη γλώσσα του πολυγλωσσικό, πολυφωνικό και πολυυφολογικό χαρακτήρα, έτσι που στην ολοκληρωμένη εκδοχή της, όπως συνέβη στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, να καθίσταται ένα λογοτεχνικώ τω τρόπω οργανωμένο σύστημα γλωσσών (Μπαχτίν, 1980:292). Κατά τον Μπαχτίν, το μυθιστόρημα είναι η καθολική αντανάκλαση μιας ανοιχτής και εξελισσόμενης πραγματικότητας και η πολύμορφη απεικόνιση ενός συγκεχυμένου και ρευστού εγώ, η δε γλώσσα του δεν μπορεί παρά να απηχεί κατά το δυνατό όλες τις κοινωνικο-ιδεολογικές γλώσσες της εποχής του, που μετέχουν στη συνδιαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας και αυτού του εγώ. Η ιδιότητά του να εκφράζει με τον πιστότερο τρόπο τις εξελικτικές τάσεις του νέου κόσμου που βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία της εξέλιξής του είναι που το ξεχωρίζει ανάμεσα στα προγενέστερα λογοτεχνικά είδη και το καθιστά βασικό πρόσωπο στο δράμα της λογοτεχνικής εξέλιξης των Νέων Χρόνων (Μπαχτίν, 1995: 26).
Ας σημειωθεί ακόμη ότι ο προορισμός του μυθιστορήματος, όπως άλλωστε και των υπόλοιπων πεζογραφικών ειδών, προς τη σιωπηρή ανάγνωση (Βολοσίνοφ, 1998: 332) δημιουργεί τις προνομιακές συνθήκες, το ευνοϊκό περιβάλλον για τον πειραματισμό, την αναζήτηση και, τελικά, την καθιέρωση ολοένα και πιο σύνθετων, ολοένα και πιο περίτεχνων μεθόδων για την παρείσφρηση της αλλότριας φωνής στον συγγραφικό/αφηγηματικό λόγο. Έτσι, από την παγιωμένη τεχνική των διαλογικών μερών, που με την αλλαγή των υποκειμένων του λόγου αποτελούν τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο εκδήλωσης του πολυγλωσσισμού, και του ευθέος λόγου, που διατηρεί ξεκάθαρο το περίγραμμα των άλλων φωνών, προχωράμε σε πιο επεξεργασμένες και λεπτεπίλεπτες τεχνικές.
Η εξέλιξη προδίδει μια ιστορική μεταβολή που έλαβε χώρα σε πνευματική και κοινωνική κλίμακα, από το δογματικό και άκαμπτο κλίμα του μεσαίωνα προς το πιο φιλελεύθερο και ατομικιστικό περιβάλλον της σύγχρονης εποχής (Βολοσίνοφ, 1998: 277), όπου το συγγραφικό υποκείμενο βγαίνει σιγά σιγά στην επιφάνεια, αποκτά μεγαλύτερο ρόλο και χτίζει την ατομική του αυτοπεποίθηση. Έτσι, το αυστηρό περίγραμμα του αλλότριου λόγου μέσα στο οποίο αυτός διατηρούσε την αυτούσια καθαρότητα και το μεγαλόπρεπό του ύφος, σταδιακά υποχωρεί. Πρώτα με τον πλάγιο λόγο και στη συνέχεια με το ελεύθερο πλάγιο ύφος («οιονεί ευθύς λόγος» στην μπαχτινική ορολογία) η οριοθετημένη επικράτειά του αρχίζει να αμφισβητείται και τα σύνορά του αρχίζουν να εξασθενούν, από τη διείσδυση του συγγραφικού σχολίου και από την παράλληλη συνοίκηση δύο φωνών με κοινό ή αντίθετο προσανατολισμό, όπου η μία (συγγραφέας/αφηγητής) μπορεί να επικυρώνει, να αμφισβητεί, να υπονομεύει, να ειρωνεύεται την άλλη (ήρωας).
