Η πολιτική κρίση στην Ιταλία αποτυπώνει την αντίστοιχη κρίση σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, νέο αστικό μπλοκ και κυβερνήσεις τεχνοκρατών με τη στήριξη όλων σχεδόν των πολιτικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένης της ακροδεξιάς), ο «τρίτος δρόμος» του Γκίντενς και η υπέρβαση της ρήξης αριστερά-δεξιά, οι «ακροκεντρώοι» και οι «λαϊκιστές», η πολιτική και η ιδεολογική αποτυχία του εγχειρήματος, καθώς και η τελική ήττα του «αστικού μπλοκ», είναι αυτά που απασχολούν τον πανεπιστημιακό Στέφανο Παλομπαρίνι (Paris VIII) σε άρθρο του που σημεία του παρουσιάζουμε στο artinews.gr:
Μετά την κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μάριο Μόντι -προέδρου της Τριμερούς Επιτροπής, think tank που ίδρυσε ο Ντέιβιντ Ροκφέλλερ, στελέχους της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και σύμβουλος των πολυεθνικών Goldman Sachs και The Coca-Cola Company, ένας ακόμη τεχνοκράτης και στέλεχος της Goldman Sachs, ο Μάριο Ντράγκι έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας, μέχρι πριν από λίγες μέρες.
Ο Ντράγκι, ως συνεπής τεχνοκράτης, όπως ο Μόντι, ισχυρίζεται ότι είναι πάνω από την αριστερά και τη δεξιά και πως φέρνει το φωτισμένο όραμα του ειδικού. Παρόλα αυτά παραμένει σχολαστικά εντός των πλαισίων της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και του νεοφιλελευθερισμού της ΕΕ. Τελικά όμως ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πέτυχε να συγκεντρώσει όλους σχεδόν τους ιταλικούς πολιτικούς σχηματισμούς από την αριστερά έως την άκρα δεξιά.
Το ότι οι ακροδεξιοί υπουργοί είναι στην κυβέρνηση του Μ. Ντράγκι δεν συγκίνησε πολλούς. Αντίθετα ο συνασπισμός παρουσιάζεται ως πρότυπο κοινής λογικής. Κανείς δεν προσβλήθηκε από αυτή την πολύ ιδιαίτερη ιταλική δημοκρατία, όπου οι ψηφοφόροι μπορούν να ψηφίσουν, τον Μάρτιο του 2018, ενάντια στις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τις Βρυξέλλες, και στη συνέχεια, χωρίς καν να τους ζητηθεί ξανά η γνώμη, να βρεθούν τον Φεβρουάριο του 2021 με μια κυβέρνηση που υπερασπίζεται τις ίδιες πολιτικές λιτότητας που ήδη καταψηφίστηκαν…
Τον Αύγουστο 2011, μόλις διορίστηκε Πρόεδρος της ΕΚΤ, ο Ντράγκι στέλνει επιστολή στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όπου σκιαγραφεί μια σειρά από μέτρα που είναι απαραίτητα για να λάβει βοήθεια: περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και τις συντάξεις, απελευθέρωση στον τομέα των υπηρεσιών, αναθεώρηση των κανόνων για τις απολύσεις, μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων.
Παρόλο που η ισορροπία στη Βουλή δεν έχει αλλάξει από τις εκλογές του Μαρτίου 2018, ο Ντράγκι, ο ίδιος ο άνθρωπος που είχε υπογράψει την επιστολή που χρησίμευε ως συντομογραφία για το αστικό μπλοκ το 2011, έλαβε το καθήκον να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο πρώην τραπεζίτης έγινε δεκτός ως συνετός άνθρωπος, όχι μόνο από τα κόμματα που εφαρμόζοντας το πρόγραμμά του ηττήθηκαν στην κάλπη, αλλά και από εκείνα που αντιτέθηκαν και υπερψηφίστηκαν.
