Διδάσκοντας λογοτεχνία

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 25.09.18 ]

Α. Το να διδάσκεις λογοτεχνία, σημαίνει να βρίσκεσαι σ’ ένα πλατύ επικοινωνιακό κύκλωμα. Οι αποδέκτες των ακαδημαϊκών μαθημάτων θα βρεθούν μια μέρα –αν τους συντρέξει η τύχη- καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από εδώ, νέες φουρνιές αποδεκτών θα μετακομίσουν στις ακαδημαϊκές αίθουσες. Η μεταδιδόμενη «γνώση», μέσα από κυκλώματα που κάνουν μερικά χρόνια για να ολοκληρωθούν, επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στην αρχική της θέση. Μ’ αυτές τις φουρνιές –άρα και με τον εαυτό του- πρέπει να αναμετρηθεί ο δάσκαλος.

Β. Η λογοτεχνία δεν είναι μόνον ένας τρόπος/τόπος επικοινωνίας: είναι επίσης κι ένας τύπος γνώσης. Κι αναρωτιόμαστε αν αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μαζί της σε διδακτικό επίπεδο. Πιστεύω ότι αν έχει νόημα η μελέτη άλλων τύπων γνώσης, για παράδειγμα τα μαθηματικά και η φιλοσοφία, έχει ένα νόημα και η μελέτη της λογοτεχνίας. Μια άρνησή της ως αντικείμενο μελέτης θα ήταν θεμιτή μόνον με τη λογική της ολικής άρνησης του συστήματος κουλτούρας όπου οι εμπειρίες συσσωρεύονται και οργανώνονται.

          Βέβαια η κουλτούρα –μνήμη μιας συλλογικότητας- δεν είναι μια αθώα συσσώρευση πληροφοριών. Κουλτούρα είναι επίσης τα μέσα που οργανώνουν και αποθηκεύουν την πληροφορία. Κι αν λειτουργούν μηχανισμοί διατήρησης, πρέπει αναγκαστικά να ενεργοποιούνται και μηχανισμοί αποκλεισμού. Έτσι ώστε η κουλτούρα, όπως μεταδίδεται από τα πανεπιστήμιά μας, ως μνήμη μιας συλλογικότητας που ταυτίζεται με τις προνομιούχες τάξεις, αποκλείει τις εμπειρίες άλλων ομάδων. Έτσι και η λογοτεχνία θα είναι μια ταξική λογοτεχνία. Τότε όμως δημιουργούνται δύο προβλήματα:

1) είναι αναγκαίο να αντικρούσουμε tout court αυτή την επιλεγμένη λογοτεχνική κληρονομιά, αυτή την πολιτισμική αυθαιρεσία; Το ν’ αρνηθείς κάτι αφού το γνωρίσεις, μπορεί να είναι μια επιλογή, να το αρνηθείς a priori είναι μια αυτοκαταστροφική και παιδαριώδης συμπεριφορά,

2) αν δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στα ενδιαφέροντα και τα προγράμματα των προνομιούχων ομάδων, θα πρέπει αναγκαστικά να αντικαταστήσουμε συνολικά, ως αντικείμενο μελέτης, την αυθαιρεσία της άρχουσας τάξης με την αυθαιρεσία των κατώτερων τάξεων; Αυτό θα σήμαινε ως επιλογή μελέτης μια κουλτούρα ανέκαθεν καταπιεσμένη και καταδικασμένη σ’ έναν ελάχιστο και ασφυκτικό χώρο, μια λογοτεχνία ισχνή και ακατάστατη, θα σήμαινε να πλησιάζεις γνώσεις και εμπειρίες μονοδιάστατες, ευνουχισμένες, ακρωτηριασμένες, κείμενα χωρίς εκείνες τις υγιείς ασάφειες που ευδοκιμούν μόνον σε ευρύχωρες και ανοικτές περιοχές. Μια τέτοια μελέτη έχει βέβαια κοινωνιολογικό ενδιαφέρον –και θα πρέπει γι’ αυτό να τη λάβουμε υπόψη μας- αλλά δεν θα βοηθήσει στο να διευρυνθεί ο ζωτικός χώρος μιας κουλτούρας που περιορίζεται στις στενές ζώνες της υπο-κουλτούρας.

    Μέχρι τη στιγμή που η ιστορία δεν αλλάξει τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στις τάξεις, δίνοντας τη σκυτάλη σε μια πραγματικά εναλλακτική κουλτούρα, θα είναι ανώφελο οι δάσκαλοι –στην πλειοψηφία τους αστοί διανοούμενοι- να έχουν την αξίωση να διδάξουν στους προλετάριους την ίδια τους την κουλτούρα. Καθήκον του αστού –καλόπιστου δάσκαλου- που αποδέχτηκε τα συμφέροντα των κατωτέρων τάξεων, δεν μπορεί να είναι, για την ώρα, παρά εκείνο της οργάνωσης μιας πορείας απομυθοποίησης και απογύμνωσης από την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα. Και δεν θα το κάνει προτείνοντας την άρνηση της «μεγάλης αστικής κουλτούρας», αλλά πιέζοντας ν’ αλλάξει η παραδοσιακή προσέγγιση σ’ αυτή την ασαφή και πλούσια παράδοση.

Γ.   Θα πρέπει να εξηγήσουμε για άλλη μια φορά ότι η μελέτη της λογοτεχνίας, όπως και κάθε άλλη μορφή γνώσης, δεν είναι κοινωνικά ουδέτερη. Η προσέγγιση που αναπαράγεται μέσα στο αστικό σχολικό/πανεπιστημιακό σύστημα, ενώ παρουσιάζεται φυσιολογική και αθώα, στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας τάξης που την ενδιαφέρει η εκπαίδευση ατόμων στη μη-αντίληψη και στην συγκατάθεση. Αφού συνειδητοποιήσουμε την αυθαιρεσία του παραδοσιακού τρόπου γνώσης, αφού καταγγείλουμε την κοινωνική πρακτική που τον καθορίζει, θα μπορέσουμε να περάσουμε στην επιλογή των προσεγγίσεων στο «λογοτεχνικό», που δεν θα υπηρετούν πια τα παλιά γνωστά συμφέροντα.

    Όλη αυτή η σειρά πράξεων –συνειδητή άρνηση των παλαιών τρόπων γνώσης και εντοπισμός καινούριων, που θα βασίζονται σε μια διαφορετική πρακτική- θα έχει στο κέντρο της τη μεγάλη επιχείρηση επανάκτησης του κειμένου. Αυτό που προέχει είναι η ανάκτηση της κριτικής ικανότητας, στην πιο πλατιά της έννοια. Δεν αρκεί ο φοιτητής/μαθητής να είναι σε θέση να καταλάβει τα λόγια του δάσκαλου. Προϋπόθεση εξάλλου κάθε επικοινωνίας είναι η κοινή γλώσσα πομπού και δέκτη. Αλλά, για να μην μείνει η επανεμφάνιση του κειμένου στη σχολική σκηνή μια απλή θεατρική παράσταση του δάσκαλου, θα πρέπει να δοθούν στους δέκτες οι αναγκαίοι για την ερμηνεία κώδικες. Ο φοιτητής/μαθητής, σε θέση να προχωρήσει αυτόνομα στην αποκωδικοποίηση, θα αποβάλει το ρόλο του ακροατή και θα μπορέσει να ενεργοποιήσει τη φυσιολογική ανάγκη κάθε ατόμου, δηλαδή το λόγο.

Και το ερώτημα που μπαίνει: η πρόταση νέων τρόπων γνώσης, νέων μεθόδων, απομακρύνει τον κίνδυνο να πέσουμε στην ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας; Θα πρότεινα λοιπόν, πριν ακόμη από το ίδιο το αντικείμενο μελέτης, να προσδιορίσουμε την ιστορικότητα και να συσχετίσουμε τα εργαλεία με τα οποία ετοιμαζόμαστε να το γνωρίσουμε. Ίσως αυτή να είναι η καλύτερη μέθοδος, όπου αυτός που διδάσκει λογοτεχνία θα συμβάλει στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης στους αποδέκτες του.

Όταν θα έχουμε επανακτήσει τα κείμενα, όταν θα αισθανθούμε την ικανοποίηση ότι διατρέξαμε, κι ακόμη ότι αναμετρηθήκαμε μ’ έναν μεγάλο αριθμό από αυτά, θα μπορέσουμε στο τέλος να αφεθούμε στην αναζήτηση της εμπειρίας.

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