Λουντοβίκο Αριόστο: Ο Μαινόμενος Ορλάντο

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 26.10.20 ]

            Για να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά και τη δομή του Μαινόμενου Ορλάντο του Αριόστο, είναι σημαντικό να δούμε εν συντομία την ιστορία της σύνθεσης του έργου. Οι τρεις διαδοχικές εκδόσεις παρουσιάζουν βαθιές διαφορές γλωσσικού, θεματικού, ιδεολογικού ακόμη και ποσοτικού χαρακτήρα. Η συγγραφή του έργου συνόδευσε ολόκληρη τη ζωή του Αριόστο, που πέθανε ενώ επεξεργαζόταν για άλλη μια φορά τον Ορλάντο.

            Ο Αριόστο δημοσίευσε για πρώτη φορά τον Μαινόμενο Ορλάντο στη Φερράρα το 1516, σε 40 τραγούδια , αφιερωμένο στον Ιππόλυτο Ντ’Έστε. Το έργο ήταν αποτέλεσμα μιας μακράς επεξεργασίας, που είχε αρχίσει ανάμεσα στο 1504 και το 1506, όταν ο Αριόστο αποφάσισε να γράψει μια «προσθήκη» στον Ερωτευμένο Ορλάντο που ο Μποϊάρντο είχε συνθέσει το 1494 και είχε αφήσει ημιτελή. Τους αμέσως επόμενους μήνες από τη δημοσίευση, ο Αριόστο εργάζεται για να καλυτερεύσει το έργο του, προσπαθώντας να διορθώσει τη φόρμα και να προσθέσει ορισμένα τραγούδια.

            Τελικά, ο Αριόστο δεν έφερε μεγάλες διαφοροποιήσεις: ο Μαινόμενος Ορλάντο δημοσιεύθηκε στη Φερράρα σε δεύτερη έκδοση το 1521, με μια γενική γλωσσική κάθαρση, κάποιες προσθήκες και μερικές ανακατατάξεις στις στροφές. Παρόλα αυτά, ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος ούτε από αυτή την έκδοση και, ενώ το έργο του είχε τύχει άμεσης και πλατιάς αποδοχής από το κοινό (αναφέρονται 17 ανατυπώσεις από μιλανέζους, φλωρεντινούς και βενετσιάνους εκδότες ανάμεσα στο 1524 και το 1531), ο Αριόστο πιάνει ξανά στα χέρια τον Ορλάντο, για μια γενικότερη αναθεώρηση. Ξαναβλέπει ολόκληρο το έργο ακολουθώντας, έστω και με κάποια ελευθερία, τις θεωρητικές γλωσσικές παρατηρήσεις του Πιέτρο Μπέμπο, στις Πρόζες της δημοτικής γλώσσας (1525). Προσθέτει καινούριες περιπέτειες, όπως προκύπτει από ορισμένα τετράδια που περιέχουν, σε διαφορετικές μορφές επεξεργασίας, τα Αποσπάσματα από νέα επεισόδια. Οι μεγαλύτερες προσθήκες είναι τέσσερις και αφορούν το επεισόδιο της Ολυμπίας (Τραγούδια 9-11), τον Βράχο του Τριστάνο (32-33), την Ντρουσίλλα και τον Μαργκανόρρε (37) και την μακρά ιστορία του Ρουτζιέρο και του Λεόνε που ολοκληρώνει και το ποίημα (44-46). Το νέο έργο, σε 46 πλέον τραγούδια, δημοσιεύεται υπό την αυστηρή επίβλεψη του ποιητή, στη Φερράρα το 1532.

