Για τον Βασίλη Βασιλικό...
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 08.07.22 ]«Παρεξηγημένος απ’ το πλήθος, κουρελιασμένος απ’ την αντίφαση, συγχέοντας το επάγγελμα του ζην με το επάγγελμα του γράφειν, γόνιμος μέχρι πληθωρικότητας –αυτός που μέμφεται την "πνευματική γονιμότητα των συγχρόνων του"-, το πάθος της γραφής τον κατέκαυσε περισσότερο ίσως από το πάθος της ύπαρξης. Εκτός πια αν με μια καταβύθιση στις αβύσσους φτάνουμε σε εκείνο το βαθμό πυράκτωσης όπου οι δυο επιλογές παύουν να είναι εναλλακτικές για να συγχωνευτούν.», γράφει ο Βασίλης Βασιλικός στο βιβλίο "Οι ωραίοι Ωραιοί".
Ο τόπος, λοιπόν, της πυρακτωμένης περιδίνησης των δύο στοιχείων: της ζωής και της γραφής είναι η μνήμη, είναι το πνεύμα των φίλων, των ερώτων, είναι οι αγωνίες και οι αγώνες, οι ελπίδες και οι μεγάλες ψευδαισθήσεις, είναι αυτό το φοβερό «γιουσουρούμ της μνήμης», που είναι και η ψυχή μαζί, ή μάλλον μια ψυχή-παλίμψηστο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Τα αλλεπάλληλα στρώματα αυτής της παλίμψηστης μνήμης-ψυχής μας προσφέρει ο συγγραφέας Βασιλικός. Αλλά τι να καταλάβουν οι εξόριστοι που δεν ζουν την τραγωδία του τίποτα; Πώς να καταλάβουν το συγκλονιστικό «Γράφε, μαλάκα. ‘μας ανακουφίζεις γράφοντας’. Στυγνή παγάνα. Δόκανο για τα πουλιά».
Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού για τον Βασιλικό δεν είναι παρά το κυνήγι του «χαμένου χρόνου», είναι η μνήμη «ενός μακρινού κι αφέουδου παρελθόντος», είναι η πρόσφατη ελληνική ιστορία πάνω στη σχεδία της οποίας ταξίδεψε ο Βασιλικός και όπου τώρα ανασυστήνει δια της γραφής ένα νέο ταξίδι, ένα δευτερογενή μύθο, έναν νέο εαυτό, τον αληθινό, γιατί η αλήθεια είναι ο μύθος μας.
Ο θησαυρός, οι λίρες του βυθισμένου αεροπλάνου είναι «τα αισθήματα των αγωνιστών της Αντίστασης για μια καλύτερη μέρα, για μια πατρίδα λεύτερη και ομαλή». Αλλά αυτό το παιχνίδι δεν είναι τίποτα, ή είναι ένα χαζοχαρούμενο ταξίδι στο ποτάμι ενός Χόκμπερι Φιν χωρίς τα δράματα, που δημιουργούνται από «τις τεταμένες σχέσεις του πραγματικού και του φαντασιακού», λέει ο Βασιλικός.
Τελικά, ο θησαυρός είναι η μνήμη μας, η προσωπική μας ιστορία.
Ο Έλληνας ακτινογραφείται και προσδιορίζεται: «Ο Έλληνας, από ορισμού του, είναι δισυπόστατος. Μένοντας μέσα πρέπει να χει την ετεροπροστασία κάποιου ξένου, ζώντας στα ξένα έχει την αυτοπροστασία της Ελλάδας, που σαν έννοια, σαν αναζήτηση, σαν νόστος, τον συντηρεί». Ο Εβραίος της διασποράς σε σχέση με τον Έλληνας της διασποράς διαφέρουν διότι ο πρώτος έχει θεοσοφία ενώ ο δεύτερος νοσταλγία, δηλαδή το άλγος της επιστροφής.
Ο Βασίλης Βασιλικός φοβάται και το δείχνει –ο αφηγητής δεν είναι κάποιος ψυχρός πανεπόπτης αφηγητής, αλλά ο ίδιος ο πάσχων ήρωας του βιβλίου, ο φυγάς μέσω των λέξεων, των δικών του λέξεων. Ο ίδιος ο συγγραφέας μιλάει εκ βαθέων: «Όσο η νύχτα με πλακώνει τόσο απαισιοδοξώ. Τα λόγια, τα γραπτά, απ’ τα τελευταία που λέω, μη θέλοντας ν’ αντιμετωπίσω την αδήριτη πραγματικότητα, μου φέρνουν στο νου εκείνον που παραμιλά, ενώ οι πομποί έχουν κλείσει νομίζοντας πως ακόμα τον ακούν, και λέει και λέει ο φουκαράς σ’ ένα μικρόφωνο που τον κοιτάζει βουβό, σαν όψιμη αγκινάρα».
