Εν πλήρει εξαρτύσει

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 15.02.21 ]

Στον στρατό που λες, ήταν πολλά εκείνα που μπορούσαν να σου την βαράνε κατακούτελα.

Κι αν είχες καταταγεί και σε μεγαλύτερη ηλικία με σχετικά λίγο περισσότερο πηγμένο το μυαλό, τότε σου την βαράγανε στο δόξα πατρί πράγματα που δεν απασχολούσαν τους νεότερους.

Η ρουτίνα ας πούμε.

Να έχεις κάθε μέρα να κάνεις τις ίδιες ανούσιες μαλακίες, μια τάχα μου "εκπαίδευση" στα όπλα, που μέσα σε ένα τετράμηνο τα είχες μάθει απ' έξω όλα, αλλά εκεί, τα ίδια ξανά και ξανά, αφού έτσι ήταν το "προβλεπόμενο", το "πρόγραμμα".

Άλλο που σου την βάραγε, ήταν η "εξουσία" και η "άσκησή" της από κάτι απίστευτους τελεμέδες, είτε είχαν σπουδάσει είτε όχι, είτε είχαν μέσο και πήραν κάποιον βαθμό. Εκείνη η σιχαμένη υπεροψία τους, εκείνο το αλάθητό τους, εκείνη η ψευδο-αίγλη τους και η καλυμμένη με γαλόνια ασχετίλα τους. Η "επίσημα και προβλεπόμενα" κάλυψη και παραλλαγή απίστευτων κόμπλεξ, ανεπάρκειας, βλακείας ίσως και ψυχικής αστάθειας. Αλλά αυτοί "διατάζανε". Κι εσύ έπρεπε να τρέχεις. Να κάθεσαι ακίνητος. Να κάνεις εκείνο που κατέβαζε η γκλάβα τους. Να "εκτελείς". Αγόγγυστα. Άμεσα. Χωρίς αντίρρηση. Γιατί έτσι.

Ακόμη περισσότερο βέβαια, σου την έδιναν τα άσχημα συναισθήματα που σου προκαλούσαν οι κωλογλύφτες της εξουσίας, οι ρουφιάνοι, οι πάντα πρόθυμοι να υπερασπιστούν ό,τι παπαριά διέταζε ο "έχων εξουσία". Αυτούς ήθελες να τους βάλεις κάτω, να τους πλακώσεις στα χαστούκια και τα κουτουλίδια, να αφήσεις το προσωπικό τέρας που ο καθένας κρύβει μέσα του, να ορμήσει πάνω τους και να τους καταξεσκίσει τις σάρκες.

Μετά, σιχαινόσουν εκείνη την επίπλαστη "σοβαρότητα του έργου που επιτελείτε" που τσαμπούναγε ο κάθε γαλονάς, στοχεύοντας στο φιλότιμο και στην δια της πλαγίας οδού αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της "ηγεσίας του".

Για να μην πούμε για εκείνο το ξεφτιλισμένο "δεν προβλέπεται" που έτρωγες στην μάπα, όταν είχες το θράσος να κάνεις κάτι που δεν ήταν ΣΑΦΩΣ καθορισμένο και επιτρεπτό από διατάξεις, εγκυκλίους, σήματα της Διοίκησης.

Ακόμη, η παντελής έλλειψη χρώματος μέσα στο στρατόπεδο ήταν στενάχωρη. Πολύ. Μόνο το χακί των στολών και οι "προβλεπόμενες" απόχρωσης ενός πεθαμένου πράσινου σε ρούχα, σκεύη, εξοπλισμό, οχήματα, μηχανήματα, μυαλά, βλέμματα. Μια κοινωνία δήθεν ετοιμοπόλεμων. Δήθεν καταρτισμένων. Δήθεν με υψηλό φρόνημα.

Κι ας ήσουν φαντάρος υπόδειγμα. Χωρίς καθόλου δήθεν.

