Η μόλυνση του φαντασιακού

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 26.05.18 ]

                Το φαντασιακό, όπως ακριβώς και το περιβάλλον, μολύνεται, έχει ήδη μολυνθεί, από μια υπερβολική παραγωγή, και δεν υπάρχει ικανό φίλτρο για να το καθαρίσει. Κάποτε αυτό το φίλτρο ήταν η κουλτούρα που μαζί με το προσωπικό ταλέντο και έχοντας στη διάθεσή του μια σκάλα αξιών, έκανε μια επιλογή ανάμεσα στις πληροφορίες και τις παραστάσεις που αποδεχόταν κι εκείνες που απέρριπτε. Σήμερα όμως, ενώ η μάζα των πληροφοριών και των παραστάσεων αυξήθηκε υπέρμετρα, το φίλτρο βούλωσε επικίνδυνα. Από αυτό το σημείο η έξαρση της γνώσης που παράγει τη μη-γνώση ή μια αδιάφορη γνώση, εκείνη τη χιονοστιβάδα εικόνων που δημιουργεί το κενό της φαντασίας, εκείνον τον πληθωρισμό από λέξεις που παράγει την υποτίμηση της κάθε λέξης.

                Ο τρόπος που παρουσιάζονται οι θεωρήσεις και οι απόψεις γύρω από την πολιτική, τη λογοτεχνία ή οποιοδήποτε άλλο πεδίο γνώσης έγινε εξαιρετικά σύνθετος, επιτηδευμένος, ξεθωριασμένος. Δεν υπάρχει χρονογράφος έστω και κάπως ειδικευμένος στη διαδικασία πολιτισμικού εκθειασμού του αντικειμένου του, που δεν ξέρει να εκπλήσσει με τις λεκτικές και ιδεολογικές ακροβασίες, μ’ ένα ζευγάρι καλά τοποθετημένων επιθέτων, με καλή δόση ειρωνείας στο σωστό σημείο, την υπολογισμένη απόσταση, το εντυπωσιακό κλείσιμο. Κι όμως, μετά την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, εκείνο που μένει από αυτά που μόλις διαβάσαμε γρήγορα εξαφανίζεται, εξαερώνεται, φαίνεται να μην αφήνει ίχνη πίσω του, εκτός, το πολύ, από μια εκδήλωση δεξιοτεχνίας. Και γιατί όλα αυτά;

                Πιστεύω ότι η απογοήτευση προέρχεται από αυτή την ακραία διαθεσιμότητα μιας κουλτούρας που εννοείται ως πολιτισμική νομιμοποίηση των πάντων, σε όρους αισθητικούς, ιδεολογικούς, φιλοσοφικούς κλπ. Και από την αίσθηση ότι «παρακολουθούμε μια αναπαραγωγή από ιδέες, εικόνες, σημεία που βρίσκονται τώρα πια πίσω μας και που επιβάλλεται να επαναλαμβάνουμε σε ένα είδος μοιραίας αδιαφορίας» (Μποντριγιάρ).

                Είμαστε όλοι σε μια αντανάκλαση, ζούμε τον πολιτισμό της αντανάκλασης. Ακόμη και οι λέξεις μας δέχονται αυτή τη συνέπεια της αντανάκλασης. Αντανακλούν τον Μαρξ και αντανακλούν τον Φρόιντ λέξεις όπως προσπάθεια, αλλοτρίωση, αποξένωση∙ και μετά κενό, τίποτε, παραλογισμός. Η διόγκωση του κοινωνικού και του υποκειμενικού τις έκαναν ύποπτες. Αλλά μετά το μισό του 20ου αιώνα, με την έλευση των ανθρωπολογικών και κοινωνικών επιστημώνκαι τον υπέρμετρο πολλαπλασιασμό των δυνατών προσεγγίσεων της πραγματικότητας, εγκαθιδρύεται μια δύναμη πολύπλοκη, απρόσιτη και φυγόκεντρη, και λέξεις όπως έλλειψη, επιθυμία κλπ. αποκτούν πολλές αμυχές και λόγιους υπαινιγμούς. Και όταν η γλώσσα των Μέσων κατακτά αυτόν τον ερμηνευτικό πλουραλισμό υποβαθμίζοντάς τον, η αντανάκλαση γίνεται σύγχυση, γίνεται ένα διαρκές κουτσομπολιό που πάντα ανανεώνεται γύρω από τις λέξεις του συρμού. Ύστερα, και όχι τυχαία, τα ίδια χρόνια γιγαντώνεται η τηλεόραση.