            Το ποίημα του Αριόστο συνεχίζει την ιστορία με τους πρωταγωνιστές της και πολλά επεισόδια, που ο Μποϊάρντο άφησε ανολοκλήρωτη. Και ο Αριόστο έχει την πρόθεση να εκθειάσει των οίκο των Ντ’ Έστε και να δημιουργήσει μια ευχάριστη σύνθεση από επικές ιστορίες και ιπποτικές περιπέτειες, διαπλέκοντας για το σκοπό αυτό θέματα που προέρχονταν από την Καρολίδεια παράδοση και από τα έπη της Βρετάνης, εμπλουτίζοντάς τα με μοτίβα και θέματα από την κλασική παράδοση. Στο ποίημα του Μποϊάρντο αυτά τα στοιχεία αναμιγνύονταν, ακόμη κι ο τίτλος ήταν μια προγραμματική ένδειξη, που παρουσίαζε τον Ορλάντο, σαν έναν σοβαρό ήρωα, ερωτευμένο, κατά το μοντέλο των Ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης του βασιλιά Αρθούρου. Στο ποίημα του Αριόστο η ανάμειξη είναι τέλεια και αρμονική. Και εδώ ο τίτλος του ποιήματος είναι κατά κάποιο τρόπο προγραμματικός, γιατί το επίθετο μαινόμενος που χρησιμοποιείται με τη λατινική έννοια του «τρελού», κατά το Ηρακλής Μαινόμενος του Σενέκα, εξευγενίζει και κλασικίζει το ρομανικό όνομα του Ορλάντο, όχι μόνο ερωτευμένου, αλλά και τρελού από αγάπη. Οι πρώτοι στίχοι αποτελούν ένα είδος προοιμίου σ’ ολόκληρο το ποίημα: «Δέσποινες, ιππότες, άρματα, έρωτες,/ ευγένεια, τολμηρές πράξεις τραγουδώ», όπου το κλασικό, αυστηρό προοίμιο του Βιργίλιου, φαίνεται να μετουσιώνεται στην πιο ανάλαφρη ρομανική φόρμα, που μεταφέρει ένα ρεφρέν του γάλλου ποιητή Εουστάς Ντεσάμπ και δυο γνωστούς στίχους του Δάντη: «Ιππότες, δέσποινες, γιορτές, αγώνες, / όπου έρωτας μας έσπρωχνε κι ευγένεια», (Καθ. 14, στ. 109-110). Αλλά, σ’ ολόκληρο το ποίημα, έχουμε δείγματα μιας τέλειας τήξης ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία: για παράδειγμα, ένας τυπικός ήρωας του καρολίδειου κύκλου όπως ο Ρινάλντο, παραδοσιακός πρωταγωνιστής φεουδαρχικών πολέμων, δυναστικών συγκρούσεων και εξεγέρσεων κατά της εξουσίας του Καρλομάγνου, βυθίζεται από τον Αριόστο στην αρθουρική ατμόσφαιρα των δασών της Σκοτίας, ή, ακόμη, ένας άλλος ήρωας της λαϊκής ιπποτικής παράδοσης, ο Αστόλφο, απλός στρατιώτης, μετατρέπεται από τον Αριόστο σε έναν ευγενή ιππότη, αναγεννησιακή ενσάρκωση του άνδρα που επιθυμεί την περιπέτεια, ευνοημένου από την «τύχη», και που σιγά-σιγά, αφού φύγουν τα μάγια, αποκτά και πάλι τη σοφία του και την ηρωική του αξιοπρέπεια. Το κεντρικό θέμα σε όλο το ποίημα, είναι εκείνο του πολέμου ανάμεσα στους σαρακηνούς και τους χριστιανούς, την εποχή του Καρλομάγνου.

Τα θέματα, στον Μαινόμενο Ορλάντο, εναλλάσσονται και διαπλέκονται σύμφωνα με συνδυαστικούς μηχανισμούς που έχουν το επιχειρησιακό τους κέντρο στην πρωτότυπη δομή του έργου του Αριόστο. 