Αλλά οι διαδικασίες διαλογικοποίησης του μυθιστορηματικού λόγου από όπου προκύπτει ο πολυφωνικός, πολυυφολογικός και πολυγλωσσικός του χαρακτήρας περιλαμβάνουν και ένα σύνολο πρόσθετων τεχνικών, όπως: η διφωνική υπόσταση του μυθιστορηματικού λόγου, που λειτουργεί σαν όχημα διοχέτευσης αφενός της πρόθεσης του ήρωα που εκφέρει τον λόγο, αφετέρου της διαθλασμένης πρόθεσης του συγγραφέα/αφηγητή[12] που συνέχει το μυθιστορηματικό σύμπαν.η αξιοποίηση άλλων ειδών λόγου, όπως το ημερολόγιο, η εξομολόγηση, ο δικανικός λόγος κ.λπ. καθένα από τα οποία φέρει διακριτά γλωσσικά και υφολογικά γνωρίσματα που αφήνουν το ορατό ή συγκαλυμμένο ίχνος τους στον λόγο της αφήγησης.η «συνομιλία» που διαμείβεται ανάμεσα στον συγγραφέα του μυθιστορήματος και σε όσους προγενέστερους έχουν μιλήσει για το ίδιο ή συναφή θέματα, ό,τι δηλαδή θα καθιερωθεί στη θεωρία της λογοτεχνίας από την Τζούλια Κρίστεβα[13] με τον όρο της διακειμενικότητας.οι επιμέρους γλωσσικές ποικιλίες, που αντανακλούν τις γεωγραφικές, ηλικιακές, οικονομικές, επαγγελματικές, ιστορικές διαφοροποιήσεις ενός εκ των πραγμάτων ετερογενούς και πολυγλωσσικού γλωσσικού σώματος. ο διαφορετικός επιτονισμός των ίδιων λέξεων που πίσω από τη νοηματική στερεότητά τους τυχαίνει να υποκρύπτουν ποικίλες σημασίες, ποικίλες προοπτικές, ποικίλους ιδεολογικούς μικρόκοσμους, συχνά μάλιστα αντίμαχους μεταξύ τους.η παρωδιοποίηση, η ψευδοαντικειμενική αιτιολογία, η ειρωνεία, η ρητορική ερώτηση και η ρητορική αναφώνηση, που ενσωματώνουν στην ίδια γλωσσική διατύπωση δύο αντιθετικούς τονισμούς και δύο διαφορετικά ύφη (διφωνικός λόγος), από τα οποία το ένα διακωμωδεί, αμφισβητεί, εμπαίζει ή επικυρώνει το άλλο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλεξίου Β. (2008). Λογοπραξίες. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση
- Βολοσίνοφ Ν. Β. (1998). Μαρξισμός και φιλοσοφία της γλώσσας. Πρόλογος-Μετάφραση: Βασίλης Αλεξίου. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.
- Βολοσίνοφ Ν. Β. (2009). Ο λόγος στη ζωή και ο λόγος στην ποίηση. Πρόλογος-Μετάφραση: Βασίλης Αλεξίου – Μανόλης Δαφέρμος). Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.
- Βούλγαρης Κ. (2017). Η μεταμυθοπλασία. Αθήνα: εκδ. Βιβλιόραμα.
- Βυγκότσκι Λ. (1988). Σκέψη και γλώσσα. Μετάφραση: Αντζελίνα Ροδή. Αθήνα: εκδ. Γνώση.
- HolquistM. (2014), Διαλογικότητα. Ο Μπαχτίν και ο κόσμος του. Μετάφραση: Ι. Σταματάκη. Αθήνα: εκδ. Gutenberg.
- Μπαχτίν Μ. (2014). Το πρόβλημα των ειδών του λόγου. Μετάφραση: Βασίλης Αλεξίου – Μανόλης Δαφέρμος. Αθήνα: εκδ. future.
- Μπαχτίν Μ. (1980). Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής. Μετάφραση: Γιώργος Σπανός. Αθήνα: εκδ. Πλέθρον.
