Η διεκδίκηση της Αντιγόνης - Οι ποικίλες αναγνώσεις της
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 15.07.19 ]Ταυτισμένη με την προ–πολιτική και την συγγένεια, πρότυπο και στερεότυπο του γυναικείου φύλου, φωνή της κοινότητας και κραυγή επαναστατική, η μορφή της Αντιγόνης βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της συζήτησης στην πολιτική φιλοσοφία.
Ήδη από τα τέλη του 18ου, η φιλοσοφία της νεωτερικότητας, η ποιητική του ιδεαλισμού και η ρομαντική φαντασία εμμονικά επιστρέφουν στην Αντιγόνη, η οποία, από τον Χέγκελ, τον Κίργκεγκωρ, τον Χαίλντερλιν, τον Σέλινγκ, τον Σέλεϋ, τον Χάιντεγκερ, τον Λακάν, τη Μπάτλερ ή τον Καστοριάδη επανεπινοείται φιλοσοφικά και ποιητικά και αποκτά ένα νέο περιεχόμενο.
Ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα πολυσήμαντο έργο, οι εκάστοτε φιλοσοφικές περί αυτό ερμηνείες δεν μπορεί να είναι οριστικές. Διατυπώνονται διαφορετικές ερμηνείες ανάλογες με τις αντίστοιχες λογικές συνάφειες που θέλουν να αναδείξουν οι συγκεκριμένοι φιλόσοφοι.
Είναι πολιτική η επιθυμία της Αντιγόνης; Ανάγεται σε τραγικο – ηρωικό παράδειγμα; Αποτελεί πρότυπο πρότυπο προοδευτικής, ριζοσπαστικής ηθικοπολιτικής δράσης; Ποιος δικαιούται να ανήκει στην πόλη και υπό ποιες προϋποθέσεις; Πράττει η Αντιγόνη εντός ή εκτός της πόλης; Αντιτίθεται στο νόμο ή επιζητεί να τον αντικαταστήσει; Τι χώρο αφήνει η δημοκρατία στην ετερότητα και την ετερονομία; Πού διασταυρώνονται το ηθικό και το πολιτικό; Πώς αντιδιαστέλλεται στη συμπεριφορά του Σωκράτη; Η απόλυτη αφοσίωση της Αντιγόνης σε μια αρχή δικαιοσύνης πέραν του τρομοκρατικού δικαίου του Κρέοντα, «μορφή δικαιοσύνης άνευ δικαίου, δικαιοσύνη επέκεινα του δικαίου», όπως το διατύπωσε και ο Ντεριντά στο δοκίμιο «Η Ισχύς του Νόμου», χρησιμεύει σήμερα ως κριτήριο αυθεντικότητας της ηθικής πράξης ή και της ίδιας της πολιτικής;
Η Αντιγόνη είναι έργο πολιτικό γιατί η ελληνική τραγωδία είναι αδιανόητη χωρίς τον πολυεπίπεδο διάλογό της με την πόλι. Όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, «διάφοροι ερμηνευτές επιχείρησαν να διαβάσουν την Αντιγόνη ως λίβελλο ενάντια στον ανθρώπινο νόμο και υπέρ του θείου», στην καλύτερη περίπτωση «ως απεικόνιση της διαμάχης» ανάμεσα σε αυτούς τους νόμους». Ο φιλόσοφος δεν αρνείται αυτή τη διαμάχη, ωστόσο θεωρεί ότι η Αντιγόνη εκπροσωπώντας τον θείο νόμο εκπροσωπεί συγχρόνως και την υπεράσπιση της πατρίδας. Η ιδέα ότι η Αντιγόνη εκπροσωπεί μόνο τον θείο νόμο διαψεύδεται και από τα λεγόμενά της στο τέλος του έργου, σύμφωνα με τα οποία επιμένει να θάψει τον αδελφό της, γιατί είναι μοναδικός και αναντικατάστατος, σε αντίθεση με την περίπτωση θανάτου του συζύγου, οπότε θα μπορούσε να παντρευτεί άλλον. Η εμμονή στη μοναδικότητα του αδελφού είναι καθαρά επίγειο χαρακτηριστικό και εντός του κοινωνικού κόσμου ισχύουσα αρχή ζωής. Το καλό και το κακό, ως εκ τούτου, δεν κατανοείται από τον ποιητή με όρους ηθικολογίας, αλλά πολιτικά.
