«Την πρώτη φορά που είδα την Αμερική, δηλαδή τη Νέα Υόρκη, στις επτά το βράδυ, εκστασιάστηκα από αυτή τη χρυσόμαυρη μάζα μέσα στη νύχτα που καθρεφτιζόταν στο νερό. Κάποιος έλεγε δίπλα μου στο πλοίο: Είναι σαν φόρεμα με πούλιες, κι αυτό με βοήθησε να ξεκαθαρίσω το όραμά μου. Η Νέα Υόρκη μού θύμιζε σβώλο χρυσού.
Αργότερα, πατώντας το πόδι μου στο πεζοδρόμιο της Πέμπτης Λεωφόρου, ένοιωσα πραγματικά ηλεκτρισμένος και σκέφτηκα: Αξίζει όντως τον κόπο που πηγαίνω τόσο μακριά (διέσχιζα τότε την Αμερική για να πάω στην Ταϊτή), αφού εδώ νοιώθω να ξεχειλίζω από ενέργεια.
Οι διαστάσεις του δρόμου και το ύψος των κτιρίων δίνουν μια αίσθηση ανοιχτού δρόμου. Αναπνέει κανείς πιο ελεύθερα εδώ απ’ ό,τι στους παλιούς στενούς δρόμους. Έχει μια αίσθηση ευρυχωρίας, όπου η τάξη δίνει ένα αίσθημα ασφάλειας. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί άνετα σε ένα νεοϋρκέζικο δρόμο, πράγμα που είναι σχεδόν αδύνατο, πρέπει να το παραδεχτούμε, στην παριζιάνικη αταξία.
Δεν μιλώ βέβαια για τους μικρούς δρόμους αλλά για το αμερικάνικο πνεύμα, το οποίο μοιάζει να εκδηλώνεται όλο και πιο ελεύθερα στην καρδιά μιας πόλης όπως η Νέα Υόρκη.
Οι ουρανοξύστες δεν είναι καθόλου αυτό που φαντάζεται κανείς βλέποντας τις φωτογραφίες. Από τον δέκατο όροφο κι έπειτα αρχίζει ο ουρανός, διότι το φως διαβρώνει ήδη το κτίσμα. Το φως και οι αντανακλάσεις του εξαλείφουν την υλικότητα του κτιρίου. Όταν βρίσκεται κανείς στο δρόμο, ο ουρανοξύστης δίνει την εντύπωση μιας σταδιακής μείωσης της έντασης των τόνων που ξεκινά από τη βάση και φτάνει μέχρι την κορυφή. Η μείωση της ένταξης του τόνου, η οποία χάνεται στον ουρανό προσλαμβάνοντας την απαλότητα της ουράνιας ύλης με την οποία συγχωνεύεται, προσφέρει στον περαστικό ένα αίσθημα ανακούφισης, εντελώς απρόσμενο για τον Ευρωπαίο επισκέπτη. Αυτή η ανακούφιση, που αντιστοιχεί σε ένα αίσθημα λύτρωσης, είναι πολύ χρήσιμη διότι αντισταθμίζει την εξουθενωτικά έντονη δραστηριότητα της πόλης.
Συχνά μάλιστα τα κτίρια, που τα περισσότερα είναι λευκά, φέρουν σε όλο το μήκος τους, από τη βάση έως την κορυφή, μεγάλες λαμπερές ραβδώσεις από αλουμίνιο, οι οποίες αναδεικνύουν αμέσως τη διάσταση του κτιρίου, χωρίς να επιφέρουν καμία αλλοίωση στο σύνολο, σαν υδάτινος καθρέφτης. Έτσι, μπορούμε να συσχετίσουμε αυτή τη διάσταση με όλες εκείνες που μας είναι ήδη γνώριμες και ο ουρανοξύστης επιστρέφει σ’ εμάς σαν ένα απτό αντικείμενο, με ανθρώπινες διαστάσεις. Και αυτό σίγουρα διευρύνει το χώρο μας.
Στο Μουσείο του Κλυνί, για παράδειγμα, νοιώθει κανείς να πιέζεται από τους τοίχους, οι αναλογίες των οποίων είναι εκείνες που απαιτούσε ο Μεσαίωνας. Στους πύργους της Αναγέννησης ήδη αναπνέουμε πιο ελεύθερα. Δίπλα στους ουρανοξύστες η αίσθηση ελευθερίας που μας δίνει η κατάκτηση ενός ευρύτερου χώρου επιβεβαιώνεται περίτρανα.
Το χώρο που αναζητούσα στην Ταϊτή δεν τον βρήκα εκεί αλλά στη Νέα Υόρκη.
Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς όταν ατενίζει την πόλη από τον δέκατο τρίτο ή δέκατο τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου Πλάζα για παράδειγμα, απ’ όπου βλέπει το Σέντραλ Παρκ μπροστά του και τους ουρανοξύστες εκατέρωθεν των μεγάλων λεωφόρων. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο αλλά όχι απάνθρωπο θέαμα, όπως λ.χ. εκείνο των μεγάλων ελβετικών βουνών.
Όσο για το Μπροντγουέι το βράδυ, που τόσο πολύ το έχουν εκθειάσει, δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αρκεί να φανταστείτε το Boulevard des Italiens και να του προσθέσετε πολλαπλάσιο ύψος. Ο φωτισμένος Πύργος του Άιφελ είναι, από πολλές απόψεις, πολυτιμότερο αντικείμενο. Και οι ίδιοι οι Αμερικανοί το ομολογούν.
Αντίθετα, όταν βλέπει κανείς τη Νέα Υόρκη από το ποτάμι προς το τέλος της μέρας, όλα εκείνα τα μεγάλα κτίρια με τα διαφορετικά επίπεδα χρωματίζονται διαφορετικά και προσφέρουν ένα γοητευτικό θέαμα στον ουρανό του αμερικανικού καλοκαιριού. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου το φως είναι πολύ καθαρό, άυλο, κρυστάλλινο, αντίθετα με εκείνο της Ωκεανίας, που είναι παχύρρευστο, βελούδινο όπως εκείνο της Τουραίν, και μοιάζει να χαϊδεύει τα πράγματα.
Είναι ένα εξαιρετικά εικαστικό φως*, όπως το φως στους ουρανούς των Ιταλών προαναγεννησιακών».
-Ο Ματίς δήλωνε το 1933 στον Andre Masson: Όταν θα δείτε την Αμερική, θα καταλάβετε ότι μια μέρα θα έχουν κι εκεί ζωγράφους, διότι δεν είναι δυνατόν να μην υπάρξουν κάποτε ζωγράφοι σε μια τέτοια χώρα, η οποία προσφέρει τόσο εκθαμβωτικά οπτικά θεάματα (αναφέρεται από τον Andre Masson στο Entretiens avec Georges Charbonnier).
«Όταν οι Αμερικανοί περιηγηθούν αρκετά τον παλαιό κόσμο, ώστε να συνειδητοποιήσουν τον πλούτο τους, τότε θα μπορέσουν να δουν τη χώρα τους όπως πραγματικά είναι.
Και δεν μιλώ μόνο για το φυσικό κλίμα της Αμερικής αλλά και για την ίδια την ηθική ατμόσφαιρα που επικρατεί εκεί. Αυτή η ένταση, αυτός ο διαρκής δυναμισμός μπορούν να μεταμορφωθούν στο ζωγράφο σε καλλιτεχνική ενέργεια, προκαλώντας του ευεργετική αντίδραση».
«Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται για τη μοντέρνα ζωγραφική εξαιτίας του άμεσου τρόπου με τον οποίον αποδίδει το συναίσθημα. Είναι πιο άμεση από τη ζωγραφική του παρελθόντος. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται σε αυτήν διατηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό τη φυσική τους υπόσταση. Έχουμε να κάνουμε περισσότερο με γραμμές και χρώματα σε κίνηση παρά με την αναπαραγωγή ενός αντικειμένου ή κάποιου προσώπου. Μέσω της μοντέρνας ζωγραφικής οι Αμερικανοί επικοινωνούν ουσιαστικά με τον εαυτό τους. Έχει μεγαλύτερη σχέση με την πνευματική τους δραστηριότητα. Δεν τους υποχρεώνει να ταυτιστούν με τις υλικές συνθήκες ζωής των αναπαριστάμενων αντικειμένων.