- Μπαχτίν Μ. (2000), Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. Επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Επίμετρο: Δημήτρης Τζιόβας). Αθήνα: εκδ. Πόλις.
- Μπαχτίν Μ. (2017). Ο Ραμπελαί και ο Κόσμος του. Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Μπαχτίν Μ. (2014). Δοκίμια ποιητικής. Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Μπαχτίν Μ. (1995). Έπος και μυθιστόρημα. Πρόλογος-Μετάφραση: Γιάννης Κιουρτσάκης, Αθήνα: εκδ. Πόλις.
- Πουρκός Α.Μ. (Επιμ.) (2016). Προοπτικές και όρια στον Μιχαήλ Μπαχτίν. Επιμέλεια-Εισαγωγή: Μάριος Α. Πουρκός. Πάτρα: εκδ. OPPORTUNA
- Ραμπελαί Φ. (1988). Η πολυθαύμαστη ζωή του Μεγάλου Γαργαντούα, πατέρα του Πανταγκρυέλ. Μετάφραση: Φ. Ν. Δρακονταειδής. Αθήνα: εκδ. Πατάκης.
[1] Κάτι ανάλογο υποστήριζε την ίδια περίπου περίοδο και ο ΛεβΒυγκόσκι, όταν έλεγε ότι σε σύγκριση με τον διάλογο «ο μονόλογος είναι σε σημαντικό βαθμό τεχνητή γλωσσική μορφή» (Βυγκότσκι, 1988: 410).
[2] «Ένα εκφώνημα αποτελεί οριακό φαινόμενο. Διενεργείται μεταξύ ομιλητών και, ως εκ τούτου, διαποτίζεται από κοινωνικούς παράγοντες» (Holquist, 2014: 113).
[3] «Τίποτα δεν πεθαίνει εντελώς: κάθε νόημα θα γιορτάσει μια μέρα την αναγέννησή του» σημείωσε με αισιόδοξη διάθεση ο ίδιος ο Μπαχτίν (αναφέρεται στο: Πουρκός, 2016: 56).
[4] «Η συνείδηση σχηματίζεται και υπάρχει μέσα στο υλικό των σημείων, που δημιουργήθηκε στη διαδικασία της κοινωνικής επικοινωνίας μιας οργανωμένης συλλογικότητας. […] Το άτομο σαν κάτοχος των περιεχομένων της συνείδησής του, σαν παραγωγός των ιδεών του, σαν πρόσωπο υπεύθυνο για τις σκέψεις του και τα αισθήματά του είναι ένα φαινόμενα καθαρά κοινωνικοϊδεολογικό (Βολοσίνοφ, 1998: 107)
[5] «Ο διάλογος συντίθεται από ένα εκφώνημα, μια απάντηση και τη σχέση ανάμεσά τους. Η σχέση είναι το πιο σημαντικό από τα τρία στοιχεία, καθώς χωρίς αυτήν τα άλλα δύο δεν θα είχαν νόημα. Η τριμερής φύση του διαλόγου έχει μέσα της τον σπόρο της ελπίδας: εφόσον το “εγώ” μου είναι διαλογικό, διασφαλίζει ότι η ύπαρξή μου δεν είναι ένα μονήρες γεγονός, αλλά μέρος ενός ευρύτερου όλου. Η τριαδικότητα του διαλόγου απελευθερώνει την ύπαρξή μου από το πολύ οριοθετημένο νόημα που έχει στο πλαίσιο του περιοριστικού σχηματισμού των σχέσεων εαυτού/άλλου, διαθέσιμων στον άμεσο χρόνο και στον ορισμένο χώρο της ζωής μου. Σε ύστερους χρόνους και σε άλλους χώρους, θα υπάρχουν πάντοτε άλλοι σχηματισμοί αυτών των σχέσεων, και σε συνδυασμό με αυτόν τον άλλο ο εαυτός μου θα εννοηθεί διαφορετικά. Αυτός ο βαθμός τριαδικότητας, εκτός του παροντικού γεγονότος, διασφαλίζει την πιθανότητα της οποιαδήποτε υπέρβασης – με την μπαχτινική έννοια του όρου – μπορώ να επιτύχω για λογαριασμό μου. Σε έναν διαλογικό κόσμο δεν μπορώ ποτέ να συνθέσω τον εαυτό μου από μόνος μου, βυθίζομαι ως εκ τούτου σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με τους άλλους και με τον εαυτό μου. Εν ολίγοις, η διαλογικότητα στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του κοινωνικού παράγοντα και στην υπόθεση ότι όλο το νόημα κατακτάται με αγώνα» (Holquist, 2014: 78).
