Γυναίκα - αίμα - σπέρμα

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 16.06.20 ]

Στο δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Alpha (16/6/20), πρώτη είδηση, πριν από την πορεία του κορονοϊού, του τουρισμού ή των εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά, δεν ήταν άλλη από την “πολύκροτη” υπόθεση της επίθεσης με βιτριόλι της 35χρονης, όπως αναφέρεται από τα ΜΜΕ, στην Ιωάννα, όπως επίσης αναφέρεται, με το μικρό της πλέον, όνομα από τα ΜΜΕ. Το αυτό και στον ΑΝΤ1, πιθανότατα και αλλού.

Η είδηση μεσουρανεί μέρες τώρα στο σύνολο των ΜΜΕ, δίχως να εκτοπίζεται από καμίαν άλλη, ωσάν να επρόκειτο για κάποια κοσμοϊστορική καταστροφή που αφορά την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Κάθε ανατριχιαστική, ή λιγότερο ανατριχιαστική, λεπτομέρεια του αστυνομικού δελτίου παρελαύνει στις οθόνες της τηλοψίας αλλά και στα σάιτ. Η κοινωνία της πατριαρχίας επιδίδεται σε ένα ξέφρενο πάρτι, εξ αφορμή ενός ακραίου, παρ’ ολίγον θανατηφόρου επεισοδίου “ζηλοφθονίας” όπου ένας άνδρας–σκιά απλώς υπάρχει, την ώρα που οι γυναίκες σκυλεύονται: οι φωτογραφίες του θύματος γεμίζουν καθημερινά τις οθόνες ενώ, διαβόητο για την αισθητική και τις αρχές του, έντυπο δημοσίευσε και τη φωτογραφία της φερόμενης ως θύτριας. Η νεαρή “κοκκινομάλλα αστυνομικός”, μια ακόμα “αποκάλυψη” των ΜΜΕ, ήρθε να συμπληρώσει την εικόνα.  

Το ερώτημα εάν το γεγονός θα απασχολούσε το ίδιο τα ΜΜΕ στην περίπτωση που οι γυναίκες ήταν μέσης ηλικίας και ασχημότερες, είναι, προφανώς ρητορικό: η αδηφαγία της εικόνας επιτάσσει νέες και καλλίπυγες πρωταγωνίστριες, το ευπώλητο, άρα, “αίμα–σπέρμα” και ο αντιδημοκρατικός, σεξιστικός κιτρινισμός, είναι, μονίμως, εδώ. Από την προτηλεοπτική εποχή, όταν συγκεκριμένες οκτάστηλες εφημερίδες περιέγραφαν λεπτομερώς κάθε λογής έγκλημα, μέχρι τη σύγχρονη του διαδικτύου, οι ειδησεογραφικοί αντιπερισπασμοί, το μπούκωμα του λαού με θεάματα αμφιβόλου αισθητικής, είναι στην ημερήσια διάταξη των μιντιαρχών. Με θύματα, το συνηθέστερο, τις γυναίκες που συστηματικά και σε κάθε ευκαιρία κατακρεουργούνται, συμβολικά και κυριολεκτικά.

Η ζήλια αναδεικνύεται βολικό εύρημα. Πίσω από κάθε περίπτωση γυναικοκτονίας, αποκαλύπτεται μια αγάπη “με πείσματα και νοστιμάδες”, ένα αβυσσαλέο πάθος, πουθενά όμως ένας κτητικός αφέντης, ένας φαλλοκράτης που ξεπέρασε κάθε όριο ανθρωπινότητας και νομιμότητας. Εδώ, στην τρέχουσα υπόθεσα, η ζήλια, από γυναίκα σε γυναίκα, λαμβάνει άλλη μορφή. Η μιντιακή απάτη, που θέλει και τα σοβαρότερα να κινούνται στον αφρό, παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι η φερόμενη ως θύτρια δεν είναι παρά μια παραπαίουσα προσωπικότητα, μια περίπτωση εμμονικής προσωπικότητας που αφορά τους ψυχιάτρους ίσως περισσότερο από τους νομικούς. Κι επειδή έχουσι γνώσιν οι φύλακες, στην τηλοψία, οι ψυχολόγοι είναι επίσης γυναίκες, επίσης ωραίες. Η εργαλειοποίηση είναι προφανής: η υπόθεση μας αφορά διότι, μες στην τραγικότητά της, παραμένει μια βολική είδηση. Αναμοχλεύει το ένστικτο της κλειδαρότρυπας και ενισχύει τον κιτρινισμό του απολιτίκ αναπαράγοντας στερεότυπα, με το αζημίωτο. Διότι έτσι μεγαλώνει η τηλεθέαση, άρα και οι πληρωμένες διαφημίσεις.

Η κουλτούρα της νέας συντηρητικής αντιφεμινιστικής αντεπανάστασης όχι μοναχά ανέχεται τέτοια ήθη, αλλά τα υποθάλπει και τα συντηρεί. Είναι η ίδια κουλτούρα που επέβαλε σιωπητήριο στην υπόθεση της Κούνεβα, όπου, παρ’ ότι γυναίκα, η περίπτωση έχανε τα χαρακτηριστικά του θεάματος, μιας και αποτελεί το πλέον ειδεχθές ταξικό έγκλημα στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών. Είναι επί της ουσίας η ίδια κουλτούρα που επιβάλλει τον εξοβελισμό του πολιτικού διαλόγου με τον αποκλεισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης από τον δημόσιο διάλογο, είναι η ίδια κουλτούρα που αντικαθιστά τους πολιτικοποιημένους διανοούμενους με κάθε λογής “εμπειρογνώμονες”.

 Ο σεξισμός, εγγενές και κορυφαίο χαρακτηριστικό των ΜΜΕ της εποχής, τις τελευταίες μέρες κυριαρχεί. Βαραίνει κάθε γυναίκα, αθώα ή ένοχη, παραβατική ή μη. Κι έχει πολλές, καταστροφικές προεκτάσεις, για την κοινωνία ως σύνολο και τη συνοχή της. Να καταγγέλλεται είναι χρέος ολονών, ανεξαρτήτως φύλου.