Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Εισαγωγική Μελέτη στη «Θεία Κωμωδία»
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 14.09.19 ]Μετάφραση από τα ιταλικά, φιλολογική επιμέλεια: Φοίβος Γκικόπουλος
Σε μια βιβλιοθήκη της Ανατολής, ας φανταστούμε μια παλιά εικονογραφία. Ίσως είναι αραβική και μας λένε ότι απεικονίζονται εκεί τα διηγήματα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Ίσως είναι κινέζικη και περιγράφει ένα μυθιστόρημα με εκατοντάδες ή και χιλιάδες πρόσωπα. Μέσα από τις σύνθετες φόρμες της, κάποια –ένα δένδρο που μοιάζει με αναποδογυρισμένο κώνο, κατακόκκινοι μιναρέδες πίσω από ένα σιδερένιο τείχος- έλκει την προσοχή μας, ύστερα από αυτή περνάμε σε άλλες. Η μέρα φεύγει, το φως λιγοστεύει, και σιγά-σιγά καθώς εισβάλλουμε στην εικόνα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει τίποτε στη γη που να μην βρίσκεται και εκεί. Ό,τι υπήρξε, ό,τι υπάρχει και ό,τι θα υπάρξει, η ιστορία του παρελθόντος και εκείνη του μέλλοντος, τα πράγματα που είχα και εκείνα που θα έχω, το κάθε τι μας περιμένει σ’ αυτό τον ήσυχο λαβύρινθο...
Φαντάστηκα ένα μαγικό έργο, μια εικόνα που είναι κι ένας μικρόκοσμος. Το ποίημα του Δάντη είναι αυτή η εικόνα παγκόσμιας εμβέλειας. Κι όμως πιστεύω πως, αν μπορούσαμε να το διαβάσουμε με αθωότητα (αλλά αυτή η ευτυχία δεν μας είναι επιτρεπτή), το πρώτο πράγμα που θα παρατηρούσαμε δεν θα ήταν ο παγκόσμιος χαρακτήρας του κι ακόμη λιγότερο ό,τι το μεγαλειώδες και υπέροχο περιέχει. Αυτό το μηχανικό και χοντροκομμένο αλφάβητο συμβόλων αποδυναμώνει την αυστηρότητα των λέξεων και φαίνεται να βασίζεται στην αδιαφορία της ατελούς παρατήρησης. Ο Δάντης αποφεύγει αυτό το λάθος. Στο βιβλίο του δεν υπάρχει ούτε μία αδικαιολόγητη λέξη.
Η ακρίβεια την οποία τώρα υπέδειξα δεν είναι ένα ρητορικό τέχνασμα: είναι διαπίστωση της τιμιότητας, της πληρότητας με την οποία έγινε αντιληπτή κάθε στιγμή του ποιήματος. Και το ίδιο μπορούμε να πούμε για τις λεπτομέρειες ψυχολογικής φύσης, τόσο θαυμαστές και ταυτόχρονα τόσο απλές. Μ’ αυτές τις λεπτομέρειες φαίνεται να έχει υφανθεί το ποίημα. Θα αναφέρω μερικές. Οι ψυχές που προορίζονται για την Κόλαση κλαίνε και βρίζουν το Θεό. Μόλις μπουν στη βάρκα του Χάροντα, ο φόβος τους μετατρέπεται σε επιθυμία και ανυπόφορο άγχος («και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι», Κόλαση, 3, 124)[1]. Από τα χείλη του Βιργίλιου ο Δάντης μαθαίνει ότι αυτοί δεν θ’ ανέβουν ποτέ στον Ουρανό. Αμέσως τον αποκαλεί δάσκαλο και κύριο, για ν’ αποδείξει ότι αυτή η ομολογία δεν ελαττώνει την αφοσίωσή του, αλλά γιατί, γνωρίζοντας ότι είναι απολωλός, τον αγαπά περισσότερο («Για πες μου, δάσκαλέ μου, πες μου, αφέντη», Κόλαση, 4, 