Όχι, δεν τρομάζει ο συγγραφέας για το «τέλος», αλλά για το ενδεχόμενο να μην τον ακούν. Κι αυτό που γράφει θέλει να ακουστεί, θέλει να ακουστεί η «πτώση που οριοθετεί μια πτώση», να ακουστεί ότι «Όλα είναι εντροπία και εντροπή» και ότι «Δεν ωφελεί να το κρύβουμε». Θέλει κυρίως να ακουστεί γιατί αυτή η ιστορία είναι ο ίδιος, είναι το πραγματικό και το φαντασιακό ταξίδι του εν ταυτώ, το ουτοπικό του εν τόπω, είναι οι εξορίες και οι ενδοεξορίες του, είναι ίσως τα testamenta του που αφήνει στον εγγονό: «Εμείς που ζήσαμε δεν τη χαρήκαμε τη ζωή όπως της έπρεπε, γιατί υπήρξαμε μίζεροι και δεν κατανοήσαμε το μεγάλο δώρο. Παλέψαμε για μικρολεπτομέρειες πάνω σ’ ένα λασπότοιχο, χωρίς προοπτική. Δεν ήμασταν πρακτικοί, δεν παρουσιάσαμε όπλα όταν περνούσε η φρουρά για την υποστολή της σημαίας. Υπήρχε κάπου ένας κρυμμένος θησαυρός που δεν τον ψάξαμε. Εμείς αναμετρηθήκαμε με το χρόνο υπερφίαλα, ξέροντας πως είμαστε οι νικημένοι».
Και από τα υπαρξιακά στα οντολογικά, στον έρωτα, το θάνατο και το «σφράτο» (την ανάσταση). Εδώ η λογοτεχνία εμπεριέχει και τη λογική και τη μεταλογική, τη μεταφυσική της, όπου κάποιες μυστήριες δυνάμεις, ξωθιές, αμαδρυάδες κι άλλα στοιχειά που όταν όλα μαζί χτυπούν, ανοίγουν άλλοτε θαλασσινές πηγές κι άλλοτε ανθισμένα χαμόγελα. Ένα «σ’ αγαπώ» κι ο κόσμος όλος ομορφαίνει. Ένα σε «μισώ» και όλοι οι χυμοί του σώματος αποκτούν το χρώμα της χολής. Λες «επ-ανάσταση» και η λέξη εισχωρεί σαν πυρετός μέσα στο αίμα. Γι’ αυτό πάντα θα αναρωτιόμαστε, μήπως, τελικά, ο Μαλαρμέ είχε δίκιο όταν έλεγε «να αλλάξουμε τις λέξεις», την εποχή που ο Μαρξ καλούσε για την αλλαγή του κόσμου. Έχουν σχέση οι λέξεις, η γλώσσα με τη ζωή του ανθρώπου, με τις διαπροσωπικές σχέσεις του και την Εξουσία; Έχουν. Γιατί και «οι λέξεις έχουν αφεντικά», όπως λέει ο ποιητής-επαναστάτης. Αυτοί που κατέχουν τις λέξεις, την πνευματική εξουσία, οι «ιδιοκτήτες» της γλώσσας επιβάλλουν και τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, μας υποβάλλουν τον τρόπο που αγαπάμε, που μισούμε, που σκεφτόμαστε και ονειρευόμαστε.
Αυτός που κατέχει την εξουσία των λέξεων (και τώρα των εικόνων) κατέχει και την πολιτική ηγεμονία. Γι’ αυτό η σημερινή λογοτεχνία δεν περνάει ούτε από τη σκέψη ούτε από τη μνήμη ούτε από την καρδιά, αλλά είναι μια λογοτεχνία του εφησυχασμού, είναι μια λογοτεχνία προορισμένη να καταναλωθεί γρήγορα, εύπεπτα και μαζικά κι ύστερα να απορριφθεί. Η λογο-τεχνία στις μέρες μας είναι μια τεχνο-λογία της εξουσίας. Στην καλύτερη και πιο απαιτητική περίπτωση περιορίζεται σε μια στείρα λογοτεχνικότητα που τσιμπολογάει οκνηρά από Εγώ σε Εγώ, από μικρόκοσμο σε μικρόκοσμο, χάνοντας τον κόσμο και τον όλο άνθρωπο, παραβλέποντας τα μεγάλα θέματα της φτώχειας, της μετανάστευσης, των πολέμων, των προβλημάτων του ανθρώπου και της παγκόσμιας κοινωνίας.
Την άλλη λογοτεχνία, αυτή που συνιστά μιαν αφήγηση της ζωής μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και με τις συγκεκριμένες οντολογικές της ανάγκες, τη λογοτεχνία της κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης, όπως αυτή του Βασίλη Βασιλικού, την συναντούμε πλέον όλο και πιο σπάνια…