Η Μαλβίνα...

[ ARTI news / Ελλάδα / 03.02.20 ]

Τι μπορεί να συνδέει το “μυθιστόρημα” του Διονύση Χαριτόπουλου “Ο άνεμος κουβάρι” (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) και η “Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας” του Denis Grozdanovitch (Εκδόσεις Πόλις); Η απάντηση είναι: Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Πλάτωνας!   

Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου έχει τον τίτλο “Θαύμα” και είναι από τη συλλογή Ασκήσεις(1950-1960). Ο Grozdanovitch το παραθέτει για να τονίσει την ποίηση των μικρών κινήσεων της φλανερί (της σοφής περιπλάνησης): “Ένας άνθρωπος, προτού πλαγιάσει, έβαλε το ρολόι του κάτω από το προσκέφαλο του./ Ύστερα κοιμήθηκε. Κι έξω φυσούσε. Εσύ που ξέρεις/ τι θαυμαστή συνέχεια των μικρών κινήσεων, καταλαβαίνεις./ Ένας άνθρωπος, το ρολόι του, ο άνεμος. Τίποτ’ άλλο”.

Ο Χαριτόπουλος με τη σειρά του μιλάει για έναν “άνεμο κουβάρι”, έναν ανεμοστρόβιλο που καταπίνει τα πάντα με μια μπουκιά, μαζί και τη ζωή, τον ίδιο του τον εαυτό, σε αντίθεση με τις μικρές μπουκιές, το προσφάι της ζωής και το “τσίμπα-τσούξε” (της δικής του αντίληψης για τη ζωή). Ο Χαριτόπουλος μιλάει για τη Μαλβίνα, για τον μεγάλο έρωτα δύο φαινομενικά ασύμβατων κόσμων. Ή καλύτερα κάνει το “μνημόσυνό” της (μπορεί και να προβαίνει σ’ έναν “δικιωμό”), προειδοποιώντας με ευγένεια κάθε ηλίθιο σχολαστικό που προσπαθεί να ταξινομήσει στα ακαδημαϊκά του κουτάκια τη μορφή του κειμένου, να μετρήσει τις ισορροπίες της πλοκής με το υποδεκάμετρο και να βάλει στη ζυγαριά τα συναισθήματα ενός έρωτα: “Τόσα εκείνη, πόσα εσύ;”! Αλλά τι να καταλάβει ο κάθε μίζερος, ο κάθε αδιάβροχος από τον “άντρα” που πάει στο μάρμαρο που σκεπάζει την αγαπημένη του και την παρακαλεί: “Πες το όνομά μου, σε παρακαλώ”. Που δεν έχει άλλον πια να λέει τ’ όνομά του. Που δεν έχει άλλον να τον βλέπει και να βλέπει ο ίδιος το πρόσωπό του. 

Δύο κόσμοι: Ο ένας με βαθιές ρίζες στο λαϊκό χώμα των Μανιάτικων του Πειραιά και η άλλη με τις ρίζες στον αέρα (σαν τα φρούτα των σύγχρονων θερμοκηπίων) που υπερτρέφεται με Μπαρτ, Μπατάιγ και όλη τη σύγχρονη νεωτερικότητα, αναζητώντας μέσω ενός παράφορου ρομαντισμού την Αίσθηση. Αισθάνεσαι, ακόμη και μέσω της οδύνης, άρα υπάρχεις. Αυτός είναι ο λόγος ύπαρξής της. Οι ασθενικές της ρίζες, όμως, δεν άντεχαν το ατέλειωτο ρίσκο του Πάθους, την αδιάλειπτη και βαθιά ταραχή της συνείδησης και της ψυχής. Τότε βρήσκει την ασφάλεια των δυνατών ριζών, τη γείωση που την αλάφρωνε από την υπερχειλίζουσα ενέργεια. Αυτή που όταν έμενε αξόδευτη δημιουργούσε το βραχυκύκλωμα. Ο κόσμος της “ήρεμης απόλαυσης” (αυτό που η ίδια αποκαλούσε μεγαλο-απατεωνιά της ηρεμίας) ήταν εκεί με την πλέον ανατολίτικη και ανατολική της έκφραση.     

