Γεώργιος Βιζυηνός: Η ερημία του ποιητή
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Βιβλίο / 15.04.21 ]«…Όταν απέθανεν ο Βιζυηνός τον έφεραν από το φρενοκομείον την νύκτα εις τον ναόν του αγίου Γεωργίου(σ.σ. Καρύτση) και τον άφησαν εκεί σε μια γωνιά, έρημον, συντροφευόμενον μόνον από την λαμπάδα που έρριχνεν ανησύχους λάμψεις εις το φέρετρον, και εγέμιζε με κινουμένας σκιάς το βάθος του ναού. Ολίγους ψυχικούς σεισμούς έχω αισθανθή ωσάν εκείνον που μας έφερεν η θέα του ποιητού, νεκρού και παντερήμου μέσα εις την εκκλησίαν φρικωδώς αγνώριστον, μετά τεσσάρων ετών βάσανον εντός των τοίχων του φρενοκομείου, του πολυθρήνητου τραγουδιστού των «Ατθίδων αυρών»», γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (13.4.1898). Και συνεχίζει: «Ενώ δε εκυττάζαμεν άφωνοι εγώ κι ένας συνάδελφός μου τον Βιζυηνόν καταμόναχον μέσα εις την εμπνέουσαν ρίγη νυκτερινήν ερημίαν του ναού, επρόβαλον δύο υαλώδεις οφθαλμοί από το σκότος, και μετ’ ολίγον η λαμπάς του φερέτρου εφώτισεν εμπρός μας έναν άνθρωπον αλλόκοτον. Ήτο ο τρελλός υπηρέτης της εκκλησίας. Ο τρελλός αυτός εσυντρόφευεν όλην την νύκτα τον Βιζυηνόν…»*.
Κι όμως, η "απόκοσμη" ερημιά του Βιζυηνού μετά θάνατον δεν είχε καμιά σχέση με την οδυνηρή μοναξιά του εν ζωή.
Ο τουρκόσπορος
«Εις τας Αθήνας εφάνη παράξενος τύπος. Κατατομή ιδιαζόντως ανατολική ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων αίτινες εγχαράζονται διαρκώς εις την μνήμην. Οφθαλμοί λοξοί ως κινέζου, φρύδια καμαρωτά, λοξά, κατάμαυρα, φυσιογνωμία mignon αλλά με εξογκωμένα μήλα ρουμελιώτου πρόσφυγος. Και φωνήν, ω, ουδέποτε εις την ζωήν του παρεδέχθη ότι είνε οχληρά…», γράφει ο αθηναϊκός Τύπος της εποχής για τον Βιζυηνό. Οι συμφοιτητές του διασκέδαζαν με τη θρακιώτικη προφορά του, ενώ η εφημερίδα «Μη χάνεσαι» τον αποκαλεί «καραγκιόζη των σαλονίων».
Ο Βιζυηνός δεν εντάσσεται, δεν γίνεται Αθηναίος, «δεν είναι ευλύγιστος...»(γράφει ο φίλος και γιατρός του Βασιλειάδης), γι’ αυτό τους αποκαλεί «μυιοχάφτηδες». Είναι η εποχή που οι «ζαρωμένοι» μικρομεσαίοι των ελληνικών παροικιών εγκαθίστανται στην Αθήνα και φέρονται με την ίδια περιφρόνηση που κι εκείνοι υφίσταντο στην ξενητιά. "Επεδείκνυον περιφρόνησιν" και είχαν την ίδια "υπεροπτικήν συμπεριφοράν των ξένων προς τους εαυτούς των όταν ζαρωμένοι διέμενον εις τον τόπον εκείνων", γράφει ο Αλέξ. Αρ. Οικονόμου.
