Η μεταμόρφωση του λόρδου Βύρωνα
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 13.04.20 ]Ένα σημαντικό βιβλίο «Ο πόλεμος του Βύρωνα: Ρομαντική εξέγερση, Ελληνική Επανάσταση», του Ρόντρικ Μπήτον, γνωστού νεοελληνιστή και διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο King's College του Λονδίνου, κυκλοφόρησετο 2015 από τις εκδόσεις Πατάκη σε έξοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.
Γιατί πολέμησε ο Μπάιρον στον Ελληνικό Αγώνα; Ορμώμενος από το ερώτημα αυτό, ο Μπήτον γράφει μια συστηματική μελέτη για να καταλήξει ότι η σχέση του ποιητή με την Ελλάδα ήταν ένα κράμα ρομαντισμού, περιπέτειας, προσωπικής φιλοδοξίας αλλά και πολιτικής οξύνοιας. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, που καλύπτουν τις τρεις φάσεις της σχέσης του ποιητή με την Ελλάδα. Το πρώτο μέρος περιγράφει το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα μεταξύ 1809-1811. Η δεύτερη φάση διαδραματίζεται στην Ιταλία μετά το 1816 όπου ο Μπάιρον συνδέεται με τον ποιητή Σέλεϊ. Η Τρίτη φάση αρχίζει με την άφιξή του στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1823. Ο Μπάιρον είδε για πρώτη φορά την Αθήνα το 1809 και «φαίνεται ότι το θέαμα τον εντυπωσίασε και συνάμα τον κατέθλιψε», σημειώνει ο Ρόντρικ Μπίτον. Επιστρέφοντας στην Αγγλία συνέθεσε τα ποιήματα «Τσάιλντ Χάρολντ», «Γκιαούρ», «Η νύφη της Αβύδου», «Λάρα», «Ο Κουρσάρος»για να ξαναέρθει στην Ελλάδα και να αφήσει την τελευταία του πνοή το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα του 1824.
Το βράδυ της Τετάρτης 16 Ιουλίου του 1823 σαλπάρει από τη Γένοβα για την Ελλάδα με υπηρέτες, άλογα, σκυλιά και 20 βαρέλια γεμάτα ασημένια νομίσματα. Στην Ελλάδα υπήρχε σε εξέλιξη σύγκρουση μεταξύ οπλαρχηγών και πολιτικών. Οι πρώτοι επεδίωκαν «αυτάρκεια», οι δεύτεροι, ήθελαν «να διεθνοποιήσουν τον αγώνα». ο Μπάιρον φτάνει στην Ελλάδα φέρνοντας όπως είδαμε δικά του χρήματα και λειτουργεί ως σύνδεσμος με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, η οποία επρόκειτο να εξασφαλίσει το πρώτο σημαντικό δάνειο στους Έλληνες. Μετά την Κεφαλονιά καταλήγει στο πλευρό του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι. Εκεί, συνεργαζόμενος με τον φαναριώτη πρίγκιπα, ο ρομαντικός επαναστάτης μεταμορφώνεται σε πολιτικό. Κρατά αποστάσεις από τους οπλαρχηγούς και τις συγκρούσεις τους, χρησιμοποιεί τα χρήματά του ως εργαλείο διπλωματικών χειρισμών και μαθαίνει να μην επηρεάζεται από τις αντιξοότητες. Για τον Μπήτον, ο Μπάιρον του Μεσολογγίου δεν είναι ο ευαίσθητος, μελαγχολικός και ευμετάβλητος «βυρωνικός ήρωας», όπως υποστηρίζουν πολλοί βιογράφοι του, αλλά ένας πραγματιστής που συμφωνεί με τον Μαυροκορδάτο, ότι ο αγώνας για την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους θα κρινόταν στο ευρύτερο πεδίο της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής.
Ο Μπήτον χαρακτηρίζει τον Μπάιρον, «Ρομαντικό αμφισβητία», εξεγερμένο και ταυτόχρονα, συντηρητικό, επιφυλακτικό απέναντι στα κίνητρα των Καρμπονάρων, όπως και απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση. Το βιβλίο εστιάζεται στις συγκυρίες που τον οδήγησαν να λάβει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, γεγονός για το οποίο θα τον ευγνωμονούν για πάντα οι Έλληνες. Ο συγγραφέας προσεγγίζει ερμηνευτικά τα πιο σημαντικά ποιήματα του ποιητή και ερευνά τις πηγές των αδημοσίευτων ελληνικών ιστορικών αρχείων που αναφέρονται στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα το 1823 και 1824. Στο κλίμα της επανάστασης, γράφει, ότι ο Μπάιρον μπαίνει πλέον συνειδητά, αφού διαβάσει την «Εισαγωγή» του Σέλλεϋ στο ποίημά του «Ελλάς», όπου ο ποιητής δηλώνει: «Είμαστε όλοι Έλληνες».