Ο Ντράγκι επιδίωκε να ξαναρχίσει τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης. Ως εκ τούτου, επέλεξε ως οικονομικό σύμβουλο τον Francesco Giavazzi, ο οποίος ήταν ήδη μεταξύ των «ειδικών» που είχε επιφορτιστεί από την κυβέρνηση Monti για τον προσδιορισμό των δημοσίων δαπανών που θα περικοπούν. Στην παρθενική του ομιλία στη Γερουσία στις 17 Φεβρουαρίου, είπε ότι θα ανακοινωθούν σύντομα οι μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα συνεπάγεται την ενίσχυση του ανταγωνισμού, «απλοποίηση» στο φορολογικό σύστημα, μείωση των εισφορών, ενίσχυση της διοίκησης και προώθηση της ανάδειξης κέντρων αριστείας στην έρευνα(σ.σ. κι εδώ η αριστεία!).
Μετά τις μεταρρυθμίσεις θα έρχονταν τα χρήματα από την ΕΕ (γύρω στα 82 δις ευρώ) Τα οποία όμως θα πάνε στις εταιρείες και όχι στα νοικοκυριά που φτωχοποιήθηκαν λόγω της ιστορικής πτώσης της παραγωγής. Ο Ντράγκι περιορίστηκε να επικαλεστεί τη συνήθη νεοφιλελεύθερη προοπτική των «ενεργών πολιτικών για την απασχόληση», η οποία θα συνίσταται στην «ενίσχυση της κατάρτισης για τους εργαζόμενους και τους ανέργους». Φρόντισε δε να εξηγήσει ότι η κυβέρνησή του θα είναι υπεύθυνη να διακρίνει, μεταξύ της μάζας των εταιρειών που είναι σε χρεοκοπία και εκείνων που διατηρούν την ανταγωνιστική τους ικανότητα, όντας καινοτόμες.
Έτσι με το πρόσχημα της ενίσχυσης της ψηφιακής και οικολογικής μετάβασης, η κυβέρνηση Ντράγκι προετοιμάζει μια βαθιά μεταρρύθμιση του ιταλικού καπιταλισμού, που θα συνίσταται στην απαλλαγή από την παραγωγική δομή εταιρειών με ανεπαρκώς καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, υπερβολικά προσανατολισμένες στην εσωτερική αγορά ή αναγκασμένες να συναλλάσσονται με συνδικάτα που θεωρούνται υπερβολικά συγκρουσιακά.
Αυτή είναι η στρατηγική που καθοδήγησε την ιταλική πολιτική από το 2011 έως το 2018, η οποία αποδοκιμάστηκε σε μεγάλο βαθμό στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, και που επανέρχονται με τον ίδιο τρόπο από τον Ντράγκι, γεγονός που τον οδήγησε σε σύγκρουση και σε νέες εκλογές. Για να εξηγηθεί αυτή η εξέλιξη, είναι απαραίτητο ένα άλμα τριάντα χρόνια πίσω.
Τέλος της διαίρεσης δεξιά-αριστερά
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Χριστιανοδημοκρατία, ο κεντρώος πυλώνας όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων από το 1948, καταρρέει και εξαφανίζεται, όπως και τα κόμματα που ήταν σύμμαχοί της. Αυτή είναι η συνέπεια, κατά τη γενική άποψη της εποχής, των ερευνών για τη διαφθορά, που υποτίθεται ότι θα παρήγαγαν μια σωτήρια ανανέωση της πολιτικής τάξης. Αυτό που ακολούθησε απέδειξε ότι η κρίση ήταν πολύ βαθύτερη. Αντιστοιχούσε στη ρήξη του κοινωνικού συμβιβασμού, βασισμένου τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην αύξηση του δημόσιου χρέους υπέρ του κοινωνικού κράτους, και στην επιβολή επαχθών κυρώσεων στις μισθωτές τάξεις. Παράλληλα, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο ήταν ο κύριος κομμουνιστικός σχηματισμός στη Δυτική Ευρώπη, εισήλθε σε μια φάση αναθεωρητικού δόγματος. Αυτό θα προκαλέσει μια σειρά αλλαγής ονομάτων και την προσκόλληση στον «τρίτο δρόμο» του κοινωνιολόγου Anthony Giddens.