46). Στη μαύρη θύελλα του δεύτερου κύκλου, ο Δάντης θέλει να γνωρίσει τη ρίζα της αγάπης του Πάολο και της Φραντσέσκα. Η τελευταία αφηγείται ότι αγαπιόντουσαν αλλά δεν το ήξεραν, («μόνοι ήμαστε, χωρίς κακό στο νου μας», Κόλαση, 5, 129) και ότι η αγάπη τους αποκαλύφθηκε από μια τυχαία ανάγνωση. Ο Βιργίλιος αντικρούει τους αλαζόνες, που με μόνη τη λογική αξιώνουν ν’ αγκαλιάσουν τη θεϊκή απεραντοσύνη. Αμέσως σκύβει το κεφάλι και σιωπά, γιατί ένας απ’ αυτούς τους δύσμοιρους είναι και ο ίδιος («Αμυάλωτος που ελπίζει», Καθαρτήριο, 3, 34). Στην τραχιά πλαγιά του Καθαρτήριου η σκιά του Σορντέλλο από τη Μάντοβα ρωτά τη σκιά του Βιργίλιου ποια είναι η πατρίδα του. Ο Βιργίλιος απαντά η Μάντοβα. Τότε ο Σορντέλλο τον διακόπτει και τον αγκαλιάζει («Ω Μαντοβάνε, εγώ ‘μαι ο χωριανός σου / ο Σορδέλλος. Και με μιας αγκαλιαστήκαν», Καθαρτήριο, 6, 74-75). Το σημερινό μυθιστόρημα ακολουθεί με επιδεικτική ευφράδεια τις πνευματικές διαδικασίες. Ο Δάντης αφήνει να διαφανούν σε μία πρόθεση ή μια χειρονομία.
Ο Πωλ Κλωντέλ παρατήρησε ότι τα σενάρια που μας περιμένουν μετά την αγωνία δεν θα είναι προφανώς οι εννέα κύκλοι της Κόλασης, τα μπαλκόνια του Καθαρτήριου ή οι ουρανοί του Παράδεισου. Ο Δάντης, χωρίς αμφιβολία, θα συμφωνούσε μαζί του. Επινόησε την τοπογραφία του θανάτου ως τέχνασμα που απαιτούσε ο σχολαστικισμός και η δομή του ποιήματος.
Η πτολεμαϊκή αστρονομία και η χριστιανική θεολογία περιγράφουν το σύμπαν του Δάντη. Η Γη είναι μία σταθερή σφαίρα. Στο κέντρο του βόρειου ημισφαίριου (που είναι επιτρεπτό στον άνθρωπο) υπάρχει το όρος Σιών, στις ενενήντα μοίρες από αυτό και στα ανατολικά, σβήνει ένα ποτάμι, ο Γάγγης. Σε ενενήντα μοίρες από το βουνό, στα δυτικά, γεννιέται ένα ποτάμι, ο Έβρος. Το νότιο ημισφαίριο είναι υγρό, όχι σταθερό, και είναι απαγορευμένο στους ανθρώπους. Στο κέντρο βρίσκεται ένα βουνό διαμετρικά αντίθετα από τη Σιών, το όρος του Καθαρτήριου. Τα δυο ποτάμια και τα δυο βουνά χαράζουν στη σφαίρα ένα σταυρό. Κάτω από το όρος Σιών, αλλά πολύ μεγαλύτερος από αυτό, ανοίγεται μέχρι το κέντρο της γης ένας αναποδογυρισμένος κώνος, η Κόλαση, που διαιρείται σε φθίνοντες κύκλους, σαν τα σκαλοπάτια ενός αμφιθεάτρου. Οι κύκλοι είναι εννέα και η τοπογραφία τους είναι τραχιά και τρομακτική. Οι πρώτοι πέντε αποτελούν την Άνω Κόλαση, οι τελευταίοι τέσσερις, την Κάτω Κόλαση, που είναι μια πόλη με κόκκινους μιναρέδες, περιφραγμένη από σιδερένια τείχη. Μέσα βρίσκονται τάφοι, πηγάδια, γκρεμοί, έλη και αμμότοποι. Στην κορυφή του κώνου βρίσκεται ο Εωσφόρος, («άγριο σκουλήκι που τρυπάει τον κόσμο», Κόλαση, 24, 108). Μια σχισμή που ανοίχτηκε στο βράχο από τα νερά του ποταμού Λήθη ενώνει τον πυθμένα της Κόλασης με τη βάση του