Η παράδοση και το πνεύμα της εποχής
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 09.01.19 ]
Τι μας διδάσκει η παράδοση και γιατί είναι τόσο σημαντική; Δεν μας διδάσκει μόνο ότι είμαστε η συνέχιση του παρελθόντος που ιστορικά μας ανήκει, αλλά και ότι το παρελθόν διαρκώς ανανεώνεται στο παρόν και στην ιδέα μας για το μέλλον. Έτσι η παράδοση δεν είναι κάτι το ακίνητο και ορισμένο, αλλά βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση και ταυτίζεται με την ύπαρξή μας.
Για να καταλάβουμε καλά αυτή τη συγχρονία παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, πρέπει να σκεφτούμε ότι η παράδοση είναι όπως ένα δέντρο: οι ρίζες βρίσκονται βαθιά στο μακρινό και προ-ιστορικό παρελθόν, ο κορμός είναι ολόκληρη η ιστορία αυτού του παρελθόντος, τα κλαδιά, τα τελευταία κλαδιά είμαστε εμείς, και μπορούμε να ανθίσουμε, δηλαδή να παράγουμε κάτι το καινούριο και δημιουργικό που πριν δεν υπήρχε μόνο αν κάποια δύναμη από εκείνες τις μακρινές ρίζες που καταβυθίζονται στο παρελθόν του γένους μας, διατρέχοντας τον κορμό και όλες τις διακλαδώσεις του δέντρου, φτάνοντας μέχρι τα τελευταία κλαδάκια που τεντώνονται στον ουρανό του μέλλοντος: ως εκείνα τα κλαδάκια που είμαστε εμείς.
Έτσι ολόκληρη η δυτική λογοτεχνία μετά τον Όμηρο, έχει μια ταυτόχρονη ύπαρξη και δημιουργεί μια ταυτόχρονη τάξη. Αυτή η έννοια του ταυτόχρονου είναι η ιστορική αίσθηση, που είναι μαζί η αίσθηση του άχρονου και του χρονικού. Για παράδειγμα ο Όμηρος είναι χωρίς χρόνο γιατί σήμερα τον διαβάζουμε και μας μιλά ακόμη με την αιώνια γλώσσα της ποίησής του∙ και είναι χρονικός όχι μόνο γιατί είναι δεμένος με τον καιρό του και με την επική φόρμα του καιρού του, με μια αντίληψη του κόσμου και των ανθρώπινων παθών της εποχής του, αλλά και γιατί κάθε φορά που τον διαβάζουμε καθορίζουμε μια σχέση ανάμεσα στον καιρό του και τον δικό μας, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτόν, και μ’ αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε στο να τον αναδημιουργούμε μέσα από την κουλτούρα μας και τις ευαισθησίες μας. Έτσι, κάθε φορά που διαβάζουμε έναν ποιητή του παρελθόντος, το παρελθόν ανανεώνεται από το παρόν, δηλαδή ανανεώνεται σε μας, και το παρόν υποστηρίζεται από το παρελθόν.
Υπήρξε ένας μεγάλος γάλλος γλωσσολόγος, ο Ντε Σωσσύρ, για να ορίσει τη διαφορά ανάμεσα στη langue και την parole. Η langue είναι η γλώσσα που μας μεταδίδει (κληρονομικά) η παράδοση, μαζί με όλα τα νοήματα που φέρει, για τα οποία μπορεί να έχουμε επίγνωση ή όχι. Η parole αντίθετα είναι η πρωταρχική γλώσσα του ποιητή, που εμπλουτίζει τη langue με μία νέα έννοια, μοναδική, που ακριβώς φέρνει εκείνος ο ποιητής ικανός να επινοήσει, ανάμεσα σε όλες τις προηγούμενες έννοιες του ίδιου ακριβώς όρου, μια νέα σε ένα νέο περιβάλλον. Με ποιο τρόπο μπορούμε να ανακαλύψουμε την καινούρια έννοια της ίδιας λέξης; Αυτό ακριβώς είναι το μέρος που αποτελεί τη «δημιουργικότητα» ενός καλλιτέχνη. Αυτή η δημιουργικότητα είναι ένας ιδιαίτερος συνδυασμός παράδοσης και προσωπικού ταλέντου.
Τι ακριβώς συμβαίνει όταν κάτι το καινούριο βγαίνει από αυτόν τον εξαιρετικό συνδυασμό; Γεννιέται κάτι που πριν δεν υπήρχε: γεννιέται, για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, η ποίηση, η μουσικότητα, η ιδιαίτερη γλώσσα, η ιδέα της ομορφιάς, της φόρμας, της αγάπης που κάθε ποιητής μας προσφέρει, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αυτό το καινούριο, είναι μια πινελιά που προστίθεται στον πίνακα της παράδοσης. Αν η παράδοση –όλη η παράδοση- ήταν σαν ένας πίνακας στα μάτια του ποιητή, ο ποιητής προσθέτοντας σ’ αυτόν τον πίνακα την πινελιά του (δηλαδή την δική του parole), όχι μόνο την αλλάζει στο σημείο που την αγγίζει, αλλά αλλάζει όλο το σύνολο του πίνακα, τη συνολική εντύπωση του πίνακα, έτσι ώστε μετά την πινελιά του η αίσθηση που δημιουργεί ο πίνακας είναι, κατά κάποιο τρόπο, αλλαγμένη. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι κάθε καλλιτέχνης ικανός να πει έναν καινούριο λόγο σε μια καινούρια γλώσσα, δεν είναι μόνο καινούριος για τον εαυτό του, αλλά ανανεώνει και αλλάζει ολόκληρη την προηγούμενη παράδοση.
