Λαβύρινθος

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 08.08.23 ]

Όχι, δεν είχα σύντροφο κανέναν. Δεν ήμουν Οδυσσεύς εγώ, άλλους να αφήνω για την πάρτη μου να καθαρίζουν. Μόνη μου μπήκα στον λαβύρινθο. Μου ‘χαν μιλήσει για το τέρας. Περιέργεια; Ενόρμηση θανάτου; Πες το όπως θες. Εγώ ούτε το σκέφτηκα. Ένα σακίδιο μοναχά στους ώμους πήρα. Τίποτα άλλο. Καμιά Αριάδνη. Τίποτα. Δεν ήμουν για δεσμεύσεις. Δεν θα τη χρησιμοποιούσα από ανάγκη, σαν τον ξεφτίλα τον Θησέα, για να την ξεμπαρκάρω αργότερα. Ούτε κουβάρι. Ούτε νήμα. Ούτε κλωστή. Δεν στάθηκα στην πόρτα. Δεν πισωγύρισα. Μόνο προχώραγα γυρεύοντας το κέντρο. Το ραντεβού μου με το τέρας. Με περίμενε. Το ήξερα. Το ένιωθα. Στα πόδια. Στο στομάχι. Στης καρδιάς τον κάθε χτύπο. Δεν έβαζα σημάδια στους διαδρόμους. Δεν έστρεφα με αγωνία δεξιά κι αριστερά. Δεν είχα σχέδιο. Μόνο στόχο. Μια σφαίρα με πορεία τεθλασμένη. Δεν ξέρω πόσο χρόνο χρειάστηκα. Δεν ξέρω καν πόσες φορές τους ίδιους δρόμους πήρα. Δεν είχαν διαφορές. Δεν έβλεπα εγώ τις διαφορές τους. Δεν είχα αίσθηση. Δεν άκουγα τη μουσική. Μια συμφωνία ρολογιών. Αχρονική. Ατονική. Συνθέτη καταθλιπτικού, εσωστρεφούς και τρομαγμένου τόσο ώστε να προσπαθεί να απαλλαγεί από την ανημπόρια του με την απόπειρα μετάδοσης της νόσου. Δεν τα κατάφερε. Μπορούσα. Μια χαρά μπορούσα. Και το ήξερα. Το ήξερε και εκείνος. 

Στο κέντρο βρήκα έναν καθρέφτη. Έναν τεράστιο καθρέφτη που με έδειχνε όμορφη. Τερατωδώς όμορφη. Από αυτόν κι η μουσική  μου ερχόταν. Από αυτόν και μια βροχή με χρώματα και μυρωδιές κι αγγίγματα. Δεν ολιγώρησα με σκέψεις δεύτερες. Άνοιξα το σακίδιο. Τη βαριοπούλα που μετέφερα τη σήκωσα ψηλά και…. θρύψαλα και ο καθρέφτης και το τέρας. Πήρα μια χούφτα. Ενθύμιο. 

Βγήκα από άλλο δρόμο. Ευθύ. Γκρεμίζοντας τους τοίχους που είχα χτίσει. Σφαίρα στην Εθνική Οδό. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο σκορπάω θρυψαλάκια. Η Αριάδνη δίπλα μου, διαλέγει τα cd μου.