Καθαρτήριου. Αυτό το βουνό είναι ένα νησί και έχει μία πόρτα: στις πλαγιές του ξανοίγονται μπαλκόνια που αντιπροσωπεύουν τα θανάσιμα αμαρτήματα. Στην κορυφή ανθίζει ο κήπος της Εδέμ. Εννέα ομόκεντρες σφαίρες περιστρέφονται γύρω από τη γη. Οι επτά πρώτες είναι οι πλανητικοί ουρανοί (οι ουρανοί της Σελήνης, του Ερμή, της Αφροδίτης, του Ήλιου, του Άρη, του Δία, του Κρόνου), ο όγδοος ο ουρανός των σταθερών αστέρων, ο ένατος ο κρυστάλλινος ουρανός, που ονομάζεται και Πρώτος Κινητός. Αυτά περιβάλλονται από τον Παράδεισο, όπου αναπτύσσεται, ασύγκριτο, το Ρόδο των Δικαίων γύρω από ένα σημείο, που είναι ο Θεός. Φυσικά, οι περιστροφές του Ρόδου είναι εννέα... Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η απεικόνιση του δαντικού κόσμου που, όπως θα παρατήρησε ο αναγνώστης, υπόκειται στο κύρος του ένα, του τρία και του κύκλου. Ο Δημιουργός, ή Πλάστης, του Τιμαίου, βιβλίο που αναφέρει ο Δάντης (Συμπόσιο, 3, 5 και «Για τις ψυχές ο Τίμαιος ό,τι ορίζει», Παράδεισος, 4, 49), θεωρούσε την περιστροφή την τέλεια κίνηση, και τη σφαίρα το τέλειο σώμα. Αυτό το δόγμα, που ο Δημιουργός του Πλάτωνα συμμερίζεται με τον Ξενοφώντα και τον Παρμενίδη, ορίζει τη γεωγραφία των τριών κόσμων που διέτρεξε ο Δάντης.
Οι εννέα περιστρεφόμενοι κύκλοι και το υδάτινο νότιο ημισφαίριο, μ’ ένα βουνό στο κέντρο, αντιστοιχούν ως γνωστόν σε μια πεπαλαιωμένη κοσμολογία. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτό το επίθετο μπορεί να εφαρμοστεί επίσης και στην υπερφυσική οικονομία του ποιήματος. Οι εννέα κύκλοι της Κόλασης δεν είναι λιγότερο εφήμεροι και ανυπεράσπιστοι από τους εννέα κύκλους του Πτολεμαίου, και το Καθαρτήριο είναι εξωπραγματικό όπως το βουνό πάνω στο οποίο το τοποθετεί ο Δάντης. Σ’ αυτές τις αντιρρήσεις μπορούν να αντιπαρατεθούν διάφορες θεωρήσεις: η πρώτη είναι ότι ο Δάντης δεν είχε την πρόθεση να καθορίσει την αληθινή ή αληθοφανή τοπογραφία του άλλου κόσμου. Το παραδέχτηκε κι ο ίδιος. Στην περίφημη Επιστολή στον Κανγκράντε, που συνέταξε στα λατινικά, έγραψε ότι το αντικείμενο της Κωμωδίας είναι, κυριολεκτικά, η κατάσταση των ψυχών μετά το θάνατο και, αλληγορικά, ο άνθρωπος που, με την αξία του ή όχι, γίνεται πιστωτής της θείας τιμωρίας ή επιβράβευσης. Ο Γιάκοπο Αλιγκιέρι, γιος του ποιητή, ανέπτυξε αυτή την ιδέα. Στον πρόλογο στα σχόλιά του διαβάζουμε ότι η Κωμωδία θέλει να δείξει κάτω από το αλληγορικό χρώμα τους τρεις τρόπους ύπαρξης της ανθρωπότητας και ότι στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας εξετάζει το αμάρτημα, ονομάζοντάς το Κόλαση, στο δεύτερο, το πέρασμα από το αμάρτημα στην αρετή, ονομάζοντάς το Καθαρτήριο, στο τρίτο, την κατάσταση των τέλειων ανθρώπων, ονομάζοντάς το Παράδεισο. Κατά τον ίδιο τρόπο προσέγγισαν και άλλοι παλαιοί σχολιαστές, για παράδειγμα ο Γιάκοπο ντέλλα Λάνα, που εξηγεί: «Θεωρώντας ο ποιητής ότι η ανθρώπινη ζωή μπορεί να βρίσκεται υπό τρεις συνθήκες, που είναι η ζωή των αμαρτωλών, η ζωή των μετανοούντων και η ζωή των αγαθών, διαίρεσε το βιβλίο του σε τρία μέρη, που είναι η Κόλαση, το Καθαρτήριο και ο Παράδεισος»