                Στην ασημαντότητα που παράγουν τα Μέσα πρέπει να προσθέσουμε την επικάλυψη των «πολιτισμικών καταναλωτικών αγαθών» κάτω από μια καλοστημένη φόρμα λέξεων και ιδεών, «φίρμας», και συσκευασμένων σε τέλεια λεκτικά κουτάκια, τυλιγμένα στο σελοφάν του ύφους. Η επιρροή τους στο φαντασιακό δεν είναι καθόλου αμελητέα. Αυτό που μπορεί να συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις το διαπίστωσα με το σκυλάκι μου. Από βαρεμάρα ή από ανάγκη του έδινα εκείνες τις συσκευασμένες τροφές από μοσχάρι, χοιρινό ή κοτόπουλο, και παρά την ποικιλία, στο τέλος έκανε εμετό. Τότε, για να βρω λύση στο πρόβλημα, άρχισα να του μαγειρεύω εγώ υγιεινές τροφές, να τις προετοιμάζω με κάθε προσοχή, αλλά το σκυλάκι δεν τις αναγνώριζε πια. Έκανε πάλι εμετό. Τώρα είμαι ιδιοκτήτης ενός ανορεκτικού σκύλου και δεν καταλαβαίνω πώς επιβιώνει. Έτσι λοιπόν και το φαντασιακό καταντά ανορεκτικό, και το φαντασιακό κινδυνεύει να μην διακρίνει ανάμεσα στο φυσικό και το συσκευασμένο, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασιακή πραγματικότητα, ανάμεσα στο πραγματικό και το αντίγραφό του.

                Ο ιταλός θεωρητικός και ιστορικός της Ιταλικής λογοτεχνίας Αζόρ Ρόζα έγραφε ότι «γεννήθηκε μια νέα τεχνική παραγωγής που συνίσταται στην σχεδόν καθολική εκμηδένιση της καλλιτεχνικής έμπνευσης, και στην κυριαρχία του προγραμματισμού της αγοράς… Εδώ και καιρό παρατηρείται ένα  φαινόμενο τεχνικής κατασκευής της γραφής», και καταλήγει: «Δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο που να θέλει να πει κάτι για τη ζωή και τον κόσμο».

                Αν σκεφτούμε την πίεση της εκδοτικής βιομηχανίας, μια πίεση που ποτέ, σε καμιά εποχή, δεν υπήρξε τόσο έντονη πάνω στον συγγραφέα, και που τον ωθεί να παράγει με κάθε κόστος για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της αγοράς (και την ανάγκη να εμφανίζεται για να μην εξαφανίζεται), τότε δεν θα φαίνεται τόσο πεσιμιστική η κατάληξη του Αζόρ Ρόζα. Και αν σκεφτούμε ότι μια ίδια ή και ακόμη πιο έντονη πίεση εξασκείται από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες, τη διαφήμιση, από τις αίθουσες τέχνης, γιατί όλα αυτά τα «κέντρα παραγωγής» για να επιβιώσουν έχουν ανάγκη από παρουσίαση, εικόνες, «fiction», από όλο και πιο νέα μοντέλα και φιγούρες, δεν θα φανεί καθόλου υπερβολική ούτε η δική μου διαπίστωση ότι το φαντασιακό μολύνεται, έχει ήδη μολυνθεί, ακριβώς από υπέρμετρη παραγωγή.

                Και σχετικά με τη λογοτεχνία έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή όπου χρησιμοποιούνται και ανακυκλώνονται όλα τα υπολείμματα της μεγάλης εκποίησης του 20ουαιώνα.  Και όπου το ντουμπλάρισμα, η μάσκα, ο καθρέφτης, ο λαβύρινθος, η πολυκεντρική δομή,η κατακερματισμένη, η κυκλική, χρησιμοποιούνται σήμερα ακριβώς όπως το κιονόκρανο, η κολόνα, η καρυάτιδα ή το γυμνό μπούστο που χρησιμοποιεί ο μεταμοντέρνος καλλιτέχνης (ή διακοσμητής) στις γεμάτες μανιέρα εμπνεύσεις του.

                Ίσως γι’ αυτό όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο γραμμένο σήμερα, έρχεται αμέσως στο μυαλό μας ένα άλλο βιβλίο και όχι εκείνη η όποια πραγματικότητα που θέλει να μας παρουσιάσει το βιβλίο που διαβάζουμε. Αυτή, αν υπάρχει, έρχεται ύστερα, σε μια δεύτερη στιγμή. Ακόμη κι όταν πρόκειται μόνο για γραφή, αισθανόμαστε (σχεδόν πάντα) από πίσω μια άλλη γραφή που είναι, με κάποιες έξυπνες μεταλλαγές, επανάληψη της προηγούμενης.

                Ο Μποντριγιάρ, παραφράζοντας τον διάσημο τίτλο του Ρολάν Μπαρτ (Ledegrè zèrodel’ècriture) μίλησε για τον βαθμό Xerox της γραφής. Η Xerox είναι το φωτοτυπικό μηχάνημα, για όποιον το θυμάται… Αλλά ακόμη κι αυτές οι γαλλικές φινέτσες γρήγορα καταλήγουν στους τίτλους των εβδομαδιαίων περιοδικών και στα διαφημιστικά spot.

                Καταλήγοντας: αν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν μια ηρωική εποχή όπου η λογοτεχνία έμοιαζε να γιορτάζει την εξαφάνισή της μέχρι την αποποίηση του εαυτού της, στην εποχή που διανύουμε η λογοτεχνία ξαναζεί μια απομυθοποιημένη και «φυσιολογική» επανάληψη ενός τέλους που ήδη τελείται. Σ’ αυτή τη «φυσιολογική» κατάσταση και σ’ ένα φαντασιακό μολυσμένο από τις πολλές επαναλαμβανόμενες παρουσιάσεις, ο συγγραφέας θα πρέπει να αναζητήσει την αρχή μιας δικής του δημιουργικής οντότητας.

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