Θα 'ρθουν όλοι σήμερα ...

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 18.09.21 ]

Προσκυνώ τη μάνα.

Μάγδα Φύσσα

Δεν ήταν νύχτα αυτή, νυχτέρι ήταν των σκιών. Τη μάνα μου είδα ξημερώματα, κρατούσε το χέρι μου, σταμάτα να κλαις μου είπε, δεν χάνονται οι μάνες, δες τη Μάγδα πως στέκεται. Άνοιξε την αυλόπορτα και μπήκαν όλοι, πού χώρεσαν όλοι μαζί; Κι έρχονταν, κι έρχονταν αποθαμένοι και ζωντανοί. Μιλούσαν πολλές γλώσσες, μια Βαβέλ η αυλή μας. Κι όμως συνεννοούνταν. Και γω να απορώ, πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί μες στο δικό μας σπίτι, πώς βρέθηκα σ΄ αυτή τη μάζωξη;

Κέρνα μου είπε η μάνα μου, τι κάθεσαι σαν ξύλο, τι σου 'μαθα, πού 'ναι οι τρόποι σου;

Μα τι κέρασμα να βρω, μιλιούνια έρχονταν, σαν ν' άνοιγαν τα βιβλία του κόσμου κι οι λέξεις γίνονταν πρόσωπα, κορμιά, γλώσσες, βλέμματα. Σαν να έβγαιναν από τα κάδρα ασπρόμαυρες μορφές και γίνονταν περπατησιές απάνω στο χορτάρι μας.

Γυναίκες, άντρες, παιδιά, όλοι με μια πληγή στο σώμα. Δες τους μου είπε, ήρθαν όλοι, οι βασανισμένοι, οι σκοτωμένοι, αυτοί που μίλησαν κι αυτοί που σώπασαν, αυτοί που βρήκαν αγκαλιά κι αυτοί που ρίχτηκαν σαν το σκυλί στ' αμπέλι, αυτοί που σήκωσαν σταυρό κι αυτοί που τους θρηνούνε, αυτοί που την πέτρα μόνοι κουβάλησαν δεμένη στο λαιμό τους κι αυτοί που συνεχίζουν να μιλούν ξεφράζοντας τις όχθες.

Τι νόμιζες αλήθεια πως είναι εικόνες μόνο στα βιβλία σου; Κανείς δεν έφυγε, όλοι εδώ είναι. 'Υστερα έβγαλε το μαντηλάκι της, το κρυμμένο στο μανίκι της λιωμένης ζακέτας κι άρχισε να σκουπίζει τις στάλες που έτρεχαν στο μάγουλο.

Σταμάτα να κλαις, μου είπε, χάνονται οι μάνες; Δεν χάνονται, δες τη Μάγδα πως στέκεται ολόρθη, πού είναι οι τρόποι σου;

Άρχισε να κερνάς, θα 'ρθουν όλοι σήμερα.

*Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Γλυφό νερό" Εκδ. Ενύπνιο, 2021