Η λογοτεχνία ως αποπλάνηση των κάτω
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 17.04.23 ]Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 22 Απριλίου 1899(πέθανε το 1977) από γονείς αριστοκράτες. Όταν οι Μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία στη Ρωσία, η οικογένειά του εγκατέλειψε τη χώρα. Σπούδασε γαλλική και ρωσική λογοτεχνία στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1922 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του εξέδιδε τη ρωσόφωνη εφημερίδα «Rul». Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία οδήγησε το Βλαντιμίρ, τη γυναίκα του Βέρα και το γιο τους Ντμίτρι στο Παρίσι και στη συνέχεια στην Αμερική. Έζησε και δίδαξε λογοτεχνία στο κολέγιο Γουέλεσλι, στο Στάνφορντ, στο Κορνέλ και στο Χάρβαρντ. Και από το 1959 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή.
Ένας συγγραφέας αριστοκρατικής καταγωγής, όπως ο Ναμπόκοφ, δεν θα μπορούσε παρά να γράφει με αριστοκρατική οπτική. Περιφρόνησε, όσο λίγοι, την κοινή λογική, αλλά εντρύφησε σε μικρόκοσμους, όπως αυτός των λεπιδόπτερων. Αντιμετώπιζε τη ζωή με τον τρόπο των σκακιστικών προβλημάτων, καθώς δεν είχε άλλα να επιλύσει, και τη γραφή ως διανοητική άσκηση και παίγνιο, ως τέχνη της παραπλάνησης και της αποπλάνησης, δηλαδή της γητιάς. Ένα ζατρίκιο η λογοτεχνία, μία λογο-τεχνία, που απλώς σπάει την αριστοκρατική ανία. «Δεν έχω κανέναν κοινωνικό σκοπό, δεν μεταφέρω κανένα κοινωνικό μήνυμα, δεν διακατέχομαι από κάποια αντίληψη γενικής φύσεως, αλλά μ' αρέσει να συνθέτω γρίφους και να βρίσκω περίτεχνες λύσεις στους γρίφους που συνθέτω ο ίδιος» συνήθιζε να λέει. Η δημιουργική δραστηριότητα τον απασχολούσε σε βαθμό ιδεοληψίας και τα μυθιστορήματά του είναι γραμμένα με σκοπό να προκαλέσουν αντιδράσεις, δηλαδή εκτροπές και ψυχολογικές τρεμούλες, άηχες, ερωτικές, για την ακρίβεια σεξουαλικές.
Η πρόθεση της πρόκλησης είναι εμφανής στη «Λολίτα». Ο Ναμπόκοφ συνάντησε πολλές δυσκολίες στην προσπάθειά του να βρει εκδότη για το βιβλίο αυτό, που, όταν τελικά κυκλοφόρησε, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Οι συντηρητικοί κύκλοι καταδίκασαν με βδελυγμία το έργο ως πορνογραφικό. Άλλοι την εγκωμίασαν θερμά ενώ το κοινό την αγκάλιασε και την ανέδειξε σε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών.
Η προσέγγισή του είναι πάντα αριστοκρατική. Δεν λέει ποτέ «υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου», αλλά «λερώνω τα μάτια μου». Ο απτικός πολιτισμός εξοστρακίζεται, ή καλύτερα καλύπτεται με χειρόκτια, ενώ με περίτεχνο τρόπο δοξάζεται ο οπτικός, μαζί και η «κλειδαρότρυπα»! Η αίσθηση της όρασης έχει την πρωτοκαθεδρία και μαζί ο μετανεωτερικός άνθρωπος των εικόνων, που μεταλλάσσεται σε άνθρωπο-εικόνα.
