Στις 10 Μαΐου 1905, γεννήθηκε στην Άνω Σύρο ο «Πατριάρχης του ρεμπέτικου». Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήρθε στον κόσμο από μια φτωχή πολυμελή οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω φτώχειας δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο κι έτσι έκανε δουλειές του ποδαριού, συμβάλλοντας στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Δούλεψε ως λούστρος, βοηθός μανάβη, εργάτης σε φάμπρικα, μαθητευόμενος αγρότης, μέχρι και εφημερίδες πούλησε για να βγάλει τα προς το ζην. Σε ηλικία 12 ετών, μετανάστευσε μόνος από τη Σύρο στον Πειραιά, συνεχίζοντας τις βαριές χειρωνακτικές δουλειές.
Το 1925 πρωτοέπιασε το μπουζούκι. Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο θρυλικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933 φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η πιο παραγωγική του περίοδος υπήρξε εκείνη λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μάγια μου ΄χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά… Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Αν και δεν ήταν ο πρώτος που κυκλοφόρησε τραγούδια με «χασικλίδικο» περιεχόμενο (κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925 από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες), στιγματίστηκε αμέσως από τους υπεύθυνους της δισκογραφικής εταιρίας Odeon και πέρασε στην αφάνεια. Το 1937 συμβιβάστηκε με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσάρμοσε τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνώρισε ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50.000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, πέρασε δύσκολες ώρες, καθώς έγινε προσπάθεια από τις εταιρείες να αλλάξει ο χαρακτήρας της λαϊκής μουσικής εισάγοντας ινδοπρεπείς ρυθμούς. Οι δισκογραφικές εταιρείες σταμάτησαν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνταν τη συνεργασία. Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη η Columbia κυκλοφόρησε παλιά και καινούργια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρη Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ και η Άντζελα Γκρέκα. Κάπως έτσι ξεκίνησε το 1960 η «δεύτερη καριέρα» του. Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Τα περισσότερα από αυτά ηχογραφήθηκαν σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου 1972 από νεφρική ανεπάρκεια που προκάλεσε ο σακχαρώδης διαβήτης από τον οποίο έπασχε, αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη μουσική κληρονομιά. «O άνθρωπος, για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί νά ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Kαι τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα», έλεγε στην αυτοβιογραφία του.