Όταν κουράζονται, το πνεύμα τους δεν βρίσκεται αντιμέτωπο με την «απραξία», αλλά μπροστά στους σύγχρονους πίνακες επαναδραστηριοποιείται, σε άλλο βέβαια επίπεδο.
Έτσι χαλαρώνουν.
Αυτό ακριβώς είχα πει πριν από είκοσιπέντε χρόνια στην Grunde Revue: Η ζωγραφική πρέπει να είναι κάτι που να χαλαρώνει το μυαλό του σημερινού ανθρώπου που έχει κουραστεί από την καθημερινή εργασία.
Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά πράγματα στην Αμερική είναι η συλλογή Barnes, η οποία είναι στημένη με έναν τρόπο πολύ χρήσιμο για την εικαστική επιμόρφωση των Αμερικανών καλλιτεχνών. Τα έργα προηγούμενων αιώνων είναι τοποθετημένα δίπλα σε σύγχρονα έργα, ένας Τελώνης Ρουσσώ δίπλα σε έναν Προαναγεννησιακό. Και η προσέγγιση αυτή βοηθά τους σπουδαστές να καταλάβουν πολλά πράγματα που δεν διδάσκουν οι ακαδημίες...
Σύμφωνα με την κρατούσα αισθητική στην Αμερική, η παρουσίαση αυτή επιδιώκει να εισαγάγει κάποιο δήθεν θετικό μυστήριο ανάμεσα στο θεατή και το έργο, αλλά στο βάθος δεν πρόκειται παρά για μεγάλη παρεξήγηση.
Πάντως, η μόδα της σύγχρονης ζωγραφικής στην Αμερική είναι σίγουρα μια προετοιμασία για την άνθιση της αμερικανικής τέχνης.
Άλλωστε, η έκφραση της αμερικανικής ενέργειας σε άλλους τομείς είναι όλο και περισσότερο δεδομένη είτε πρόκειται για κινηματογράφο είτε για αρχιτεκτονική, όπου οι αρχιτέκτονες εγκαταλείπουν σκόπιμα και πρόθυμα τις απομιμήσεις των πύργων του Λουάρ. Βρίσκουμε ωστόσο ορισμένα τελευταία κατάλοιπα αυτών των απομιμήσεων, όπως μερικά αρχιτεκτονικά τμήματα στον εικοστό έκτο όροφο ενός κτιρίου με τη μορφή καπέλου, ή κάποιους θριγκούς στη Γουόλ Στρητ, οι οποίοι στεφανώνουν το κτίριο δημιουργώντας μαύρες μπάρες που ταράζουν το πνεύμα του περαστικού.
Ορισμένοι σίγουρα θα πουν ότι κολακεύω τους Αμερικανούς, όπως είχαν πει μερικά χρόνια πριν ότι άφησα γενειάδα για να ευχαριστήσω τους Ρώσους. Όμως, είναι απόλυτα προφανές, για κάποιον που έχει λίγο μυαλό, ότι τα νέα κτίσματα ικανοποιούν το πνεύμα περισσότερο από τα κακά συνονθυλεύματα των διαφόρων ευρωπαϊκών στυλ, τα οποία αποτελούσαν την προγενέστερη αρχιτεκτονική. Απομένουν άλλωστε ορισμένα δείγματα στην Πέμπτη Λεωφόρο. Είναι εύκολο λοιπόν να συγκρίνει κανείς.
Το μεγάλο προσόν του σύγχρονου Αμερικανού είναι ότι δεν μένει προσκολλημένος σε αυτά που έχει κατακτήσει. Η διάθεσή του να ριψοκινδυνεύει τον κάνει να καταστρέφει ό,τι έχει επιτύχει μέσα στη μέρα, με την ελπίδα ότι η επομένη θα του φέρει μεγαλύτερες επιτυχίες. Η Αμερική έχει το σχήμα και το πνεύμα ενός μεγάλου πεδίου πειραματισμού, το οποίο πρέπει να είναι εξαιρετικά θελκτικό για έναν καλλιτέχνη».