Ο φιλόσοφος Σωκράτης δηλαδή, ο κεντρικός ήρωας όλου του Πλατωνικού έργου, επιλέγει συνειδητά το θάνατο και την υποταγή στην (έστω και άδικη) καταδικαστική απόφαση της πολιτείας, γιατί πιστεύει ότι ο πολίτης οφείλει σταθερή και μόνιμη υπακοή στους νόμους, όσο αυτοί ισχύουν. Με τη διδασκαλία της Αντιγόνης όμως παίρνουμε ένα μάθημα πολιτικής ανυπακοής. Και τους δύο ωστόσο τους βλέπουμε σαν θύματα της εξουσίας.
Για τον Στάινερ, η σύγκρουση και η διαμάχη είναι αναγκαία κατηγορήματα της εκδίπλωσης της ατομικής και δημόσιας ταυτότητας. Η ηθική υπόσταση που ενσαρκώνει η Αντιγόνη του Χέγκελ αντιπροσωπεύει μια πόλωση, μιαν αναπόφευκτη μερικότητα. Η ίδια η θηλυκότητα, τονίζει ο Χέγκελ, βρίσκει το υψηλότερο φανέρωμά της, στην κατάσταση της αδελφοσύνης από την θέση της αδελφής. Η θεώρηση του αδελφού από την αδελφή είναι κατ’ εξοχήν οντολογική: στο Είναι του, στην ύπαρξή του καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν, εκείνη αποδίδει αναντικατάστατη αξία. Ωστόσο η Αντιγόνη είναι ένοχη. Το διάταγμα του Κρέοντα αποτελεί πολιτική τιμωρία ενώ κατά την Αντιγόνη, είναι οντολογικό έγκλημα. Στην εγελιανή ανάγνωση του και η Αντιγόνη και ο Κρέων πρέπει να αφανισθούν. Η τραγική σύγκρουση δεν είναι σύγκρουση μεταξύ καθήκοντος και πάθους ή μεταξύ δύο καθηκόντων. Ο Κρέων δεν είναι τύραννος, αλλά στην πραγματικότητα μια ηθική δύναμη. Ο Κρέων δεν έχει άδικο. Το νόημα της αιώνιας δικαιοσύνης καθίσταται έκδηλο κατ’ αυτόν τον τρόπο: και οι δύο επιτελούν αδικία, ακριβώς επειδή είναι μονομερείς, αλλά και οι δύο επιτελούν δικαιοσύνη. Η Αντιγόνη πρέπει να αμφισβητήσει τον Κρέοντα, εάν βέβαια πρόκειται και οι δύο να είναι αυτό που είναι. Η «ηθική ανωτερότητα» της, από την άποψη του αρχέγονου χαρακτήρα και της καθαρότητας του οικογενειακού-γυναικείου νόμου, πρέπει συγχρόνως και να εκδηλωθεί και να καταστραφεί από τον νόμο του κράτους. Εάν η Αντιγόνη έμελλε να θριαμβεύσει, εάν η ιδιωτική διάσταση των ανθρώπινων αναγκών έμελλε να καταλύσει την δημόσια, τότε δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος.
Ο Χέγκελ εξετάζει το φαινομενολογικό νόημα και τον ρόλο του Σωκράτη. Βρίσκει μια αντίφαση στην στάση του Σωκράτη έναντι του ίδιου του του θανάτου. Ο σοφός έχει αρνηθεί την δυνατότητα που του δόθηκε να δραπετεύσει, διότι του φαίνεται προτιμότερο να υποταχθεί στους νόμους της πόλης. Ωστόσο, κατά την ίδια την δίκη του και καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Σωκράτης δεν έπαψε να υπερασπίζεται την αθωότητά του. Στην πραγματικότητα, δεν παραδέχεται την νομιμότητα ούτε της ποινής ούτε της εναντίον του δικαστικής δίωξης. Η αντίδραση της Αντιγόνης στον δικό της χαμό είναι, για αυτόν, συνολικά ανώτερη.