Άλλη μαρτυρία άξια προσοχής είναι αυτή του Φραντσέσκο ντα Μπούτι, που σχολίασε την Κωμωδία κατά τα τέλη του 14ου αιώνα και υιοθετεί τα λόγια της Επιστολής: «το αντικείμενο για το οποίο μιλάει ο συγγραφέας είναι κυριολεκτικά η κατάσταση των ψυχών μετά το χωρισμό τους από το σώμα, και αλληγορικά, δηλαδή ηθικά, είναι η επιβράβευση ή η τιμωρία στην οποία υπόκειται ο άνθρωπος ζώντας σ’ αυτή τη ζωή με ελεύθερη βούληση».
Ο Ουγκώ, στο Έτσι μίλησε το στόμα της σκιάς, γράφει ότι το φάντασμα που στην Κόλαση παίρνει για τον Κάιν τη μορφή του Άβελ είναι το ίδιο που αναγνωρίζει ο Νέρωνας σαν την Αγριππίνα.
Πολύ πιο σοβαρή από την κατηγορία για πεπαλαιωμένη είναι εκείνη για σκληρότητα. Ο Νίτσε στο Λυκόφως των ειδώλων (1888), υιοθέτησε αυτή την κρίση στο επίγραμμα που ορίζει τον Δάντη: «την ύαινα που κάνει ποίηση μέσα στους τάφους». Ο ορισμός, όπως βλέπουμε, είναι λιγότερο πνευματώδης παρά στομφώδης. Χρωστάει τη φήμη του, την υπερβολική φήμη του, στο γεγονός ότι διατυπώνει με τρόπο προσβλητικό και βίαιο μια διαδεδομένη άποψη. Ο καλύτερος τρόπος για να την αντικρούσουμε είναι να ερευνήσουμε τους λόγους αυτής της άποψης.
Ένας άλλος λόγος, τεχνικής φύσης, εξηγεί τη σκληρότητα και την ωμότητα για την οποία κατηγορήθηκε ο Δάντης. Η πανθεϊστική άποψη ενός Θεού που είναι και το σύμπαν, ενός Θεού που είναι καθένα από τα πλάσματά του και το πεπρωμένο αυτών των πλασμάτων, ίσως είναι αιρετική και λαθεμένη αν την εφαρμόσουμε στην πραγματικότητα, αλλά είναι αδιαμφισβήτητη αν την εφαρμόσουμε στον ποιητή και στο έργο του. Ο ποιητής είναι ο καθένας από τους ανθρώπους του πλασματικού του κόσμου, είναι η κάθε πνοή και η κάθε λεπτομέρεια. Ένα από τα καθήκοντά του, κι όχι το πιο εύκολο, είναι να αποκρύψει ή να εξαφανίσει αυτή την καθολική παρουσία. Το πρόβλημα στην περίπτωση του Δάντη ήταν εξαιρετικά δύσκολο, γιατί ήταν υποχρεωμένος από τον ίδιο το χαρακτήρα του ποιήματός του να κατακυρώσει τη δόξα ή την απώλεια χωρίς να αντιληφθούν οι αναγνώστες ότι η Δικαιοσύνη που εξέδιδε τις αποφάσεις ήταν, τελικά, αυτός ο ίδιος. Για να φτάσει σ’ αυτόν το σκοπό, ενσωματώθηκε στην Κωμωδία σαν ένας από τους πρωταγωνιστές της, και με τέτοιο τρόπο ώστε οι αντιδράσεις του να μην ταυτίζονται, ή να ταυτίζονται σπάνια –όπως στην περίπτωση του Φιλίππο Αρτζέντι ή του Ιούδα- με τις θείες αποφάσεις.