Ο Λιν Γιου Τάνγκ, ο σύγχρονος κινέζος φιλόσοφος, στο διάσημο βιβλίο του “Η σημασία της ζωής” δηλώνει (παρατίθεται από τον Grozdanovitch): “Μετά από μακρά εξερεύνηση της κινεζικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πιο υψηλό ιδανικό τους ήταν πάντα ένας άνθρωπος απομακρυσμένος (Tα Κουάν) από τη ζωή και σοφά κυνικός. Αυτή η σοφία γεννάει τη δύναμη χαρακτήρα που επιτρέπει στον καθένα να προχωρήσει στη ζωή με μια αποστασιοποιημένη ειρωνεία, να ξεφύγει από τους πειρασμούς της δόξας, του πλούτου και της εκμετάλλευσης, και, τελικά, να αποδεχθεί τα γεγονότα. Από αυτή την αποστασιοποίηση προκύπτει επίσης η αίσθηση της ελευθερίας, η αγάπη για την περιπλάνηση… γιατί μόνο με την αίσθηση της ελευθερίας και της νωχέλειας μπορεί κανείς να φτάσει στο σημείο να χαίρεται έντονα τη ζωή (…) Η πραγματική κλίση προς την τεμπελιά έχει χαθεί στις πλούσιες τάξεις και δεν επιβιώνει πια παρά μόνο σε ανθρώπους που περιφρονούν εντελώς το χρήμα. Προέρχεται από τον πλούτο της ψυχής ενός ανθρώπου που αγαπάει την απλή ζωή και δεν έχει διάθεση να προσπαθήσει για να την κερδίσει. Για έναν άνθρωπο αποφασισμένο να χαρεί τη ζωή, θα υπάρχει πάντα αρκετή ζωή για να χαρεί”.

Στον Χαριτόπουλο η αποστασιοποίηση, η ασκητεία στο βουνό είναι όρος βασικός της ύπαρξης που είναι όμως αδιανόητος για τη μυθιστορηματική Λορίν. Στη μια περίπτωση η προϋπόθεση για να δεις τα πράγματα και τον εαυτό σου είναι η απόσταση από την κοινωνία και την κοινωνική περσόνα σου, στην άλλη ήταν η ακόρεστη ικανοποίηση των επιθυμιών. Και οι δύο εξέφραζαν τις δύο αιρέσεις των “γνωστικών” πρωτοχριστιανών του 2ου μ. Χ. αιώνα. Αλλά η Λορίν είχε βάλει και αρκετή δόση Λούθηρου στο δικό της κοκτέιλ. Απέναντι στην παθιασμένη αναζήτηση εκ μέρους της τής αίσθησης, εκείνος αντιπαραθέτει έναν “έρωτα που είναι υπόσχεση για μία καλύτερη ζωή”. Η αποκάλυψη των ιδεολογικών πεποιθήσεων των ερωτευμένων είναι χαριτωμένα ενδεικτική:

«’’Σιχαίνομαι την πολιτική και ιδίως τους αριστερούς (σ.σ. λέει η Λορίν). Πάντως δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι με αριστερό’’... Ο άντρας έσκυψε προς το μέρος της και της είπε δήθεν εμπιστευτικά ‘’μόλις πριν λίγο σε πήδηξε ένας απ’ αυτούς’’ (…)

‘’Δεν είναι δυνατόν…Εμένα… Που μεγάλωσα με παραμύθια για βασιλοπούλες και το κάδρο του νεκρού βασιλιά στον τοίχο. Με πήδηξε αριστερός… Και μ’ άρεσε.’’ Βάλανε τα γέλια».

