Οι λέξεις και ο Μπωντλαίρ
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 17.02.20 ]Οι λέξεις απαρτίζονται από μία ύλη, η οποία μπορεί να προκαλέσει σπινθήρες και να κινητοποιήσει τα αδρανή πνεύματα και τις απαθείς ψυχές. Η ποιητική γλώσσα πολύ περισσότερο μπορεί να λειτουργήσει ως αντιεντροπική δύναμη, που θα ανατρέψει την ισχύουσα συμβολική τάξη και θα επαναφέρει την αρμονία, δημιουργώντας μια νέα κοινωνικότητα, μία νέα συλλογικότητα, αυτές που θάλλουν στις οπωροφόρες λέξεις και στην ποιητικότητα των δρόμων, όπου κατοικούν εξόριστοι οι νέοι και ο νέος λόγος.
Τα γράφω αυτά γιατί ναι, χρειαζόμαστε «κουράγιο», χρειαζόμαστε ελπίδα. Γιατί η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ουρλιάζει κανείς βουβά. Γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο για τους «χορτάτους», είναι και για τους πεινασμένους και τους ανήμπορους, τους αδικημένους, τους μετανάστες, τους απόκληρους, τους κολασμένους. Γι’ αυτό έχει σημασία για ποιους γράφει και ποιους εκφράζει κάποιος. «Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, έλεγε ο μακαρίτης Έντουαρντ Σαΐντ είναι γιατί τόσο λίγοι «μεγάλοι» καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους», όπως είναι η αποικιοκρατία και η κοινωνική αδικία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο κόσμος του πολιτισμού χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης.
Έχει σημασία, λοιπόν, για ποιον και γιατί γράφουμε. Γιατί αυτοί που κατέχουν τις λέξεις, δηλαδή την πνευματική εξουσία, επιβάλλουν και τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, μας υποβάλλουν τον τρόπο που αγαπάμε, που μισούμε, που σκεφτόμαστε και ονειρευόμαστε. Αυτός που κατέχει την εξουσία των λέξεων κατέχει όχι μόνο την πολιτική ηγεμονία αλλά και την ηγεμονία των αισθημάτων. Γι’ αυτό η σημερινή λογοτεχνία δεν περνάει ούτε από τη σκέψη ούτε από τη μνήμη ούτε από την καρδιά, είναι απλώς μια λογοτεχνία του εφησυχασμού, της διατήρησης του status quo. Η λογο-τεχνία στις μέρες μας είναι τεχνο-λογία, μία από τις τεχνολογίες της εξουσίας. Στην καλύτερη και πιο απαιτητική περίπτωση περιορίζεται σε μια στείρα λογοτεχνικότητα που τσιμπολογάει οκνηρά από μικρο-εγώ σε μικρο-εγώ, από μικρόκοσμο σε μικρόκοσμο, χάνοντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, δηλαδή την ανθρωπιά.
Και για να το θέσουμε διαφορετικά, στη νεωτερική Ευρώπη το Εγώ αντιστοιχεί στην «ποίηση» και το Εμείς στο «έλεος». «Ποίηση και Έλεος. Ποίηση: απόλαυση προσωπική, σπάνια, μυστική. Έλεος: εγκατάλειψη του εγώ σε όλους τους άλλους υποφέροντες...», αυτά τα δύο σε κανέναν μεγάλο ποιητή δεν πάνε χώρια επισημαίνει ο Σαρλ Μπωντλαίρ.
Ο Μπωντλαίρ γεννήθηκε το 1821!
Γι’ αυτόν που η εφημερίδα Le Figaro της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής με αφορμή τα Άνθη του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κ. Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα — για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα». Αλλά ακριβώς αυτή η συνύφανση της ομορφιάς και της ασχήμιας της κακίας, της βίας της οδύνης με τη βία της ηδονής, έκανε μεγάλη την ποίηση του Μπωντλαίρ.
Ο Μπωντλαίρ από τον οποίο κρατώ τον ορισμό για το Ωραίο, ότι δηλαδή αυτό απαρτίζεται από ένα διαχρονικό στοιχείο, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, και ένα συγχρονικό, όπως οι σημερινές συνήθειες! Και ότι χωρίς το περιτύλιγμα από τις δεύτερες το πρώτο θα ήταν σκληρό και απάνθρωπο.
Ο Μπωντλαίρ που έγραψε: «Για να μη γίνετε οι μαρτυρικοί σκλάβοι του Χρόνου/μεθύστε/… Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας αρέσει»!