Γλυκό κυδώνι

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 31.10.21 ]

 Μυρίζει από το δρόμο, μυρίζει γλυκό, γλυκό κυδώνι, γλυκό κυδώνι, κυδώνι.

Μαμά;
Έφτιαξες γλυκό κυδώνι;
Ρωτώ, απαντώ μόνη μου, ναι,
είναι η εποχή του, δυο βάζα, το ένα
 για μας το άλλο για τους ξένους.
Αχ, αυτοί οι ξένοι παίρνουν τα καλύτερα. Αλλά μετά παρηγοριέμαι μόνη μου πάλι· 
ούτε ξένοι είναι, οι θείοι είναι, οι φίλοι, οι συνάδελφοι του μπαμπά.
Ευωδιάζει η αυλή γλυκό κυδώνι, άρπαξε λίγο λέει η γιαγιά, ναι μα  έτσι  μ´ αρέσει,
δεν ξέρω τι σημαίνει «άρπαξε λίγο το γλυκό» όμως πάντα όταν συμβαίνει αυτό είμαι ευτυχισμένη.
Στο κουτάλι μου ο χρυσαφένιος  θησαυρός μοσχοβολάει, σαν καραμέλα κολλάει στον ουρανίσκο, κλείνω τα μάτια να τον απολαύσω.

Πάλι έχωσες το κουτάλι στο βάζο;!
Πάλι …
Αμετανόητη, με τη γλύκα να ξεχειλίζει από το στόμα, ανοίγω τα μάτια.
Μαμά;

Θέλω κι εγώ να φτιάξω γλυκό
Να φτιάξεις
Άντε πήγαινε να πάρεις ζάχαρη  και καθαρίστε τη γωνιά στη στέρνα
Σε δέκα λεπτά οι φιλενάδες έρχονται τρέχοντας.
Απλώνεται η καραμέλα λιωμένη στην καθαρή γωνία, κόλλησαν, έσπασαν τα ξυλάκια που θα κρατούσαν τα γλειφιτζούρια μας, τα δάχτυλα πασαλειμμένα ευτυχία, άρπαξε η καραμέλα, μυρίζει χαρά ο κόσμος, η γιαγιά φωνάζει, ποιος νοιάζεται.
Μυρίζει η ζωή καραμέλα και γλυκό κυδώνι τριμμένο σε φέτες.