[6] «Η πραγματική πορεία της εξέλιξης της σκέψης δεν κατευθύνεται από το ατομικό προς το κοινωνικοποιημένο, αλλά από το κοινωνικό προς το ατομικό (Βυγκότσκι, 1988: 20-21).
[7] «Η ύπαρξη, αντανακλώμενη στο σημείο, στην ουσία δεν αντανακλάται όσο διαθλάται σ’ αυτό. Τι είναι αυτό που καθορίζει τη διάθλαση του είναι σε ένα ιδεολογικό σημείο;
Είναι η διείσδυση των διαφορετικά προσανατολισμένων κοινωνικών συμφερόντων μέσα στο ίδιο κοινό σύνολο σημείων. Δηλαδή, η πάλη των τάξεων.
Η κοινωνική τάξη δεν συμπίπτει με τη σημειωτική κοινότητα, δηλαδή με την κοινότητα που είναι το σύνολο των χρηστών του ίδιου συστήματος σημείων ιδεολογικής επικοινωνίας. Έτσι, οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις χρησιμοποιούν μια ίδια γλώσσα. Σαν συνέπεια σε κάθε ιδεολογικό σημείο διασταυρώνονται οι τόνοι διαφορετικών προσανατολισμών. Το σημείο καταλήγει να γίνει η αρένα της ταξικής πάλης.
Αυτή η κοινωνική πολυτονικότητα του ιδεολογικού σημείου είναι ακριβώς η πιο σημαντική του πλευρά. Στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή η διασταύρωση των τόνων που κάνει ένα σημείο να διατηρεί τη ζωτικότητά του, το δυναμισμό του και την ικανότητα εξέλιξης. Ένα σημείο που έχει αποσυρθεί από την έντονη κοινωνική πάλη, ένα σημείο που μένει έξω από την ταξική πάλη παρακμάζει, εκπίπτει σε μια αλληγορία, παύει να είναι κέντρο μιας ζωντανής κοινωνικής διαδικασίας κατανόησης και μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο φιλολογικής ερμηνείας. Η ιστορική μνήμη της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από ιδεολογικά σημεία νεκρά, ανίκανα να γίνουν αρένα σύγκρουσης ζωντανών κοινωνικών τόνων Βέβαια χάρη στο ότι ο φιλόλογος και ο ιστορικός συνεχίζουν να τα θυμούνται, αυτά τα σημεία διατηρούν ακόμη τις τελευταίες αναλαμπές ζωής.
Αλλά ακριβώς εκείνο που κάνει ζωντανό και μεταβαλλόμενο το ιδεολογικό σημείο το μετατρέπει την ίδια στιγμή σε ένα μέσο που διαθλά και παραμορφώνει. Η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί να σημασιοδοτήσει το ιδεολογικό σημείο με έναν χαρακτήρα υπερταξικό, αιώνιο, προσπαθεί να σβήσει ή να συμπιέσει στο εσωτερικό την πάλη των κοινωνικών αξιολογήσεων που ενυπάρχει σε αυτό, προσπάθεια να το μετατρέψει σε ένα μονοτονικό σημείο.