Ωστόσο για τον Μπήτον, ο Μπάιρον είχε σαφή εικόνα της «πολιτικής οικονομίας» που όφειλε να ακολουθήσει η Ελλάδα. Θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξει μια ισχυρή εθνική κυβέρνηση με συγκεντρωτικές λειτουργίες που θα προωθήσει τις διπλωματικές σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις που θα στήριζαν προς το συμφέρον τους το αναδυόμενο ελληνικό έθνος.
«Αν ζούσε σήμερα ο φιλέλληνας λόρδος Βύρωνας, θα ήταν μνημονιακός. Δεν θα ήταν ένας Τσε Γκεβάρα, αλλά θα έκανε ευχαρίστως παρέα μαζί του. Ενώ ο Κολοκοτρώνης θα καταψήφιζε το Μνημόνιο», δήλωσε ο Μπήτον σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (18/1/2014). Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι «Ο Βύρωνας ήταν υπέρ της ένταξης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας μέσα στο οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Άρα, με τα σημερινά δεδομένα, θα υποστήριζε τα δάνεια από την τρόικα και τα συνεπαγόμενα μέτρα που επιβάλλονται στην Ελλάδα».
Επομένως, εδώ ο Μπάιρον παρουσιάζεται ως ένας φιλέλληνας χωρίς ρομαντικές αυταπάτες. Τους επαναστατημένους Ελληνες τους χαρακτήριζε «διαολεμένα ψεύτες» και τους οπλαρχηγούς της επανάστασης, τοπικιστές και συμφεροντολόγους. Τάσσεται υπέρ της ένταξης μιας ανεξάρτητης Ελλάδας μέσα στο οικονομικό και διπλωματικό σύστημα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής: «Ο Βύρωνας μαζί με τον Μαυροκορδάτο ήταν αποφασισμένος να συνδέσει την τύχη της επανάστασης με το οικονομικό και γεωπολιτικό μέλλον ολόκληρης της ηπείρου […]. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν απλά μια τοπική υπόθεση […] Η ελληνική επανάσταση έπρεπε να γίνει […] ένα «ευρωπαϊκό γεγονός»». «Δεν ήταν κάποια συμπάθεια προς τους Έλληνες, ως λαό, που τον καθοδηγούσε στις πράξεις του. Αντίθετα, είχε ταυτίσει την Επανάσταση στην Ελλάδα με ένα σημείο καμπής στην κατάσταση της Ευρώπης». Ο Μπάιρον του «Πολέμου» δεν είναι ο υπεράνθρωπος που αυτοθυσιάζεται για το καλό των Ελλήνων, όπως τον θεωρεί ο Σπυρίδων Τρικούπης το 1824, αλλά ούτε και ο ρομαντικός αιθεροβάμων ήρωας-ποιητής.
