Κίτρινο, σχεδόν μαύρο

[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 28.05.18 ]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, 

Σπουδή στο κίτρινο,

εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 232

 Αρχίζω με μια αναγκαία εξήγηση ως προς την κριτική μου αντικειμενικότητα, για να παραδεχτώ δίχως καμία περιστροφή την έλλειψη της κριτικής μου αντικειμενικότητας. Και το λέω έτσι, όσο αυτοϋπονομευτικό, αντιφατικό ή εντυπωσιοθηρικό και αν ηχεί, σαν προκαταβολική συνθήκη ειλικρίνειας που νιώθω την υποχρέωση ευθύς εξαρχής να συνομολογήσω με τον αναγνώστη μου. Ότι στην προκειμένη περίπτωση απουσιάζει ο απαραίτητος βαθμός αποστασιοποίησης του κριτή από το κρινόμενο έργο, που ως γνωστόν είναι η πιο βασική προϋπόθεση για κάθε κριτικό εγχείρημα, αν βεβαίως θέλει να είναι αξιοπρεπές και έντιμο.

Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πώς ό,τι εδώ κομίζω κάτω από τον εύσχημο τίτλο μιας βιβλιοκριτικής είναι πιο πολύ η αναγνωστική εμπειρία που σχημάτισα από το βιβλίο του Χριστόπουλου μαζί βεβαίως με μια παραδοχή που αίρει και το τελευταίο φύλλο της κριτικής συκής. Αναφέρομαι στις εκλεκτικές συγγένειες που είχα πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι ενώνουν τη λογοτεχνική γραφή του κρινόμενου και τη λογοτεχνική γραφή του κριτή, μαζί βεβαίως με κάποιες κοινές θεωρητικές αφετηρίες. 

 Γιατί η θεωρία της λογοτεχνίας, κατ’ επέκταση η φιλοσοφία της γλώσσας, η οντολογία, η μεταφυσική, η πολιτική ιδεολογία, υπάρχουν σε κάθε γραφή ακόμη και στην πιο ανυποψίαστη που τις αρνείται ή στην πιο υποψιασμένη που τις υπηρετεί. Με ορατό βέβαια τον κίνδυνο της αφέλειας στην πρώτη περίπτωση, όποτε η γραφή εκφέρεται χωρίς επίγνωση της θεωρίας που την πλαισιώνει, και της στράτευσης στην δεύτερη περίπτωση, οπότε η γραφή γίνεται όχημα της θεωρίας που την πλαισιώνει. Αλλά ευτυχώς στην περίπτωση του Χριστόπουλου δεν βλέπω να συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο: το συγγραφικό χέρι είναι αρκετά έμπειρο για να αγνοεί τις θεωρητικές συνθήκες του, είναι αρκετά ώριμο για να σπαταλιέται στην υπηρεσία τους και, τελικά, είναι αρκετά ευσυνείδητο για να μένει αφοσιωμένο στον σκοπό της λογοτεχνικής έκφρασης του ωραίου, έχοντας εκ προοιμίου καθορίσει τις θεωρητικές του συντεταγμένες.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η γραφή του Χριστόπουλου αντλεί τη θεωρητική καταγωγή της από την μακρά παράδοση του ρεαλισμού, που ως γνωστόν πρεσβεύει την αρχή ότι υπάρχει μια κοινωνική και φυσική πραγματικότητα που την αποδίδει ο συγγραφέας με μικρότερη ή μεγαλύτερη αφηγηματική πιστότητα, με μικρότερη ή μεγαλύτερη κριτική διάθεση και με μικρότερη ή μεγαλύτερη εκφραστική λιτότητα. Αλλά μακριά από τη λογική της μηχανιστικής απεικόνισης, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν διαθλασμένο από την αφηγηματική ματιά ρεαλισμό που με οξεία κριτική διάθεση και ιδιαίτερη εκφραστική φροντίδα μιλάει για την κοινωνική πραγματικότητα της τρέχουσας εποχής της κρίσης, αφού προηγουμένως έχει χωνέψει δύο βασικές παραδοχές: ότι η λογοτεχνική γραφή γράφεται για να παρέχει αισθητική απόλαυση και ότι δεν παύει να υπάρχει μια κοινωνική ή φυσική πραγματικότητα έξω από την πραγματικότητα της ίδιας της γραφής.

Θέλω με αυτά να πω ότι ο Χριστόπουλος δεν κουβαλά τον αυτισμό της λογοτεχνικής εκείνης κατασκευής, που αυταρέσκεται να πιστεύει ότι υπάρχει ερήμην της κοινωνικής κατασκευής, χάριν γλωσσικής παιδιάς ή διακειμενικού λαβυρίνθου, αλλά ούτε και τη μόδα ενός κοινωνικού προβληματισμού με τον οποίο φλέρταρε η πρόσφατη λογοτεχνική δημιουργία με ρηχή και ανώδυνη σχολιογραφική διάθεση, για να αρχίσει ήδη να απομακρύνεται απ’ αυτόν με την ίδια ευκολία με την οποία τον οικειοποιήθηκε. Η λογοτεχνική γραφή του ως αισθητικό στίγμα και λογοτεχνική θέση, εντέλει ως θεωρητική αντίληψη της λογοτεχνικής γραφής, είναι βαθιά πολιτική και πολιτικοποιημένη: αντλείται από την πραγματικότητα που δημιουργεί την αισθητική ανάγκη της και τοποθετείται αισθητικά απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, αποδίδοντας αισθητικά την πραγματικότητα που αποδίδει, χωρίς μάλιστα να παραλείπει ούτε τις πρωτότυπες γλωσσικές παιδιές (με αποδοτικότατο κάποτε αποτέλεσμα) ούτε τις ευφάνταστες διακειμενικές συνομιλίες (από τον Καρούζο μέχρι τον Γκάλαχερ και από τον Σέξπιρ μέχρι τον Καζαντζίδη).