Με πάντα στρωμένο και τεντωμένο το κρεββάτι, να γκελάρουν τουλάχιστον τρεις φορές τα κέρματα πάνω του στην προβλεπόμενη επιθεώρηση της Παρασκευής.

Πεντακάθαρος εξοπλισμός και όπλο, ακόμη και σε σημεία που "απαγορεύεται με ποινή φυλάκισης", όπως ολάκερο και μέχρι μέσα το κλείστρο, οι υποδοχές στήριξης του ελατηρίου του όπλου στο εσωτερικό του υποκόπανου, τα σημεία στήριξης του αορτήρα, στον φλογοκρύπτη. Το είχες το G3A3 σου λες και ήταν σε βιτρίνα, ακόμη κι εκείνο το βαθιά χαραγμένο "ΧΡΥΣΑ" στο εσωτερικό του υποκόπανου, το έκανες να μην έχει εξογκώματα και ακίδες, να μην σε γρατζουνάει. Το είχες "δηλώσει αρμοδίως" κιόλας, να μην σε τρέχουν για "φθορά στρατιωτικού εξοπλισμού" και πληρώσεις εσύ τον ασίγαστο έρωτα και το εγκλωβισμένο "ωχ Αμάν" του παλιού φαντάρου που το είχε χαράξει, ποιός ξέρει πόσα χρόνια πριν. Και σκεφτόσουν αν τελικά τον περίμενε η πραγματική Χρύσα ή αν άλλαξε γνώμη αυτός ή αυτή τελικά.

Και τον άλλον άγνωστο σκεφτόσουν, εκείνον που "ακόνισε" την στρατιωτική ξιφολόγχη που χρεώθηκες και που έπρεπε πλέον να την φροντίζεις ιδιαίτερα και με σχολαστικότητα μη τυχόν σκουριάσει και το χρεώσουν σε εσένα για "αμέλεια συντήρησης-καταστροφής οπλισμού". Πάντα τις μαλακίες των υποτιθέμενων ετοιμοπόλεμων, τις πληρώνουν εκείνοι που καμία σχέση δεν ήθελαν με όλα αυτά.

Κι ας ήσουν ο μοναδικός σε ολόκληρο το τάγμα, που πήγαινε το όπλο στον οπλουργό για εβδομαδιαία συντήρηση.

Κι αυτό τους έκανε να σε κοιτούν με περίσκεψη και καχυποψία.

"Στρατόκαυλος ο τύπος ή ψυχάκιας. Ας προσέχουμε λίγο με αυτόν..."

Σε διασκέδαζαν όμως τα βλέμματά τους και είχες και μια ησυχία που κρατιόντουσαν κάπως σε απόσταση και δεν σου τα ζάλιζαν με διάφορες μαλακίες.

Και στις πορείες πάλι, με πλήρη εξοπλισμό εθελοντής δήλωνες, και στις βολές με πενηντάρια πολυβόλα, και σε ρίψεις αληθινών χειροβομβίδων, και σε καθάρισμα ναρκοπεδίων έστω και με ψευτονάρκες, σε βολές με άλλου τύπου όπλα, σε αγγαρείες στα μαγειρεία κι ας κάρφωσες το κεφάλι σου σε βρύση λόγω της γλίτσας και πεταγόταν το αίμα ένα μέτρο πάνω.

Και δεν είχες καμία σκορδοκαΐλα για τίποτα από αυτά, να περνάει ο χρόνος πιο γρήγορα ήθελες, να τελειώνεις να φύγεις, να ασχολείσαι έστω με κάτι κι ας ήταν επικίνδυνο ή μαλακία, για να μην σκέπτεσαι το "τι σκατά κάνω εγώ εδώ μέσα γαμώτο" που σε έπιανε από τον λαιμό και σε κοπάναγε στους τοίχους του Κ.Ψ.Μ.