            Η πλοκή του ποιήματος, διαρθρώνεται σύμφωνα με την αρχή της «ποικιλίας», που ανήκει στην ιπποτική παράδοση. Αυτή η αρχή, παρεμβαίνει και στο εσωτερικό της μονάδας-τραγούδι (σε κάθε ένα από τα 46 τραγούδια του ποιήματος), που πάντα αρχίζει με μια εισαγωγή, στην οποία ο ίδιος ο ποιητής παίρνει τον λόγο, και που διακόπτεται από μια σειρά επεισόδια, συχνά με διαφορετικό θέμα: πόλεμος, έρωτας, περιπέτεια, όμορφες ιστορίες. Αυτού του είδους οι παρεμβάσεις, ήταν συνηθισμένες στην παράδοση.

Η δυναμική αρχή της δράσης στον Μαινόμενο Ορλάντο, είναι η «αναζήτηση»: ο καθένας από τους πρωταγωνιστές του, ψάχνει για κάτι που έχασε, γυναίκα, άλογο, πανοπλία, αλλά αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα επιφανειακό στοιχείο. Το βαθύτερο νόημα της «αναζήτησης», βρίσκεται στην αισθηματική και διανοητική «περιπέτεια» που βιώνει ο καθένας: η αναζήτηση του Ορλάντο είναι, βέβαια, η καταδίωξη της Αντζέλικα που δραπετεύει, αλλά είναι κυρίως πειραματικό ταξίδι, που δεν αποκλείει την τραγική εμπειρία της τρέλας.

            Οι διεσπαρμένες περιπέτειες είναι λίγες σε αριθμό,  αρχίζουν και τελειώνουν γρήγορα, στο περιθώριο της κεντρικής πράξης. Βρισκόμαστε λοιπόν σε δύο διαφορετικά συστήματα αφηγηματικής σύνθεσης: το παλιό, που εδράζει σε έναν τυχαίο προσθετικό μηχανισμό και σε αυθαίρετους συνδυασμούς, κι εκείνο του Αριόστο, που βασίζεται στον ενοποιό χαρακτήρα της αναζήτησης. Από τη μια, ασαφής διασπορά, από την άλλη, θεματική συμπύκνωση. Φορτίζοντας την αναζήτηση μ’ αυτή τη νέα ένταση, ο Αριόστο ανανεώνει το νόημα της περιπέτειας, που δεν ικανοποιεί μόνο το γούστο του «φανταστικού», αλλά αντιπροσωπεύει τις εμπειρίες του ατόμου, που μπαίνει σε δοκιμασία. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στη διαρκή κίνηση της εξιστόρησης (η φυγή της Αντζέλικα, η καταδίωξη των άλλων) και την κινητικότητα των ψυχολογικών και πνευματικών χαρακτηριστικών των πρωταγωνιστών. Σ’ έναν αβέβαιο κόσμο, σε συνεχή εξέλιξη, τα απαραίτητα χαρίσματα του ανθρώπου είναι η ευστροφία και η ευρύτητα πνεύματος, η ελαστικότητα και η προσαρμογή, κάτι ανάλογο με την μακιαβελική ικανότητα «επαλήθευσης της δράσης στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή». 

Η συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, ορίζει μια σειρά από συμμετρικούς και αντιθετικούς όρους, μέσα στους οποίους ισορροπούν οι αξίες του Αριόστο. Η συνέπεια και η σταθερότητα παίρνουν μια αρνητική τροπή και μεταβάλλονται σε δογματισμό και προκατάληψη, αντίθετα η προδιάθεση για αλλαγή, μπορεί να οδηγήσει στην προδοσία. Το μέτρο βρίσκεται στον ουτοπικό σκοπό να συμβιβάσει την ευγένεια της συμπεριφοράς με την αποτελεσματικότητα, την πίστη στις αρχές με την ικανότητα της ωρίμανσης και της αλλαγής μέσα από τις εμπειρίες. Αυτός είναι ο πιο αυθεντικός σκοπός της «αναζήτησης», ο στόχος στον οποίο ο ήρωας του Αριόστο ταυτίζει την πραγμάτωσή του, αλλά που στο ποίημα είναι προορισμένος να παραμείνει ένα δυσπρόσιτο όριο, γενεσιουργό μιας ανεξάντλητης δυναμικής έντασης. Επειδή δεν μπορεί να ξεπεράσει την αντίφαση, ο Αριόστο την διασαφηνίζει, εγκωμιάζοντας περισσότερο τις αρετές μιας σταθερής καρδιάς, παρά την ομορφιά ενός ευμετάβλητου σύμπαντος.             

            Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του Μαινόμενου Ορλάντο, δηλώνεται άμεσα από την παρουσία του συγγραφέα στο κείμενο. Αντί να εξαφανιστεί μέσα στην αφήγηση των γεγονότων και να εκφραστεί μόνο μέσα από τους πρωταγωνιστές, ο Αριόστο συχνά απευθύνεται στους αναγνώστες, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο. Αυτές οι παρεμβάσεις είναι διάχυτες σ’ ολόκληρη την αφήγηση, αλλά επικεντρώνονται κυρίως σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο: στην αρχή του κάθε τραγουδιού.

            Οι παρεμβάσεις του Αριόστο, συχνά χαρακτηρίζονται από έναν ειρωνικό τόνο, που προκάλεσε παρεξηγήσεις για τις προθέσεις και το νόημα του έργου. Στους προλόγους του Αριόστο η ειρωνεία έχει ένα αποτέλεσμα αποστασιοποίησης, γιατί εμποδίζει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τις καταστάσεις και τα πρόσωπα σαν να ήταν πραγματικά. Η υποβάθμιση του μυθιστορηματικού και μυθικού περιεχομένου σε ένα υποκειμενικό, καθημερινό και σύγχρονο επίπεδο, έχει σκοπό να μας θυμίσει ότι πρόκειται βέβαια για έναν κόσμο εικονικό, αλλά μας προειδοποιεί ότι δεν λείπει απ’ αυτόν η ομοιότητα με την πραγματικότητα. Η στάση μας πρέπει να είναι αντίθετη μιας ευχαρίστησης και μιας εγκατάλειψης στην απλή ροή της αφήγησης: ο Αριόστο θέλει να μας δείξει, μέσα από την επινόηση, την πραγματικότητα, και ζητά επίμονα από τον αναγνώστη, να καταβάλει διαρκή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.   Αυτού του είδους η παρέμβαση, απορρέει από την ανάγκη για μια πολλαπλή αντιμετώπιση του κειμένου. Αν στον Μαινόμενο είναι παρούσες πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, είναι προφανές ότι η κύρια προοπτική του συγγραφέα είναι ένας από τους τρόπους (σίγουρα ο κυρίαρχος) όπου αυτή η πολλαπλότητα εκδηλώνεται. Όπως η δράση στο ποίημα υποβάλλεται σε ένα διαρκές παιχνίδι μετασχηματισμών, με τον ίδιο τρόπο η δράση υποβάλλεται σε ένα παιχνίδι με αντικρουόμενες οπτικές, όπου ανάμεσα στις διαφορετικές εκτιμήσεις των πρωταγωνιστών, εισχωρεί η τελευταία και πιο αξιόπιστη, εκείνη του ποιητή, που ξεδιπλώνει στην επικαιρότητα, ιδιωτική ή δημόσια, τη δυνατότητα ερμηνείας.