Αρκετές από τις πλέον διεισδυτικές πρόσφατες μελέτες της Αντιγόνης είναι διατυπωμένες με τους ίδιους τους όρους του εγελιανού σεναρίου. Ο Κρέων θέτει την πανουργία στην υπηρεσία της εξουσίας και της raison d’ etat, είναι ένας άνθρωπος ολοκληρωτικά κυριευμένος από το όραμα του πολιτικού νόμου. Ο Λακάν αντιπαραθέτει τη δική του «ηθική» ανάγνωση της Αντιγόνης στην ηθικοπολιτική ερμηνεία του Χέγκελ: «Στην πραγματικότητα, η Αντιγόνη μάς αποκαλύπτει τη γραμμή του βλέμματος που προσδιορίζει την επιθυμία. Συντασσόμενος με την Αντιγόνη διατύπωσε μια ηθική όπου η πράξη συνδέεται με την επιθυμία, στη βάση μιας αντινομικής διάκρισης μεταξύ ηθικότητας [morality] και ηθικής [ethics]. Ο Χάιντεγκερ μίλησε για τη μη-πολιτική διάσταση της πόλης. Η Αντιγόνη και ο Κρέων έδειξαν, με τη στάση τους, ότι δεν μπορούν να μετακινηθούν από τις θέσεις τους και να επιτύχουν την συνύφανση. Ο καθένας, για λογαριασμό του, υπερασπίζεται με τυφλό και απόλυτο τρόπο τη γνώμη του και έτσι γίνεται υβριστής της πόλης, δηλαδή άπολις.
Για την Judith-Butler (Η διεκδίκηση της Αντιγόνης, η συγγένεια μεταξύ ζωής και θανάτου Judith Butler, Αλεξάνδρεια, 2014), η εγελιανή Φαινoμενολoγία του πνεύματος ταυτίζει την Αντιγόνη με το γυναικείο, το νόμο της ατομικής συνείδησης, το φυσικό δίκαιο, το ιδιωτικό και τη συγγένεια, το ηθικό και θρησκευτικό καθήκον στους θεούς και την ηθική οφειλή στους νεκρούς συγγενείς, ο Κρέων, αντίθετα, εκπροσωπεί το ανδρικό, τους ανθρώπινους νόμους, το θετικό δίκαιο, το κράτος δικαίου, το καθολικό και την πολιτική, τον oρθoλογισμό, την εκκοσμίκευση, τον νόμο της πόλης και τον επίσημο λόγο της. Ωστόσο οι δυο πλευρές είναι ισοδύναμες. Η Μπάτλερ μέσα από την Αντιγόνη αναζητά το δίκαιο της Γυναίκας- Ανθρώπου, τις νόρμες της συγγένειας και της κοινωνικότητας και αναδεικνύει την πολιτική διάσταση του λόγου της, επαναπροσδιορίζοντας παράλληλα τη σχέση του «γυναικείου» με το ηθικό και το πολιτικό. Ενδιαφέρεται να προσεγγίσει κριτικά τις κατηγορίες του φύλου, της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας, αλλά και του ίδιου του σώματος, ως κατηγορίες ταυτότητας, οι οποίες, σύμφωνα πάντα με την έρευνά της, αποτελούν καθαρά προϊόντα του φαλλοκεντρισμού και της «υποχρεωτικής» ετεροσεξουαλικότητας. Συνεχίζοντας το έργο της Μποβουάρ, προσεγγίζει ένα επόμενο βήμα της γυναικείας χειραφέτησης και θεωρεί ότι η γλώσσα της Αντιγόνης δεν είναι αποκαθαρμένη από τον κυρίαρχο λόγο αλλά επιμολυσμένη από αυτόν, και επιφέρει κρίση σε θεμελιώδεις κανόνες. Αν η Αντιγόνη, η εξεγερμένη ηρωίδα του Σοφοκλή, αποτελεί σύμβολο