Η Μαλβίνα “έχασε” όταν έμοιαζε ότι νικούσε. Κέρδισε το παν (όλους) αλλά έχασε τον έναν, τον πιο ακριβό της. Αλλά θα την περιγράψω μέσω του Grozdanovitch: “…ένας τέτοιος άνθρωπος, που επιστρατεύοντας όλο το μαχητικό του ταλέντο στην υπεράσπιση των προκαταλήψεων του (όσο στενές μπορεί να ήταν αυτές καμιά φορά)…  Κι ο πνευματώδης κυνισμός, ο αυθόρμητος οίστρος, το επιθετικό ταλέντο κι υφολογική απλότητα που τον χαρακτηρίζουν, δεν τινάζουν στον αέρα το σκεπτικιστικό, επιδέξιο, διστακτικό, συγκεχυμένο και νευρωτικό διανοουμενισμό που βασιλεύει στα μεγάλα πνεύματα της εποχής μας;  Λιγότερο περίπλοκος, λιγότερο οικουμενικός, λιγότερο ευρυμαθής, αλλά πολύ πιο αληθινός και “άνετος” χαράζεται πιο έντονα στη μνήμη μας απ’ ό,τι η διανόηση των διαλεκτικών εγκεφάλων που αποφαίνονται, ποζάρουν, ‘’επιφυλάσσονται διακριτικά’’, υπονοούν και κορδώνονται στα μέσα ενημέρωσης. Δεν είναι άραγε ορατή στη συμπεριφορά του μία παλιά σοφία λαϊκού τύπου (σ.σ. εδώ το “δάνειο”, ή η μεταμόρφωση της Λορίν από τον έρωτα) δηλαδή δραστική και κωμική μαζί;». Αυτή είναι η Λορίν του Χαριτόπουλου. Αυτή ήταν η Μαλβίνα που εμείς γνωρίσαμε.

Η Μαλβίνα ρισκάρισε στην τηλεόραση, όπως παντού. Δεν φοβήθηκε, παρά την ανασφάλειά της, να σχεδιάσει για μας το ίδιο της το πρόσωπο, στημένο στο κωμικοτραγικό προσκήνιο της ζωής. Είχε σαρκαστική και αυτοσαρκαστική διαύγεια. Δεν έπαιζε τον άγγελο, την ενδιέφερε περισσότερο το “δαιμονιακό ύψιστο” του Σολωμού.  Χλεύαζε τις ανώτερες συμπεριφορές και τα δήθεν μεγάλα αισθήματα, έδειχνε με το δάχτυλο τους φόβους της ματαιοδοξίας (έπαιξε με τη δική της), την κομπορρημοσύνη, τις μικρότητες που κρύβονται πίσω από την κατανόηση των υψηλών δήθεν αγαπώντων. Απέκτησε βιώνοντας ερωτικά τον καθαρά λαϊκό, γήινα κυνικό ρεαλισμό που δεν εκφράζεται εύκολα με λόγια αλλά είναι η κατεργαριά αυτών που παρατηρούν από κάτω τον πισινό του ανθρώπου-πίθηκου, κρεμασμένου στην μπανανιά των εγκοσμίων επιθυμιών και απαιτήσεών του.

Ο Ορτέγα ι Γκασέτ (παρατίθεται από τον Grozdanovitch) γράφει: “Υπάρχουν πράγματα καταγέλαστα που πρέπει να ειπωθούν, κι εκεί χρειάζεται ο φιλόσοφος. Ο Πλάτων, τουλάχιστον, το δηλώνει σαφώς, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και στην πιο σοβαρή περίσταση, ότι η αποστολή του φιλοσόφου είναι η γελοιότης (Βλέπε Παρμενίδη). Και μη νομίζετε ότι είναι εύκολη αποστολή. Απαιτεί ένα θάρρος που δεν το διέθεταν ούτε οι πιο θηριώδεις πολεμιστές… Από αυτό συνάγεται ότι είναι προς το συμφέρον της ανθρωπότητας να επωφεληθεί από αυτόν τον ξεχωριστό ηρωισμό των φιλοσόφων”. Αυτή είναι η ηρωική πλευρά της ιδιότυπης φιλοσόφου, Μαλβίνας, όπως τουλάχιστον τη γνωρίσαμε τηλεοπτικά, είναι η μεγάλη της συνεισφορά. Ο έρωτας ήταν η μεγάλη της ήττα. Γιατί δεν βίωνε τον έρωτα ως “υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής”, αλλά με τον αιματηρό και ανταγωνιστικό τρόπο της δυτικής νεωτερικότητας που καταλήγει ενίοτε σε ψυχικούς κοχλασμούς και σε εγκεφαλοπάθειες. Σημασία έχει όμως ότι τον έζησε, όπως λέει και ο “άντρας” χωρίς όνομα. Διότι “Σημασία έχει ν’ αγαπάς” και όχι το πώς αγαπάς.    

Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου