Δυσφορία
[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 22.09.21 ]«Ναι, μάνα. Εντάξει. … Τα έχω βγάλει τα εισιτήρια. … Δεκαπενταύγουστο, ναι. … Ναι, με συμφοιτητές. … Καλοί. … Χμ και καλές εντάξει. … Μην αρχίζεις. Και σπουδές και δουλειά, αλλά και οικογένεια. Στα σαράντα, όπως σου έταξα. … Άντε άντε με περιμένουν. Φεύγω. Άντε γειααα.»
Ο ιδρώτας έσταζε από πάνω του. Μήνας Αύγουστος, αρχές. Με το που βράδιαζε έριχνε πάνω του μια πρόχειρη βερμούδα χαχόλικη και ένα φανελάκι, ό,τι πιο άνετο και από τα μόνα πια που του χωρούσαν. Πάχαινε όσο ποτέ. Πάχαινε και ίδρωνε και ένιωθε σφάγιο κάθε φορά που έπρεπε να κολλήσουν τα ρούχα πάνω του, τα ρούχα που έπρεπε να ντυθεί για να βγει έξω.
Κατέβηκε τα σκαλιά με τα πόδια. Στην κατεβασιά δεν τον πείραζε και ύστερα φοβόταν όταν κάποιος θα τον έβρισκε στο ασανσέρ και τέτοια συναπαντήματα τα απέφευγε. Η στενότητα του χώρου, ο τρεχούμενος ιδρώτας, η αδιακρισία, όλα μαζί. Με ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι και έπαιρνε τον δρόμο για να κατηφορίσει από τη Ροτόντα. Τάχυνε το βήμα του κάνοντας δήθεν τον βιαστικό. Τα γέλια στη Γούναρη τού δημιουργούσαν μια αναστάτωση. Τόσα χρόνια εκεί και ακόμη δεν είχε συνηθίσει.
Με το που έπιανε την παραλιακή ξεκινούσε να περπατάει αργά και σταθερά απολαμβάνοντας την κάθε ελάχιστη ριπή ανέμου. Επέλεγε πάντα να πηγαίνει σε μέρη ήσυχα και σκοτεινά. Άμα κουραζόταν κοντοστεκόταν κάνοντας πως μιλάει στο τηλέφωνό του ή ότι ψάχνει κάτι εκεί. Και όσο για τις δικαιολογίες εάν, σπάνιο πράγμα, κάποιος τον συναντούσε… έλεγε ότι είχε μπει σε πρόγραμμα και ότι ήδη έχανε τα πρώτα κιλά.
Ύστερα τα σκοτάδια του έδιναν αυτό που ήθελε, παρατηρούσε τα ζευγάρια που ερωτοτροπούσαν. Όχι, όχι δεν είχε πονηρό σκοπό. Του άρεσε να βυθίζεται πιο πολύ στις μονότονες σκέψεις του. Καμιά φορά παρασυρόταν κι έλεγε ότι πιο ωραίο είναι να δίνεις και όχι να ζητάς σε μια σχέση. Θυμόταν πως πάντα ήταν καλός στις θεωρητικολογίες. Παλιά συζητούσε με φίλους και αυτοθαυμαζόταν.
Καθόταν δεν καθόταν για μια ωρίτσα στην παραλία. Η επιστροφή τον κούραζε πιο πολύ. Του τέλειωνε και το νερό και βιαζόταν να κατουρήσει. Ένιωθε, όμως, ότι το τελείωσε κι αυτό, ότι ξεμπέρδεψε. Ότι θα γυρνούσε και θα είχε αποφύγει την ανάγκη να μην απαντήσει στα τηλέφωνα της μάνας του. Έχει μια μικρή ανηφόρα η Γούναρη που μαζί με τις φωνές τον αναστάτωναν πιο πολύ εκείνη την ώρα. Καταϊδρωμένος πια και χωρίς άλλοθι για βιασύνες προσπαθούσε να μείνει απερίσπαστος από τις φωνές και τα χάχανα.
Έπιανε τα κλειδιά στο χέρι του με το που διέσχιζε την Εγνατία, το ένα για την εξώπορτα, το άλλο για το διαμέρισμα. Άνοιγε το ψυγείο και κατέβαζε μισό μπουκάλι νερό. Άνοιγε τις μπαλκονόπορτες και άκουγε που αντηχούσαν τα γέλια ίσα μέσα στο σπίτι του. Θράσος σκεφτόταν. Αυτές οι ριπές του ανέμου φέρνουν τους ήχους από τη θάλασσα μέχρι πάνω από τη Ροτόντα και ούτε αέρας ούτε θέα για να βλέπεις παρά μόνο το μπαλκόνι του απέναντι φοιτητή. Τόσα χρόνια το ίδιο θέαμα. Πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό, όλα εκεί κορνιζαρισμένα στον τοίχο και οι απέναντι φοιτητές να αλλάζουν κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια. Έβλεπε τώρα τα κλειστά παράθυρα και σκεφτόταν ότι κι εκεί μέσα φιλοξενήθηκαν χάδια και γέλια. Κατέβαζε μια γουλιά νερό και ακουμπούσε το μπουκάλι στο πλαστικό τραπεζάκι του μπαλκονιού. Σκέφτηκε ότι γερνούσε. Έκλεινε τα μάτια και αποκοιμιόταν εκεί ώσπου κάποια στιγμή ένιωθε μια μικρή αύρα αέρα να τον αγγίζει. Μόνο που τώρα η πρώτη σκέψη με το που άνοιξε τα μάτια του ήταν τι να έλεγε στη μάνα του για την ακύρωση των διακοπών. Δεν υπήρχαν διακοπές. Υπήρχε μόνο αυτό το δυάρι που με τα χρόνια, όσο φούσκωνε ο ίδιος σε χαρτιά και διαστάσεις, τόσο τον έπνιγε.