Αλλά στην πραγματικότητα κάθε ζωντανό ιδεολογικό σημείο έχει, όπως ο Ιανός, δύο πρόσωπα. Οποιαδήποτε βρισιά μπορεί να γίνει έπαινος, οποιαδήποτε ζωντανή αλήθεια μπορεί αναπόφευκτα να είναι για μερικούς το μεγαλύτερο ψέμα. Αυτός ο εσωτερικά διαλεκτικός χαρακτήρας του σημείου, αποκαλύπτεται πλήρως μόνο στη διάρκεια των εποχών κοινωνικών κρίσεων και επαναστατικών μετασχηματισμών». (Βολοσίνοφ, 2009: 88-89).
[8] «“Αλλότριος” είναι λόγος μέσα στον λόγο, εκφώνημα μέσα σε εκφώνημα αλλά, ταυτόχρονα, είναι λόγος πάνω σε άλλο λόγο, εκφώνημα πάνω σε άλλο εκφώνημα» (Βολοσίνοφ, 1998: 253).
[9] «Το άτομο σαν κάτοχος των περιεχομένων της συνείδησής του, σαν παραγωγός των ιδεών του, σαν πρόσωπο υπεύθυνο για τις σκέψεις του και τα αισθήματά του είναι ένα φαινόμενα καθαρά κοινωνικοϊδεολογικό» (Βολοσίνοφ, 1998: 107).
[10] «Σε κάθε λέξη, σε κάθε εκφώνημα, όσο ασήμαντο κι αν είναι, πάντα ανανεώνεται η ζωντανή διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα στο ψυχικό και το ιδεολογικό, ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Σε κάθε πράξη ομιλίας το υποκειμενικό βίωμα ακυρώνεται μέσα στο αντικειμενικό γεγονός της εκφερόμενης λέξης-εκφωνήματος, και η εκφερόμενη λέξη υποκειμενικοποιείται στην πράξη της απαντητικής κατανόησης, για να γεννήσει αργά ή γρήγορα την αντίστοιχη απάντηση. Όπως ξέρουμε κάθε λέξη είναι μια μικρή αρένα διασταύρωσης και πάλης κοινωνικών τόνων διαφόρων κατευθύνσεων. Η λέξη στα χείλη ενός συγκεκριμένου ατόμου εμφανίζεται σαν προϊόν της ζωντανής αλληλεπίδρασης κοινωνικών δυνάμεων» (Βολοσίνοφ, 1998: 121).
[11] Ο Μπαχτίν επισημαίνει τις εξής, τρεις, ιδιομορφίες που ξεχωρίζουν το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος: «1. Το τρισδιάστατο ύφος του το οποίο συνδέεται με την πολυγλωσσική συνείδηση που πραγματώνεται σ’ αυτό. 2. Τη ριζική μεταμόρφωση των χρονικών συντεταγμένων στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις που μας δίνει το μυθιστόρημα. 3. Μια καινούρια ζώνη δόμησης των λογοτεχνικών αναπαραστάσεων μέσα στο μυθιστόρημα: μια ζώνη μέγιστης επαφής με το παρόν (τη σύγχρονη πραγματικότητα) σε όλο του τον ανοιχτό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα» (Μπαχτίν, 1995: 33).
[12] Ας σημειωθεί εδώ ότι στο θεωρητικό σύστημα του Μιχαήλ Μπαχτίν δεν είναι ακόμη σαφής η διάκριση του συγγραφέα από τον αφηγητή. Οπότε όταν ο Ρώσος θεωρητικός κάνει λόγο για τον συγγραφέα αναφέρεται άλλοτε στο υπαρκτό πρόσωπο ενός ορισμένου συγγραφέα και άλλοτε στον επινοημένο από αυτόν αφηγητή.
[13] Κατά την Κρίστεβα, «ο Μπαχτίν εισήγαγε στη λογοτεχνική θεωρία» την άποψη ότι «κάθε κείμενο είναι ένα μωσαϊκό από παραθέματα, κάθε κείμενο είναι η απορρόφηση και ο μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου» (αναφέρεται στο: Πουρκός, 2016: 270).