Αυτό αρκεί για να καταλάβουμε πόσο σπάνια μπορεί να είναι η γέννηση ενός καινοτόμου και πόσο πολύπλοκη μπορεί να είναι η συνάντηση ανάμεσα στην παράδοση και το ταλέντο. Τώρα βέβαια θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε γιατί η λογοτεχνία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του εαυτού της, και όχι σε μια πολιτική ή σε μια ιδεολογία, όχι στην υπηρεσία του βασιλιά ούτε στην υπηρεσία του λαού, κι ούτε στην υπηρεσία των εκπροσώπων της.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι η λογοτεχνία, ικανοποιημένη από την αυτονομία της, πρέπει να κλειστεί στα τείχη του κάστρου όπου μόνο λίγες και προνομιούχες ψυχές μπορούν να γίνονται δεκτές; Όχι βέβαια. Σημαίνει αντίθετα ότι η λογοτεχνία οφείλει να προσφέρει μια συνεχή μαρτυρία της αλήθειας. Ποιας αλήθειας; Η λογοτεχνία πρέπει να μαρτυρεί μόνο την αλήθεια του καιρού μας, εκείνη που μας δείχνει μια εικόνα του καιρού που ζούμε, δεν έχει σημασία αν είναι μια αποσπασματική εικόνα. Αλλά η αλήθεια του καιρού μας δεν είναι κάτι το προφανές, όπως οι ειδήσεις στις εφημερίδες; Δεν κυλά όπως ένα υπόγειο ποτάμι κάτω από τις ψευδαισθήσεις του παρόντος; Η ιστορία λοιπόν της λογοτεχνίας είναι η ιστορία της συνεχούς αναζήτησης της αλήθειας (κρυμμένης και αόρατης) του καιρού της, μέσα από μια δυναμική και ανθεκτική γλώσσα για να μιλήσει και επικοινωνήσει καθημερινά με τους άλλους. Αυτή η δύναμη της γλώσσας, αυτή η ικανότητα να υπάρχει και να διαρκεί, είναι η ομορφιά, η ποιότητα, ενός έργου. Θα έλεγα μάλιστα ότι η ομορφιά ενός έργου είναι η ανεπανάληπτη φόρμα που εκείνο το έργο απέκτησε στη μοναχική αναζήτηση της αλήθειας του καιρού του.
Όταν έλεγα ότι δεν είναι εύκολο να συλλάβεις την αλήθεια του καιρού σου, ξέχασα να συμπληρώσω ότι αυτή η αλήθεια διαρκώς χειραγωγείται. Από την Εξουσία, από τις Ιδεολογίες, από τις Μόδες, από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Όλες αυτές οι χειραγωγήσεις, για διαφορετικούς λόγους, προσπαθούν να δώσουν εκείνη την εκδοχή της αλήθειας του καιρού που τους συμφέρει. Αυτή η διαρκής παραμόρφωση της αλήθειας προστίθεται στο προπέτασμα των φαινομενικών ψευδαισθήσεων που πάντα μας προξενεί αμηχανία όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς πραγματικά πάνε τα πράγματα. Έτσι δεν παραμορφώνονται μόνο τα γεγονότα που συμβαίνουν, δίνοντάς τους αλλοιωμένες εκδοχές, αλλά και οι λέξεις, η δομή των φράσεων, επινοούνται αλλοιωμένες γλώσσες, αλλοιώνονται οι τρόποι που αξιολογούμε τα πράγματα, ο τρόπος που εκφραζόμαστε, οι ιδέες μας, τα γούστα μας. Αρκεί να σκεφτούμε τη γλώσσα των ιδεολογιών, που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες, τη γλώσσα της γραφειοκρατίας, των πολιτικών, της τηλεόρασης, της διαφήμισης, για να κατανοήσουμε πόσο είναι σημαντικό για έναν συγγραφέα να υπερασπιστεί τη γλώσσα και να αντισταθεί σε όλα αυτά για να ανακαλύψει τη φωνή του, και μ’ αυτή να δώσει τη μαρτυρία του καιρού του. Σ’ αυτή την προσπάθεια για μια μη αλλοιωμένη γλώσσα και ικανή να καταμαρτυρήσει το πνεύμα της εποχής, βρίσκεται το πραγματικό νόημα της λογοτεχνίας, η ευγένειά της, η πρωταρχική της λειτουργία, ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής της.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