Πολλοί υπήρξαν φιλέλληνες από τους Σατωμπριάν και Χέλντερλιν, Πούσκιν, Γκαίτε και Σίλερ μέχρι τους Βολταίρο, Ουγκώ ή τον Ντελακρουά, Τόμας Γκόρντον και πολλούς άλλους ανώνυμους. Προσεγγίζοντας το θέμα χωρίς μυθοποίηση, όσοι έφταναν στην Ελλάδα συναντούσαν ελλείψεις στην οργάνωση και τον συντονισμό του αγώνα, ανταγωνισμούς μεταξύ των οπλαρχηγών, έλλειψη χρημάτων για τη συντήρησή τους ή απροθυμία αξιοποίησής τους. Μερικοί από τους φιλέλληνες περίμεναν ενδεχομένως πως θα συναντούσαν στην Ελλάδα αρχαιομαθείς χλαμυδοφόρους και συνάντησαν αμαθείς ανθρώπους που τους κοιτούσαν με δυσπιστία. Για καταλύματα συνάντησαν τρώγλες και ένα στρατό ατάκτων. Ο γερμανός αξιωματικός Ferdinand von Kiesewetter, που έφτασε στις 21 Ιανουαρίου 1822 στο Μεσολόγγι, πρόσεξε πως δέν υπήρχε ενθουσιασμός ανάμεσα στους κατοίκους: «Μας κοιτούσαν με χαζό βλέμμα, μ’ όλο, που ήξεραν γιατί ήρθαμε στην Έλλάδα. Κανένας δεν νοιάστηκε να μας δοθεί στέγη, φαΐ, πιοτό». (WilliamSt. Clair That Greece might stillbe free. The Philhellenes in the War of Independence, Λονδίνο, 1972, σελ. 82). Μερικοί επιστράτευαν τις αρχαίες ελληνικές λέξεις, που έρχονταν στο νου τους. Κανένας δέν καταλάβαινε. Περίμεναν να δουν έλληνες ντυμένους με χλαμύδες. Απογοήτευση. Φορούσαν όλοι ανατολίτικα, κάθονταν σταυροπόδι και κάπνιζαν τσιμπούκια, απαράλλαχτα όπως οι οθωμανοί. Ο πρώτος γερμανός εθελοντής, που έφθασε στην Ελλάδα ήταν ένας ρομαντικός αρχαιολάτρης, ο Christian Müller, που στο νου του είχε την Αθήνα του χρυσού αιώνα. Γράφει: «Καθόμουν στην πλώρη τού καραβιού με τον Όμηρο στα γόνατά μου, όταν ο καπετάνιος μού έδειξε στο βάθος τα βουνα τής Κεφαλονιάς. Ήταν το πρώτο σημάδι, που έβλεπα από την Ελλάδα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, όπως τού ερωτευμένου, που μαθαίνει, ότι ο πρώτος του έρωτας βρίσκει ανταπόκριση». Ή «Σε λίγο θα ανήκω στο στρατό των ελλήνων... Θέλω, πολεμώντας και πεθαίνοντας, αν χρειασθεί, να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τα ευγενικά αισθήματα, που μού ενέπνευσαν... Να ζήσω μονάχα γιά να δω ελευθερωμένη την Ακρόπολη, τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα από τους βάρβαρους». Πολύ σύντομα απογοητεύτηκε και ο ενθουσιασμός του έσβησε... (Κυριάκου Σιμόπουλου: Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα τού '21, εκδ. «Στάχυ», Αθήνα, 1999). Παρόλα αυτά, η κινητοποίηση των φιλελλήνων υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, βόηθησε στην ηθική δικαίωση αλλά και στην πολιτική ενίσχυση των Ελλήνων επαναστατών και του αγώνα τους και έσβησε με την απελευθέρωση.
Στην συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία, ο Μπήτον γράφει για το βιβλίο: «Η πιο σημαντική ανακάλυψη είναι η πραγματική συμβολή του Βύρωνα στον Αγώνα. Η συμβολή αυτή ούτε «ηρωική» ούτε στρατιωτική ή στρατηγική ήταν, αλλά μόνο πολιτική. Ο Βύρωνας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση από τις αναπόφευκτες εμφύλιες συγκρούσεις μέσα στην Επανάσταση - και μάλιστα με το αποτέλεσμα που γνωρίζουμε σήμερα. Δηλαδή, με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο Βύρωνας έσπρωξε το νεογέννητο ελληνικό κράτος προς την κατεύθυνση της διεθνούς αναγνώρισης και της αποκατάστασής του ως εθνικού κράτους, φαινόμενο πρωτοφανές στην Ευρώπη της εποχής». Ο Βύρωνας της Κεφαλονιάς και του Μεσολογγίου είναι άλλος άνθρωπος από το γνωστό δανδή-ποιητή. Και, ουσιαστικά, ούτε ποιήματα γράφει από τότε. Πεθαίνει ως πολιτικός ηγέτης, όχι ως ποιητής».
Πριν πεθάνει, ζήτησε να αφήσουν το σώμα του στην Ελλάδα, εντολή που αγνοήθηκε αν και ο φιλέλληνας Γκάμπα έλεγε πως δεν υπήρξε άλλος άνθρωπος που να τον αγάπησαν και να τον έκλαψαν περισσότερο στην Ελλάδα. Αυτό που έγραψε για τον ποιητή Ρόμπερτ Μπερνς θα μπορούσε να ισχύει και για αυτόν: «Καλοσύνη, τραχύτητα, λεπτότητα, γενναιοδωρία, συναισθηματισμός, τρυφηλότητα... λάσπη και θεϊκότητα, όλα ανάκατα στο μοναδικό εκείνο μείγμα εμπνευσμένου πηλού».