απείθειας και ανυπακοής, πόσο ξεφεύγει, αλήθεια, από την εξουσία που αντιμάχεται; Ασχολείται με την Αντιγόνη περνώντας από τον Χέγκελ, τον Λεβί-Στρως, τον Λακάν, την Ιριγκαρέ, την Άρεντ, τον Αγκάμπεν. Συνδέοντας τα λόγια και τα έργα της Αντιγόνης με τις διεκδικήσεις όσων δεν χωράνε στις αποδεκτές σχέσεις συγγένειας, επανατοποθετεί τη μορφή της σε μια ριζοσπαστική προοπτική, στα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου και η Αντιγόνη γίνεται πρόσφορο παράδειγμα, όχι απλώς μιας ηρωικής αφήγησης για την αμφισβήτηση της εξουσίας, αλλά, κυρίως, των δυνατοτήτων που αναδύονται από την αναπόφευκτη διαπλοκή του αντιστασιακού λόγου με αυτόν της εξουσίας. Η Αντιγόνη δεν αντιπροσωπεύει τη συγγένεια στην ιδεατή μορφή της, αλλά την παραμόρφωση και μετατόπισή της, αυτή που θέτει σε κρίση τα κυρίαρχα καθεστώτα αντιπροσώπευσης κι εγείρει το ερώτημα ποιος υποστηρικτικός ιστός σχέσεων κάνει δυνατή τη δική μας ζωή, όσων από μας διαταράσσουν τη συγγένεια αναδιατυπώνοντας τους όρους της και ποια νέα σχήματα νοητότητας κάνουν τους έρωτές μας θεμιτούς κι αναγνωρίσιμους. Προβάλει ως παράδειγμα τον διάσημο θρήνο της Αντιγόνης που λαμβάνει χώρα μετά την καταδίκη της σε θάνατο. Στον μακρύ της λόγο, θρηνεί για το ότι δεν θα γνωρίσει το συζυγικό κρεβάτι, το συζυγικό δεσμό και δεν θα κάνει παιδιά.
Τι θέλει τελικά η Αντιγόνη; Γιατί φωνάζει και αντιδρά;
Το πρόσωπο της Αντιγόνης αφορά την κοινωνική σύγκρουση που τότε δονούσε το υπέδαφος των σχέσεων και του πολιτισμού. Η ανάδυση και η εμπέδωση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας φυσικά δεν ήταν μόνο πολιτικό θέμα, είχε βαθιές κοινωνικές διαστάσεις, αμφισβητώντας οικογενειακές εξουσιαστικές δομές. Σχετίζεται όμως και με τις φεμινιστικές αναγνώσεις της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη μετά τον θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, απομένει χωρίς αδελφούς απόγονος του Οιδίποδα και οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες-εξουσίες και λειτουργίες του γένους. Το δίπολο Αντιγόνη – Κρέων δεν εκπροσωπεί την ηθική, τη μητριαρχία ή τα άγραφα ασύνειδα βάθη της ψυχής αφενός, και την εξουσία αφετέρου. Είναι δίπολο εξουσιών και νόμων: εδώ το εξουσιαστικό γένος με τους κανόνες του, εκεί η εξουσιαστική δημοκρατία με τους δικούς της. «Από τις δυο θρησκευτικές στάσεις που βάζει να συγκρούονται η Αντιγόνη», γράφουν ο Ζ.Π. Βερνάν και ο Π. Βιντάλ-Νακέ , «καμιά δεν θα μπορούσε αφ’ εαυτής να είναι η σωστή χωρίς να κάνει χώρο για την άλλη, χωρίς να αναγνωρίζει επίσης αυτό που την περιορίζει και την αμφισβητεί».