Εκεί όπου βρέχει

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 25.02.19 ]

Είναι μερικοί άνθρωποι, πως να το πω, που όταν κουβεντιάζεις μαζί τους πάντοτε βρέχει. Δεν έχει σημασία το τι λες. Σημασία έχει, ότι πάντοτε βρέχει. Μιλάνε σχεδόν σα να σιωπούν και ακούνε σχεδόν σα να μιλούν, έτσι ώστε στο βάθος να ακούγεται εκείνη η μακρινή βροχή που είναι τόσο απαραίτητη όχι μόνο για να καρπίσει η λύπη, όσο (κυρίως) για να μη μείνει άνυδρη η χαρά. Και ξεραθεί γρήγορα μέσα στο γέλιο της, χωρίς ελπίδα να φυτρώσει ένα γαλήνιο στάχυ, ή ένα αναμαλλιασμένο γαρύφαλλο. Σαν εκείνο που κρατούσε ο Μπελογιάννης, ας πούμε. Γιατί εκείνο το γαρύφαλλο που κρατούσε ο Μπελογιάννης δεν ήταν ένα κομμένο γαρύφαλλο, ήταν ένα γαρύφαλλο που φύτρωσε μέσα στη φούχτα του και ρίζωσε για πάντα. Ένα κομμάτι από τη ρίζα του πήρε ο Πάμπλο Πικάσο και το μεταφύτευσε σ’ όλη τη γη.

Θυμήσου το χαμόγελο του Μπελογιάννη. Θυμήσου το γαρύφαλλο που φύτρωνε μέσα από τη φούχτα του. θυμήσου τον Πικάσο και το ποίημα του Ρίτσου. Θυμήσου τη μαύρη ομοβροντία τα χαράματα τού τότε, τις μαύρες ομοβροντίες από τότε μέχρι τώρα όπου γης, θυμήσου τα μαύρα κύματα που καταπίνουν τα παιδιά, θυμήσου ένα μέλλον που δεν θα προλάβεις να το θυμηθείς… δεν γίνονται χωρίς βροχή τέτοια πράγματα. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι άνθρωποι που όταν τους μιλάς, πάντοτε βρέχει. Κι έχω την αίσθηση πως αν η βροχή που ακούγεται στο βάθος, γίνει δάκρυ, θα είναι ένα δάκρυ από νοτισμένο χώμα. Εύπλαστο χώμα για να ξαναπλάσεις τον άνθρωπο από την αρχή: από τη μοναξιά που δεν θέλει να είναι μοναξιά, από το νεύμα που δεν θέλει να μείνει ανεπίδοτο κι από το βλέμμα που δεν θέλει να κοιτάζει προς το ανέγγιχτο ικρίωμα του εαυτού χρόνου.

Α, ναι. Ακούγεται πολλή βροχή όταν κουβεντιάζεις με τέτοιους ανθρώπους. Αν είσαι μάλιστα καλός ακροατής, δηλαδή ένας εξαίσιος συζητητής, ακούς την βροχή ακόμα κι όταν δεν κουβεντιάζεις. Ακόμα κι αν ο άλλος βρίσκεται στο χείλος του επόμενου δευτερολέπτου και δεν πρόκειται ποτέ να τον γνωρίσεις. Ακόμα κι αν ο άλλος βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Μερικές φορές είναι ακριβώς τότε που ακούγεται πιο δυνατά η βροχή.

Και τότε ξέρεις πως οι γυναίκες με την ιθαγένεια της παγκόσμιας μάνας ξαναβγήκαν στην Πλατεία του Μαγιού. Και ότι τα παιδάκια στο μνημείο του Λίντισε μετακινήθηκαν ελαφρά (στρεφόμενα προς τους «Αστούς του Καλαί»;) κι ήρθανε πιο κοντά το ένα στο άλλο για να μην κρυώνουν μέσα στον σφαγμένο τους θάνατο. Ξέρεις, είναι πάντοτε έξω τα παιδιά, σ’ όλα τα Λίντισε, είναι πάντοτε έξω όλες οι μανάδες στις πλατείες του Μαγιού. Κι εκεί έξω πάντοτε βρέχει.

Γι’ αυτό αξίζει να κουβεντιάζεις με τους ανθρώπους που φέρνουν τον ήχο της βροχής στο ύψος των ανθρώπων. Και να τους ακούς. Κυρίως όταν φεύγουν. Και πηγαίνουν εκεί όπου τους χρειάζονται. Ή εκεί όπου χρειάζεται να μείνουν μόνοι. Εκεί όπου βγάζουν τα ρούχα τους μαζί με το σώμα τους και κοιμούνται. Καρφώνοντας οι ίδιοι τα καρφιά στο κορμί τους ώστε κανείς να μην έχει την χαρά της κατίσχυσης, αλλά μόνον οι ίδιοι κατάμονοι στο θαύμα μιας ήττας που «οίδε ότι καλόν». Σε όλο το μήκος της ανθρωπότητας, σε όλο το μήκος της δημιουργίας.

Από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, μέχρι την μονήρη σιωπή μπροστά στην άβυσσο που τους κοιτάζει, βαθιά μέσα στα μάτια, χωρίς ελπίδα οριζόντων και με το ποίημα παγωμένο σαν μοτοσυκλέτα παρατημένη μέσα στο άλλο ποίημα: το χαλασμένο. Εκείνο που ποτέ δεν θα καταφέρεις να το διορθώσεις.

Να κουβεντιάζεις μ’ αυτούς τους ανθρώπους, που είναι αμείλικτα βρεγμένοι. Γιατί εκεί έξω, πάντοτε βρέχει.