Η ιστορία που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι αυτή της προσπάθειας να οικοδομηθεί μια δημοκρατία της εναλλαγής, και είναι η ιστορία μιας αποτυχίας. Ο κοινωνικός συνασπισμός που υποστηρίζει τη δεξιά είναι εξαρχής διχασμένος: από τη μια πλευρά, κοινωνικές κατηγορίες που συνδέονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο Βορρά, είναι υπέρ των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και προσχωρούν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενώ από την άλλη βρίσκονται οι λαϊκές και επισφαλείς τάξεις, παρούσες κυρίως στο κέντρο και το νότο της χώρας, που υποφέρουν από τη λιτότητα που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Ο «τρίτος Δρόμος» δίνει προτεραιότητα στις ίσες ευκαιρίες έναντι των ίσων συνθηκών διαβίωσης και βασίζεται στην τυφλή πίστη στα οφέλη της ελεύθερης αγοράς, ενώ η επιθυμία της αριστεράς να ανανεωθεί, ακολουθώντας αυτές τις επιταγές, έχει ως κύριο αποτέλεσμα την αποξένωσή της από την εργατική τάξη. Οι αντιφάσεις που υπονομεύουν τους δύο κοινωνικούς συνασπισμούς αντανακλώνται στην ήττα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων από το 1994 έως το 2011, που συχνά αποδυναμώθηκαν από εσωτερικές διαφωνίες.
Εκείνη την εποχή, η επίγνωση της δυσκολίας διατήρησης ενός διπολικού πολιτικού συστήματος ήταν διάχυτη. Στο Δημοκρατικό Κόμμα, η γραμμή Μπλερ (Γκίντενς) είναι σε μεγάλο βαθμό πλειοψηφική: οι προσδοκίες των εργαζομένων εκλαμβάνονται ως εμπόδιο στον δρόμο προς τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Έτσι, γίνεται σύγκλιση με το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της δεξιάς και ανοίγει ο δρόμος για την εμπειρία του μεγάλου συνασπισμού.
Ο πολιτικός συνασπισμός αντιστοιχεί σε μια στρατηγική που στοχεύει στο σχηματισμό μιας συγκεκριμένης κοινωνικής συμμαχίας, στην οποία οι μεσαίες και ανώτερες τάξεις, που προηγουμένως χωρίζονταν από το χάσμα δεξιά-αριστερά, συγκεντρώνονται για να υποστηρίξουν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις: είναι επίσης ένα πολιτιστικό και ιδεολογικό έργο που στοχεύει στην πλήρη αναδιάρθρωση του πολιτικού χώρου. Ένα έργο που βλέπουμε να λειτουργεί σε πολλές χώρες και του οποίου η επιτυχία έχει ολοκληρωθεί στην Ιταλία, όπου η τοποθέτηση των πολιτικών παραγόντων και οι προσδοκίες του εκλογικού σώματος δεν οργανώνονται πλέον γύρω από την πόλωση αριστερά-δεξιά, αλλά σε έναν χώρο που ορίζεται από τις αντιθέσεις μεταξύ Ευρωπαίων και εθνικιστών, κοσμοπολιτών και ταυτοτικών, «ακροκεντρώων» (εκείνων που είναι υπέρ της συμμόρφωσης στη νεοφιλελεύθερη μετάβαση) και των «λαϊκιστικών»(ταμπέλα που προορίζεται για όλους εκείνους που αντιτάσσονται στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις).