Οι ήρωες λοιπόν του Χριστόπουλου δεν είναι εξωκοινωνικές κατασκευές, δεν είναι δημιουργήματα της γλώσσας, δεν υπάρχουν ερήμην των κοινωνικών αναφορών τους και δεν επιδίδονται σε ακατάσχετα μεταμοντέρνα μουρμουρητά. Καπνίζουν αρειμανίως τα πιο βαριά τσιγάρα, μετράνε πενταροδεκάρες για να βγάλουν τη βδομάδα, καταναλώνουν λίτρα φτηνού αλκοόλ, κοιμούνται στους δρόμους χειμώνα καιρό, βολεύουν την πείνα τους με φαστ φουντ της κακιάς ώρας, αναζητούν φαλλούς και αιδοία για να χωρέσουν τις μοναξιές τους, υφίστανται απανωτές ήττες χωρίς καν να δώσουν μια σοβαρή μάχη, πνίγονται μες στις φωναχτές σιωπές της γκαρσονιέρας τους. Είναι δηλαδή κοινωνικά προσδιορισμένοι, έχουν συμπαγή προσωπική οντότητα, διατηρούν ένα όνομα, διαθέτουν μια ταυτότητα, έχουν ταξική προέλευση και κινούνται σε έναν ορισμένο χώρο, όπου πονάνε, οδύρονται και συντρίβονται, διαρκώς μετεωριζόμενοι ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, στο θέλω και στο πρέπει, στην επιθυμία και στην ανάγκη, στο αυτοί και στο εγώ.

Δικαίως ο κόσμος του Χριστόπουλου είναι σε όλη την επικράτειά του λουσμένος στο κίτρινο, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία λέξη του. Όχι από το κίτρινο του ήλιου, της φωτεινότητας ή της νέας μέρας, αλλά της νικοτίνης που κολλάει στον αντίχειρα, του καρκινοπαθή ύστερα από χημειοθεραπεία, της μεταφερόμενης σκόνης από την έρημο της Σαχάρας και του ξεβαμμένου τοίχου ενός υπόγειου διαμερίσματος. Είναι ένα κίτρινο που κρύβει μες στην φθαρμένη κιτρινίλα του την πιο σκοτεινή ύλη από τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας και τα φτωχικά ερημόσπιτά τους, όταν πέφτει για τα καλά το βράδυ και βγαίνουν σεργιάνι οι μοναξιές, οι περισπασμοί, τα αδιέξοδα και κάποιες γραφές σαν αυτή εδώ, προκειμένου να εξιστορήσουν με την αργόσυρτη, σχεδόν βασανιστική τους αφήγηση τις ενδογενείς διαδικασίες της μοναξιάς του εγώ και της συντριβής του εγώ μέσα στη μοναξιά του εμείς και στη συντριβή του εμείς.

Δεν λείπουν ασφαλώς και κάποια προβλήματα. Το αφηγηματικό περίγραμμα σε ορισμένα διηγήματα είναι θαμπό, κάποιες φορές η γλώσσα ξεπέφτει σε λογοτεχνισμούς στην προσπάθειά της να αποδώσει τις λαϊκές γλωσσικές ποικιλίες και άλλοτε πάλι ηχεί καταχρηστική η λειτουργία της παρομοίωσης. Πρόκειται όμως για αδυναμίες ήσσονος σημασίας που τις προσπερνώ με τη σημείωση ότι είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με την προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του ίδιου συγγραφέα (Δημόσιες Ιστορίες, εκδ. Πηγή, 2013), πράγμα που προδίδει συγγραφική ωρίμανση, και ότι, τελικά, λησμονούνται μπροστά σε ό,τι πετυχαίνει αυτό το βιβλίο.

Ό,τι δε πετυχαίνει αυτό το βιβλίο είναι δύο κυρίως τινά: αφενός μας δίνει την πληρέστερη και συνεπέστερη, κατά τη γνώμη μου, λογοτεχνική πραγμάτευση της τρέχουσας κρίσης και αφετέρου ξαναφέρνει στο προσκήνιο μια αρκετά υποτιμημένη αντίληψη για το λογοτεχνικό φαινόμενο ως κοινωνικής δραστηριότητας που διαμείβεται με αισθητικούς όρους. Και ως τέτοιο, το βιβλίο του Χριστόπουλου προσφέρεται και για αναγνωστική απόλαυση και για κριτικό στοχασμό.

*Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης είναι συγγραφέας

Πηγή: Η Αυγή