Η θεία Βικτώρια
[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 16.04.22 ]Η θεία Βικτώρια, η αδελφή της γιαγιάς μου, ήταν μεσαία ανάμεσα σε οχτώ αδέρφια, τρία αγόρια και πέντε κορίτσια. Με τις άλλες αδερφές μοιράστηκε το ίδιο μέτριο ανάστημα, η μάνα τους ήταν τόσο κοντή που όταν θρόιζαν τα στάρια καταλάβαιναν σε ποιο σημείο του χωραφιού θέριζε με το δρεπάνι της, και την ίδια αλαβάστρινη επιδερμίδα, αρυτίδωτη μέχρι το τέλος, τόσο γυαλιστερή και ατλαζένια που πρωτοξάδερφες και δευτεροξάδερφες όταν μαζευόμασταν, ανάμεσα στα κουτσομπολιά, με ένα αχ γεμάτο φθόνο ευχόμασταν όλες να την κληρονομήσουμε. Η θεία Βικτώρια ξεχώριζε όμως για το καλλιτεχνικό ταλέντο που είχε κληρονομήσει, άγνωστο από ποιον πρόγονο. Ζερβοχέρα αλλά χρυσοχέρα έλεγε η δική μου μάνα και ανηψιά της. Τα σχέδια της στα υφαντά, στις δαντέλες και στα κοφτά ασπροκεντήματα έρχονταν να τα δανειστούν από όλη την περιφέρεια. Όταν στήνονταν οι αργαλειοί η Βικτώρια ήταν αυτή που καλούνταν να δώσει τα φώτα της, να σχεδιάσει σε χαρτί τα λουλούδια, να επιλέξει τα χρώματα, να "πειράξει" παλιά σχέδια και να γεννήσει καινούρια. Όσο μπόι της έλειπε, τόση φαντασία διέθετε και μια πλούσια καρδιά που άνοιγε σε κάθε ζωντανό και το έκανε να ανθίζει. Η θεία Βικτώρια δεν ευτύχησε να αποκτήσει παιδιά σε μια οικογένεια που όλες γεννούσαν. Τα παιδιά της ήταν τα έργα των λεπτοκαμωμένων χεριών της και τα ορφανά ανήψια που μεγάλωσε. Οι προίκες στο σόι ήταν όλες φτιαγμένες με μεράκι από τα χεράκια της. Παπλωματοθήκες και σεντόνια σε χασέ κατάλευκο, μαξιλαροθήκες με μονόγραμμμα, κουρτίνες με λεπτό αζούρ και δαντέλα, κιλίμια μπαχτά σαν χαλιά και στρωσίδια πολύχρωμα, σεμέν και τραπεζομάντηλα, καλημέρες με αγγελούδια και βυζαντινή βελονιά, τσεβρέδες μεταξωτοί από τα κουκούλια του μεταξέμπορου πατέρα της. Σπίτια και παλάτια στολισμένα από τα χεράκια της, συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου. "όλες οι αδερφές μάθαμε νοικοκυριό, σαν την Βικτώρια καμιά μας"
Μ’ αυτά τα κεντήματα πλήρωσε δικηγόρους και χωροφυλάκους να γλυτώσουν τον άνδρα της και μπάρμπα μας από την εξορία. Μακρόνησος και Αη-Στράτης να ξέρατε πως μούσκεψαν τα λινά και τα μετάξια. Εις μάτην όμως, υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα.
"Να τους σαβανώσουν μ’ αυτά, έλεγε η μάνα μου, πώς μπόρεσαν και κορόιδεψαν τέτοια άγια γυναίκα. "Ε βρε και να ’ξεραν εγγόνια και δισέγγονα βασανιστών τι ματωμένες βελονιές στολίζουν τώρα τα σαλόνια και τα εξοχικά τους. Αεικίνητη και μεγαλόκαρδη δεν βαρυγκόμησε ποτέ, δεν μιλούσε ποτέ για βάσανα. Μεγάλωσε στο σπίτι της τέσσερα ορφανά ανήψια, τα ξεπροβόδισε από την πόρτα της γαμπρούς και νύφες.
Μα εκεί που ξεδιπλώνονταν αχαλίνωτη η φαντασία της θείας ήταν όταν ζωγράφιζε τις πασχαλιάτικες πέρδικες. Με το κοντύλι και το μελισσοκέρι το άσπρο τσόφλι γίνονταν καμβάς. Πουλιά παραδείσια με πλουμιστά φτερά, τσαλαπετεινοί και κορυδαλλοί, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα, γιρλάντες και μενεξέδες, τριφύλια και παπαρούνες, Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά, επιγράμματα αρχαία, σχέδια ξεσηκωμένα από παλιούς επιτάφιους, από τ’ ανάγλυφα υπέρθυρα της εκκλησιάς, από τα μαξιλάρια της γιαγιά της, απ’ τα ανοιξιάτικα λουλούδια της αυλής της, πουλιά και ζώα του δικού της κόσμου, κόσμου φωτεινού, κόσμου ζεστού και κόκκινου σαν την καρδιά της. Κάθε Κυριακή του Πάσχα έβαζε κάτω από τη ροδιά, στην ασβεστωμένη αυλή, τόσες σοκολατίτσες όσα και τ' ανήψια, να πάμε να τις βρούμε. Για χρόνια τη ρωτούσαμε να μάθουμε ποιο πουλί ήταν αυτό που τις έφερνε, να παραφυλάξουμε να το δούμε. Γελούσε τότε και μας έλεγε πως έρχεται μόνο το Πάσχα και κανείς δεν το βλέπει. "Αυτό το πουλί είναι, θεία, που ζωγράφισες στ' αυγό;"
Μόνο η θεία Βικτώρια το έβλεπε.