Μια ετερογενής κοινωνική πλειοψηφία
Οι βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2018 που κέρδισαν τα «Πέντε αστέρια» (M5S) και η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά σημάδεψαν τόσο την εκλογική αποτυχία του αστικού μπλοκ όσο και την εδραίωση της ηγεμονίας του, η οποία αντανακλάται στην ικανότητα καθοδήγησης της στρατηγικής των αντιπάλων του.
Ενόψει των εκλογών, η Λέγκα παρουσιάζεται με την (πλασματική) εικόνα ενός κόμματος που είναι κατά του ευρώ και υπέρ του εθνικιστικού, ενώ το M5S αντιτάσσεται στην «κάστα» των εκλεγμένων αξιωματούχων και στις «ελίτ». Kαι τα δύο κόμματα ισχυρίζονται ότι βρίσκονται στον πολιτικό χώρο πέρα από τη δεξιά και την αριστερά όπως ορίζεται από το αστικό μπλοκ (μεγάλο συνασπισμό). Σε έναν από τους πόλους που δομούν αυτόν τον χώρο βρίσκεται μια σχετικά ομοιογενής συμμαχία που θεωρεί τον εαυτό της ανοιχτό, ευρωπαϊστή, προοδευτικό και που θέλει να κρύβει τον κεντρικό ρόλο της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης στο πρόγραμμά της. Αλλά αυτή η συμμαχία είναι μια κοινωνική μειονότητα. Στον άλλο πόλο, υπάρχει μια ετερογενής κοινωνική πλειοψηφία που συγκεντρώνεται με μεταβλητό τρόπο γύρω από την απόρριψη της ελίτ, την εχθρότητα προς το ευρώ ή ακόμα και μια εθνικιστική παρόρμηση που χρωματίζεται από την ξενοφοβία.
Η πρώτη κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε, που έγινε με τη συμμαχία των δύο νικητών του 2018(Πέντε αστέρια-ακροδεξιά Λέγκα), έδειξε πόσο δύσκολο είναι να προσδιοριστεί μια στρατηγική διαμεσολάβησης ικανή να μετατρέψει αυτήν την κοινωνική πλειοψηφία σε ένα συμπαγές μπλοκ. Αλλά η ελάχιστα πιο ένδοξη μοίρα της δεύτερης κυβέρνησης Κόντε (M5S - Δημοκρατικό Κόμμα) δείχνει ότι, με την παρουσία ηγεμονικών σχέσεων εξουσίας που οδηγούν στην άρνηση του διαχωρισμού δεξιά-αριστερά, οι πιθανότητες ανοικοδόμησης της αριστεράς είναι πολύ χλωμή.
Στον χώρο που δομεί η ιδεολογία του αστικού μπλοκ, η μόνη συνεκτική πολιτική στρατηγική είναι αυτή του αστικού μπλοκ, αλλά αυτό το συμπέρασμα έχει περιορισμένη ισχύ. Θα ακολουθήσουν κι άλλες πράξεις και πρωταγωνιστές θα είναι οι τάξεις που θυσιάστηκαν από τις προηγούμενες και μελλοντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σε ποιο ρόλο και με ποιες μορφές; Είναι πολύ νωρίς για να το πούμε, όπως είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε εάν αυτές οι τάξεις θα αναζητήσουν μια νέα δημοκρατική πορεία μετά την απογοήτευση που προκλήθηκε από ένα εκλογικό αποτέλεσμα το οποίο γνώρισαν το 2018 ως μια μεγάλη νίκη και το οποίο κατέληξε στον Ντράγκι.
Το υπόλοιπο της ιστορίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των παραγόντων που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις να φέρουν στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης τις συγκεκριμένες συνέπειές τους όσον αφορά την επισφάλεια της μισθολογικής εργασίας, την έκρηξη των ανισοτήτων, τη μείωση της κοινωνικής προστασίας, την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας του αστικού μπλοκ και η ήττα του περνάει μέσα από αυτό.
https://www.monde-diplomatique.fr/2021/04/PALOMBARINI/63011