Ο Σμίροφ (στο «Μάτι») βαριέται μέχρι αποπληξίας, όλοι οι αριστοκράτες βαριούνται. Και για να ξεφύγει από τη βαρεμάρα ενδίδει στην ερωτική αποπλάνηση. Η Ματίλντα είναι μια γυναίκα περιορισμένης πνευματικότητας και φυσικής ομορφιάς, φίλη της οικογένειας στην οποία εργάζεται ο Σμίροφ (είναι παιδαγωγός). Όταν μαθαίνει την παράνομη σχέση ο άνδρας της, ζητάει τον λόγο και καταχερίζει τον Σμίροφ. Με πληγωμένο τον ανδρικό εγωισμό του και έχοντας φτάσει στο όριο του ψυχισμού του, ο Σμίροφ αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Αίφνης, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη. Ο Σμίροφ στην αρχή είναι ο αφηγητής της ιστορίας του και στη συνέχεια, αμέσως μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, μεταβάλλεται σε τριτοπρόσωπο αφηγητή, ο οποίος αποστασιοποιείται από τον εαυτό του και αφηγείται τα έργα και τις ημέρες του Σμίροφ, δηλαδή του εαυτού του. Η πλήρης αποξένωση. Ο ίδιος θεωρεί πως βιώνει μια κατάσταση που του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα εξ αποστάσεως, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Η δράση περιορίζεται στο «οράν», αλλά χωρίς «εράν», χωρίς την περιπέτεια στη θάλασσα του βίου της ύπαρξης. Όλα ένα «μη δραν», ένα λίμνασμα της όρασης, σαν τον σημερινό τηλεθεατή, που βλέπει την τηλεοπτική εικόνα και νομίζει πως συμμετέχει, από τον καναπέ, δια της οράσεως. Μάλιστα, ενώ οι «παίκτες» το διασκεδάζουν, αυτός παίρνει το παιγνίδι πολύ στα σοβαρά! Η όραση υποκαθιστά όλες τις άλλες αισθήσεις και ουσιαστικά τη σχέση με τον κόσμο.
Και στον Φλωμπέρ έχουμε την ενασχόληση με το ίδιο… μεγάλο πρόβλημα: Την αριστοκρατική ανία. Η μοιχεία της Μποβαρί μέσα στην άμαξα είναι αποτέλεσμα της ανίας. Ήταν όπως γράφει ο Ναμπόκοφ «ένας ιδιαίτερα συμβατικός τρόπος για να υψωθεί κανείς πάνω από τη συμβατικότητα. Ουσιαστικά δεν πρόκειται μόνο εδώ για τη σχέση του Εγώ με το ίδιο Εγώ, αλλά και για την έκφραση της νεωτερικότητας με την ειρωνεία της ειρωνείας, ένα παιγνίδι που αποσκοπεί στο «σπάσιμο» της ανίας. Υπάρχουν στιγμές που ακόμη και το πένθος είναι... ανιαρό». Ο σκύλος με τον οποίο μιλάει η Μποβαρί, όπως και ο "σκυλίσιος" έρωτας, δεν είναι παρά ένα απελπισμένο παιγνίδι για την θεραπεία της αστικής ανίας.
Η πλήξη, η διαστροφή και η ειρωνεία διαχέονται παντού και όταν δεν εξοντώνουν, τρελαίνουν. Όλα, ο έρωτας, η απιστία, η απληστία, ακόμη και ο φθόνος ή ο φόνος συμβαίνουν από βαρεμάρα. Γι’ αυτό λέω πως η αριστοκρατική ηθική, αυτή που έγινε τελικά το μεγάλο θέαμα της δημοκρατίας και έχει ως στόχο να… εξυψώσει τους «κάτω» στο επίπεδο της ανιαρής ηλιθιότητας των «πάνω», είναι η μεγαλύτερη «διαφθορά», το μεγαλύτερο «παίγνιο» αποπλάνησης και παραπλάνησης των «αποκάτω», έτσι ώστε να σκέφτονται όπως οι «αποπάνω». Πρόκειται για τη διαφθορά, που προκαλεί την απονέκρωση της Πράξης, φανατίζοντας σε παιχνίδια εικονικής επιβίωσης, ως εάν η πραγματική να μην υφίσταται. Είναι η διαφθορά της ίδιας της ζωής ως Τρόπου, που καθιστά το βίο μια διαρκή προσομοίωση και την απελπισία να μην έχει τέλος.