Και τότε, την μουσική είχες αποκούμπι, κάτι κασέτες με δικές σου επιλογές, που τις έβλεπαν οι πιτσιρικάδες συνάδελφοι και σε κοίταγαν με απορία και ακαθόριστο σεβασμό με φόβο μαζί.

Που και που, ρώταγε και κανένας "ρε σειρούλα τι είναι αυτό που ακούς" και του έλεγες λίγα και μετρημένα.

Κανέναν δεν κράτησες "φίλο" μετά τον στρατό, αφού ήξερες πως δεν έχει νόημα όλο αυτό, δεν έχει σημασία καμία, δεν ήσουν για εκεί, αλλού το μυαλό και η καρδιά, άλλα γούσταρες, άλλα σκεφτόσουν, άλλα επιθυμούσες, πέρα και μακριά από στρατούς, στρατόκαυλους, ψευτοτσαμπουκαλεμένο αίσθημα "ομαδικότητας" και τέτοια. Δεν χωρούσε η διαρκής αμφισβήτηση των πάντων στις μαλακισμένες βεβαιότητες των πολλών. Όπως και στην κανονική ζωή δηλαδή.

Κι άλλο κοινό σημείο δεν υπήρξε, παρά μόνο εκείνο της χακί καθημερινότητας, της φόρμας αγγαρείας και των συνθηκών με ημερομηνία λήξης.

Και τώρα που το σκέφτομαι κιόλας, σαν πολύ μοιάζει με το τωρινό.

Κι ας σε κυνηγούσε τότε ο διοικητής και ο υποδιοικητής να σε κάνουν "μόνιμο" και να σου πουν και πως θα το κάνεις μάλιστα, επειδή έβλεπαν πως τα πήγαινες ανέλπιστα καλά και πως "σου ταιριάζει ρε, άσε τα ξενοδοχεία και κάτσε εδώ" και τέτοια.

Το κωλοαπολυτήριο περίμενες, να φύγεις. Να πας να ζήσεις.

Κι ήρθε ο καιρός που έφυγες κάποια στιγμή.

Και τώρα, τριάντα χρόνια μετά, πάλι στην μουσική έχεις αποκούμπι, τρως στην μάπα πάλι εγκλωβισμό, πάλι ανίκανους και άσχετους σε θέσεις εξουσίας έχεις να αποφασίζουν και να διατάζουν "γιατί έτσι", πάλι υπακοή σε τυποποιημένο "πρόγραμμα" και σε ό'τι "προβλέπεται".

Μην κινείσαι. Κινήσου. Μέχρι εκεί θα πας. Όχι παραπέρα. Δεν προβλέπεται. Ξέρουμε εμείς. Μην αντιμιλάς. Γιατί είσαι ακομβίωτος; Πέντε μέρες φυλακή και στέρηση εξόδου.

Μόνο χακί χρώμα δεν βλέπεις πάλι.

Τουλάχιστον από έξω.

Γιατί από μέσα, πολλοί ήδη το έχουν φορέσει και χαμπάρι δεν πήρανε. Κι ούτε θα πάρουν ποτέ δηλαδή.

Και για "απολυτήριο", ούτε λόγος.

Και το μυαλό, μόνο να "δηλώσει κωλυόμενος" και να απέχει από όλο ετούτο το κακό θέλει.

Να κάτσει στο ΚΨΜ και να κοιτάζει τον ουρανό.

Κι ας είναι σκοτάδι.

Που καλύτερα κιόλας.

Πάει το βλέμμα μακρύτερα.

Κι ας πας σερί σε αγγαρείες.

Που ήδη πας δηλαδή.

"Εθελοντικά"

Εσύ και εκατομμύρια άλλοι.

Και έχουμε ακόμη γαμωπορεία σειρούλα.

Εν πλήρει εξαρτύσει.

Και βαραίνουν πολύ τα οστά των σκελετών που κουβαλάμε μέσα μας...