Η μπουκαμβίλια και το λούκι
[ Γιώτα Αναγνώστου / / 23.05.23 ]Τι στο καλό είχε στο μυαλό του όταν φύτευε αυτή τη μπουκαμβίλια; Κάνει πως δεν ξέρει. Μα καλά γνωρίζει πως είχε ονειρευτεί έναν φούξια καταρράχτη, να ανεβαίνει μέχρι την ταράτσα, να χαϊδεύει τα σύννεφα, να φιλιέται με τ’ αγέρι κι από κει να χύνεται μετά με φόρα προς τον δρόμο και το σοκάκι να γεμίζει, να το πλημμυρίζει χρώματα και ζουζουνίσματα βουερά εντόμων και φτερά πεταλουδένια και ερωτευμένα πουλιά. Να τα βλέπει όλα αυτά από τη χαραμάδα όποιος κι αν είναι ο μονόχνοτος, μοναχικός πίσω απ’ το παράθυρο και διάπλατα στο φως να το ανοίγει.
Την ονειρεύτηκε. Τη φύτεψε. Την πότισε. Την κλάδεψε. Και θέριεψε αυτή και φούσκωσε και φούντωσε κι ήταν όπως την είχε ονειρευτεί κι ακόμα πιο όμορφη από αυτή του ονείρου. Και το απέναντι παράθυρο μισοάνοιγε κάτι νύχτες με φεγγάρι και απολάμβανε το λίκνισμα της μπουκαμβίλιας που σκαρφάλωνε ως την ταράτσα για να μιλήσει στ’ άστρα και να βουτήξει πάλι ανέμελη στον δρόμο του έρωτα, στέλνοντας παντού φούξια φιλιά με τον αέρα.
Και τότε είδε. (κάποιος με λογική θα του το έδειξε, κάποιος που δεν μπορούσε πια να ονειρευτεί το δίχως άλλο, του όρθωσε διδακτικά τον δείχτη και του έδειξε του αφελή ονειροπόλου). Είδε που η μπουκαμβίλια είχε γύρω απ’ το λούκι τυλιχτεί. Είχε χωθεί από κάτω. Είχε κλαδιά απλώσει. Και το σήκωνε, το έσφιγγε, θα το σκαγε. Αν δεν έκανε κάτι γρήγορα, θα το αχρήστευε. Το λούκι. Το λούκι. Το χρήσιμο. Το νοικοκυρίστικο το λούκι. Το απαραίτητο.
Το λούκι διάλεξε και ξήλωσε τη μπουκαμβίλια από τη ρίζα και στέρεψε ο φούξια χείμαρρος.
Το απέναντι παράθυρο μανταλώθηκε. Κανείς δεν το ξανάδε ούτε καν μισάνοιχτο. Γνώρισε ο μονόχνοτος μοναχικός τη μοναξιά, που είναι άλλο πράμα απ’ τη μοναχικότητα, και η πληγή της πιο βαθιά κι αμέρωτος ο πόνος.
Πώς μπόρεσε το λούκι να διαλέξει; Κάνει πως δεν ξέρει πάλι. Σκιάχτηκε μην τον πουν οι άλλοι, οι συνετοί, ονειροπαρμένο, ήθελε με τους λογικούς να τον μετράνε.
Τώρα η μπουκαμβίλια έχει μέσα του φυτρώσει και απλώνεται ανεξέλεγκτη. Βγάζει περικοκλάδες και περιελίσσεται γύρω από κάθε ζωτικό του όργανο. Εκμεταλλεύεται άριστα το δίκτυο των φλεβών και των αρτηριών του. Παντού μέσα του εξαπλώνεται, φουσκώνει και φουντώνει. Τον σφίγγει από παντού. Θρόμβους δημιουργεί, τα λούκια του στρεβλώνει. Φούξια πεταλουδόφτερα φυτρώνουνε στα δάχτυλά του, βγαίνουν απ’ τα ρουθούνια και τ’ αυτιά του. Χείμαρρος φούξια από τα μάτια του.
Το απέναντι παράθυρο σφραγίστηκε. Οι υπερθεματιστές δεν εγκαταστάθηκαν ακόμα.
Ο δρόμος γέμισε αφίσες αναζήτησης, ιχνών αγαπημένων.
Ψυχές γυρεύουν τα τραγούδια τους.
Ένα παιδί γράφει με κόκκινη μπογιά στον τοίχο
Nossas armas sao cravos