Η έσχατη ματαίωση και το υπέρτατο Εγώ
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Κόσμος / 18.06.16 ]Να πάσχεις από υπερβολικό Εαυτό και αίφνης να επέρχεται η έσχατη ματαίωση. Μιλώ για τον από τηλοψίας αποχαιρετισμό του καρκινοπαθούς δημοσιογράφου. Και λέω, τώρα τι; Από ποιο τίποτα να κρατηθεί; Πως να μπορέσει να υπάρξει και μετά το θάνατο, να νικήσει την απόλυτη ανυπαρξία; Αρκεί να αφήσει πίσω ένα αποτύπωμα, που να δηλοί «ότι πέρασα κι εγώ από εδώ»: Να φυτέψει δύο δέντρα, να γεννήσει δυο παιδιά, να γράψει δυο βιβλία, που προτείνει η ποιήτρια; Το νόημα της ζωής είναι η συνέχεια της ζωής και να ζεις ως εική, που λέει ο Τζιάκομο Λεοπάρντι. Άλλοι θέλουν να «νικήσουν» το θάνατο με τη δύναμη της ατομικότητάς τους, με το να είναι ξεχωριστοί, σχεδόν Χριστοί στο υπέρτατο πάθος τους, πεθαίνοντας ως άνθρωποι για να αποδείξουν ότι είναι ο λόγος. Και ως Λόγος επιτυγχάνουν την Αθανασία, τουτέστιν την ευ-θανασία.
Αλλά τι είναι η αθανασία; «Η απόλαυση της μελλοντικής φήμης (δηλαδή της υστεροφημίας) είναι μια απόλαυση του παρόντος... Πρόκειται για μια απόλαυση αλαζονείας που όμοιά της δεν μπορεί να προσφέρει καμιά υλική κτήση. Μπορεί, όντως, να πρόκειται για ψευδαίσθηση, αλλά όπως και να ‘χει, είναι μια απόλαυση μεγαλύτερη από την απόλαυση που προσφέρει μόνο αυτό που βρίσκεται εδώ», γράφει ο Πεσσόα.
Ο Μίλαν Κούντερα, στην δική του Αθανασία, μιλάει για την «χειρονομία της επιθυμίας για αθανασία», η οποία δεν γνωρίζει παρά δύο σημεία αναφοράς: το εγώ, εδώ, και τον ορίζοντα, εκεί κάτω, μακριά. Αλλά η χειρονομία της επιθυμίας για αθανασία δεν έχει τίποτα κοινό με την αγάπη. Το «να είσαι θνητός είναι η στοιχειωδέστερη ανθρώπινη εμπειρία» συμπληρώνει ο Κούντερα, κι’ όμως, ο άνθρωπος δεν ξέρει να είναι θνητός κι όταν είναι πεθαμένος, «δεν ξέρει καν να είναι πεθαμένος».
Ωστόσο, ο Κούντερα συμφωνεί με τον Πεσσόα, όταν γράφει ότι, όπως η Αγκάθα Κρίστι που είχε μεταβάλλει το φόνο σε ψυχαγωγία, έτσι και η αθανασία μετατρέπει το θάνατο σε απόλαυση (ευθανασία). Συνεπώς η αθανασία μπορεί να είναι μια διπλή απόλαυση εν ζωή, κινούν αίτιο του παρόντος, του εδώθε και όχι του επέκεινα.
Ο Πεσσόα καταλήγει ότι «η φήμη είναι κατ’ ουσίαν λογοτεχνική», ότι, δηλαδή, η φήμη επιβιώνει μέσω του γραπτού λόγου. Γι' αυτό και η προσφυγή στο αυτοβιογραφικό βιβλίο που αφηγείται το μαρτύριο είναι το πιο κλασσικό από τα "αποτυπώματα". Εν τέλει, ο Πεσσόα οδηγείται «στην αυτοκτονία όχι ο ίδιος, αλλά μέσω τρίτου...», όπως η υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε κέντρα της Ελβετίας. Γιατί η αυτοκτονία είναι ένας τρόπος για να εγγραφεί κάποιος για πάντα στη μνήμη μας. Να μη μας αφήσει ούτε στιγμή στη ζωή μας. Να μας συνθλίψει, γράφει ο Κούντερα. Κι αυτό ήθελε ο μεγαλομανής Πεσσόα.
Ο Κούντερα από την πλευρά του, υπερβαίνει τις τυπολογίες και βλέπει περισσότερο τις αποχρώσεις. Διαχωρίζει, λοιπόν, εκείνον που επιθυμεί «τη δόξα των προβολέων που είναι στραμμένοι επάνω του», από την εξουσία εκείνου «που παραμένει στη σκιά». Προτιμά τη δύναμη του κυνηγού που σκοτώνει μία τίγρη και όχι τη δόξα της τίγρης που τη θαυμάζουν αυτοί που θα την χρησιμοποιήσουν για χαλί! Και προτείνει: Από τη μια την ηδονή της θνητότητας και από την άλλη την ηδονή του ολικού μη-είναι που «έχει χρώμα γαλαζωπό» (Νοβάλις).