            Αν εξετάσουμε ένα τραγούδι του Μαινόμενου, θα δούμε ότι σχεδόν πάντα εμφανίζεται κομμένο σε διάφορες θεματικές αλληλουχίες που υπερπηδούν τα όριά του. Συνήθως, το τέλος ενός τραγουδιού δεν συμπίπτει με το τέλος ενός επεισοδίου, αλλά με μια ηθελημένη διακοπή του. Ο κατακερματισμός του κειμένου έρχεται στην επιφάνεια από κανόνες που χρησιμοποιεί ο Αριόστο για να περάσει από το ένα θέμα στο άλλο, και που μπορούμε να κατατάξουμε σε τρεις τύπους: α. περάσματα από το ένα τραγούδι στο άλλο, β. διακοπές που εντοπίζονται στο εσωτερικό ενός τραγουδιού, γ. μεταβάσεις, όχι άμεσα εμφανείς, από τη μια ιστορία στην άλλη. Η εκτροπή των θεματικών ακολουθιών, σε σχέση με το μέτρο των τραγουδιών, δημιουργεί μια αμοιβαία ένταση ανάμεσα στις δύο ενότητες, που επιτρέπει να δοθεί η πρέπουσα σημασία σε μια συγκεκριμένη στιγμή της διήγησης. Και πράγματι, συνήθως σ’ αυτά τα καίρια σημεία, παρεμβαίνει ο στοχασμός του Αριόστο, που απομονώνει μέσα στην αφηγηματική ακολουθία το υποδειγματικό γεγονός, απ’ όπου μπορούμε να εξάγουμε το νόημα της ιστορίας. 

            Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος πλοκής του Αριόστο, ανάγεται σε μια παραδοσιακή τεχνική των ιπποτικών ποιημάτων, που εδραιώθηκε κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, με τον κύκλο του βασιλιά Αρθούρου. Αυτή η τεχνική έχει τις ρίζες της στην προφορική παράδοση αυτών των ποιημάτων, υπακούοντας στην ανάγκη της εναλλαγής και της διαπλοκής διαφορετικών επεισοδίων, για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις ενός λαϊκού κοινού, που ήθελε να διασκεδάσει με διαρκείς εναλλαγές σκηνών. Στους ελάσσονες ποιητές, αυτή η πρακτική γεννά μια μηχανιστική αφήγηση και μια κατάχρηση σε στερεότυπα, για το πέρασμα από το ένα θέμα στο άλλο. Ο Αριόστο, ανανεώνει αυτή την τεχνική, κάνοντας αυτά τα «περάσματα», τα κυρίαρχα στοιχεία όπου βασίζεται η επαφή του με τον αναγνώστη, υποδεικνύοντάς του τη σωστή προοπτική ερμηνείας και προσκαλώντας τον να επιβεβαιώσει τις υπολογισμένες συμμετρίες και τις υπολογισμένες αντιθέσεις ανάμεσα στα επεισόδια και στους πρωταγωνιστές.

            Αλλά, αυτή η τεχνική, κι αυτοί οι «δείκτες μετάβασης», καθορίζουν από μια εξωτερική οπτική, καθαρά περιγραφική, τους τρόπους της πλοκής. Είναι δυνατόν να κάνουμε ένα βήμα ακόμη πιο μπροστά, και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε βαθύτερους κανόνες συνάφειας. Επειδή μιλήσαμε για τον αποκλειστικά λειτουργικό χαρακτήρα των πρωταγωνιστών του Αριόστο, μπορούμε να ξεκινήσουμε ακριβώς από αυτούς, και να τους θεωρήσουμε ως κέντρα ακτινοβολίας της αφηγηματικής δυναμικής. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε, ότι οι διάφορες ιστορίες διαρθρώνονται σύμφωνα με στοιχειώδη μοντέλα ανάπτυξης, που συνδυάζονται μεταξύ τους. Παρατηρούμε επίσης, ότι μια σειρά από ιστορίες πλέκονται γύρω από ένα πρόσωπο, μέσα από μια σταθερή ανάπτυξης, που μπορούμε να ορίσουμε ως «πειραματική»: πράγματι, σε μια πρώτη φάση εμπειρίας και αναζήτησης, ακολουθεί μια κρίση, με ανατροπή των αρχικών θέσεων, και τέλος επανέρχεται η ισορροπία. Το παράδειγμα του Ορλάντο ισχύει για όλους: την προοδευτική εξύψωση του έρωτα για την Αντζέλικα (αναζήτηση), ακολουθεί η τραυματική εμπειρία της σύγκρουσης με την πραγματικότητα (τρέλα) και, τέλος, η επιστροφή στην ομαλότητα (επαναφορά).

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