Σημείωση 1
Ανάμεσα στα τελευταία έργα που σχεδίαζε ο Μπόρχες και δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε, τα Εννέα δοκίμια για τον Δάντη, κυκλοφόρησαν στη Μαδρίτη στις 18 Μαϊου 1982 στη σειρά «Selecciones Austral» του εκδοτικού οίκου Espasa Calpe. Ο τόμος, μικρού σχήματος, συνοδεύεται από δώδεκα εικονογραφίες της Θείας Κωμωδίας του Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, συγγραφέα πολύ αγαπητού στον Μπόρχες, και από δύο εισαγωγικά δοκίμια των Μάρκος Ρικάρντο Μπαρνατάν και Μανουέλ Άρτσε.
Όπως σχεδόν σε όλα τα βιβλία του Μπόρχες, Εννέα δοκίμια για τον Δάντη περιέχουν κείμενα που έχουν ήδη δημοσιευθεί, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η συλλογή τους έγινε με ιδιαίτερη καθυστέρηση. Οκτώ από τα δέκα κείμενα που το αποτελούν γράφτηκαν πράγματι, κατά μέσο όρο, πριν από τριάντα χρόνια, ενώ είναι αδύνατον να βεβαιωθούμε (ο τόμος δεν έχει τη συνήθη παρουσίαση του συγγραφέα) αν και κατά πόσο θα δημοσιευθούν τα άλλα δύο δοκίμια (Καθαρτήριο, 1, 13 και Το τελευταίο χαμόγελο της Βεατρίκης), ανέκδοτα τη στιγμή της κυκλοφορίας του βιβλίου.
Το 1949 ο εκδότης Jakson του Μπουένος Άιρες ζήτησε από τον Μπόρχες να γράψει ένα εισαγωγικό δοκίμιο για την έκδοση της Θείας Κωμωδίας σε μετάφραση του Καϊετάνο Ροσσέλ και σχόλια του Ναρτσίσο Μπρούτσι Κόστας. Ο Μπόρχες έγραψε μία Εισαγωγική μελέτη είκοσι περίπου σελίδων, χωρισμένη σε εννέα μέρη σχετικά με την ημερομηνία σύνθεσης του ποιήματος, τον τίτλο, την τοπογραφία των υπερκόσμιων βασιλείων, τη χρονολογία του ταξιδιού του Δάντη, το συμβολισμό του έργου, τις καλύτερες εκδόσεις και, στα τελευταία τρία, τα ειδικά επεισόδια της Κωμωδίας: το «τρελό ταξίδι» του Οδυσσέα, το θάνατο του Ουγκολίνο, και τη συνάντηση, στον Παράδεισο, του Δάντη με τη Βεατρίκη. Αυτά τα τελευταία κομμάτια είναι τα πιο ενδιαφέροντα του δοκιμίου, που έχει έναν πληροφοριακό χαρακτήρα. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν ανήκουν στην γένεση της Εισαγωγικής μελέτης αλλά είναι προγενέστερα και αυτόνομα: και τα τρία, πράγματι, είχαν δημοσιευθεί, ανάμεσα στον Μάιο και τον Οκτώβριο του προηγούμενου χρόνου, στις σελίδες της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας του Μπουένος Άιρες «La Naciòn».
Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αντιστοιχεί σε μέρος της Εισαγωγικής μελέτης στην έκδοση της Θείας Κωμωδίας («Classicos Jakson», W.M. Jakson Inc. Ed.,
Σημείωση 2
Για τον Δάντη, όπως και για πολλούς άλλους συγγραφείς, ο Μπόρχες αποδείχθηκε ικανός να μας πει αυτά που αλλού δεν θα μπορούσαμε να βρούμε, αλλά κυρίως να μας τα πει ξεκινώντας από θέσεις και οπτικές γωνίες προσιτές μόνο σ’ αυτόν. Προσανατολισμένη προς ένα είδος «αθωότητας», η ανάγνωσή του της Κωμωδίας («το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε από άνθρωπο») κινείται πράγματι ανάμεσα σε λεπτομέρειες, εντυπώσεις, ερεθίσματα της φαντασίας για να προτείνει, με πολλαπλές λογοτεχνικές αναφορές, υποθέσεις συχνά εκκεντρικές κι ένα βλέμμα μοναδικό και προσωπικό. Σ’ αυτές τις σελίδες, άξιες των καλύτερων δοκιμίων από τις Άλλες διερευνήσεις (1952), ο Μπόρχες διαβλέπει στο τελευταίο ταξίδι του Οδυσσέα «τη διαδικασία μιας απόκρυφης και περίπλοκης αυτοκτονίας» όμοια μ’ εκείνη του καπετάνιου Αχάμπ στο Μόμπυ Ντικ. Ανακαλύπτει στην Εκκλησιαστική ιστορία της Αγγλίας του Μπέντα του Ενάρετου οράματα προφητικά της Κωμωδίας, και στον απαστράπτοντα Αετό του δέκατου όγδοου τραγουδιού του Παράδεισου, συγγένειες με το περσικό Σιμούργκ. Στοχάζεται την αντιφατική ευσπλαχνία για τη Φραντσέσκα, και την εξηγεί ανακαλώντας τον Ρασκόλνικοφ από το Έγκλημα και τιμωρία και τον μεγάλο και άτυχο έρωτα για τη Βεατρίκη, θέμα στο οποίο αναγνωρίζει την αληθινή γένεση του έργου. «Μετά το θάνατο της Βεατρίκης, όταν η Βεατρίκη χάθηκε για πάντα, ο Δάντης έπαιξε με την επινόηση της επανάκτησης, για να μετριάσει τη θλίψη του. Προσωπικά πιστεύω ότι κατασκεύασε το τριπλό αρχιτεκτόνημα του ποιήματός του για να εισάγει αυτή τη συνάντηση».
Ακριβώς αυτή η ανάγνωση του Μπόρχες ανοίγει απρόβλεπτα παράθυρα σ’ ένα κείμενο για το οποίο όλοι νομίζαμε ότι ξέραμε τα πάντα και μας αποκαλύπτει πτυχές που ούτε οι ειδικοί είχαν εντοπίσει.
Το γεγονός είναι ότι ο Μπόρχες διαβάζει την ποίηση του Δάντη σαν να την ξανάγραφε ο ίδιος, κάθε απόχρωση του δαντικού κειμένου έχει, για τον συγγραφέα του Το Άλεφ (1945), μια ανεξερεύνητη ως τώρα φόρτιση αντήχησης. Το παιχνίδι με τους καθρέφτες, στο οποίο ο Μπόρχες είναι δεξιοτέχνης, διαθλάται στο παιχνίδι με τα τρίστιχα που στέλνουν το ένα στο άλλο ένα εκτυφλωτικό φως: του Μπόρχες βέβαια, αλλά που προκάλεσε ο Δάντης.
[1] Για τα εδάφια της Θείας Κωμωδίας που αναφέρονται στο κείμενο, ακολουθήσαμε πιστά τη γνωστή μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1962.