Ο Γ. Βιζυηνός «είναι γεννημένος δια να παίξη τοιούτον ρόλο επαίτου» γράφει η εφημερίδα ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ, αιτιολογώντας πως δεν τα γράφει αυτά «προς εξευτελισμόν του» αλλά για να καταγράψει «όλα τα αποκτηνούντα στάδια, του υπηρέτου παντοπωλείου, του ψάλτου, του ράπτου, του παπαδοπαίδου, του ιεροσπουδαστού, και αναρπαγείς αιφνιδίως εκ των στρωμάτων της καταγωγής του δια χειρός του κ. Ζαρίφη… διέσωσεν αμόλυντα τα κεφάλαια της χυδαιότητας… περιέφερεν τα κεφάλαια αυτά του παιδός παντοπώλου…». Η εφημερίδα το κάνει ακόμα χειρότερο, δείχνοντας συγχρόνως την απίστευτη περιφρόνηση των "από πάνω" της νεοπαγούς ελληνικής κοινωνίας για τους "από κάτω". Το να είσαι «υπηρέτης παντοπώλου» είναι χειρότερα κι από κτήνος! Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρίνος Αντύπας επιχείρησε αρχικά, πριν πάει στους κολλήγους, να οργανώσει τους «υπηρέτες» της Αθήνας.
Ατέλειωτη νύχτα
Στο άρθρο του γιατρού Ν. Βασιλειάδη με τίτλο: «Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Ο Έλλην Γκυ ντε Μωπασάν)», διαβάζουμε: «Το δράμα του Γκυ ντε Μωπασάν όπερ το έαρ του 1892 αναστάτωσε τους Παρισίους, έσχε πικρόν αντίκτυπον και στην ημετέραν πτωχή φιλολογία. Ο κόσμος έκλαιε μία ατυχή διάνιαν κλεισθείσα εν καιρώ του σπινθηροβολισμού της εις το φρενοκομείον και η ελληνική φιλολογία προέπεμπε υπό την αυτήν δραματικήν εξέλιξη τέκνον της, εμπνευσμένον όλου του κάλλους της, της δυνάμεως, του μυστηρίου της, τον Γεώργιον Μ. Βιυζηνόν. Ως ενθυμούμαι απλήστως την αλγεινή εκείνην νύκτα. Είχον κληθεί κατεπειγόντως και ο ποιητής κατά την ώραν εκείνην του αμυδρού σκιόφωτος της εσπέρας εστολισμένος με άνθη λευκωπά, με ανεμώνας, με ωραία ρόδα, ολίγα αγριολούλουδα και μαργαρίτας δύο-τρεις επί της κομβιοδόχης, ισχυρίζετο ότι περιέμενε την μνηστήν του, την ξανθήν και γαλανήν κόρην των φαντασιοπλήκτων ονείρων του. Η φυσιογνωμία του νευρώδης συνεσπάτο συχνά πυκνά και ο ίδιος διασκελίζων την αίθουσαν απήγγειλλε περιπαθείς στροφάς φλογερού έρωτος και έραινε προ της θύρας του δροσοπέταλα ρόδα, εφ ων θα επάτει της μνηστείας τον ουδόν η γαλανή του!»
Και συνεχίζει ο Ν. Βασιλειάδης, περιγράφοντας εκείνη την "ατέλειωτη νύκτα": "Ω εκείνην την νύκτα, την τραγικήν εξέλιξην, τας τρομακτικάς φάσεις σαιξπηρείου εμπνεύσεως! Επεφυλάχθην μάρτυς εξαρθρώσεως αριστοτέχνου νου εις αγνώριστον ικρίον, διανοητικόν σκελετόν, εις ερείπιον! Ενίοτε η μαλακή, η ήσυχος μορφή έλαμπε και πάλιν την φυσική της γλυκύτητα και ιδού αυτός, ωσεί ουδέν εκ των προτέρων να διαδραμάτιζε, μοι απέτεινε σώφρονα τον λόγον και συνεζήτει τα προσφιλή του θέματα καλλιτεχνικά και εσμίλευε και ελάξευε περιπαθείς στίχους , ως ακόμη ευτυχούς συλλήψεως, αιθερίας. Εγώ καταρώμενος την ανηλεή μοίραν, την βάσκανον τύχην του ανθρωπίνου μεγαλείου, συνέσφιγγον την καρδίαν και συνεκράτουν το δάκρυ, ενώ παρεκάλουν τον Θεό να εξημερώσει τη νύκτα, την ατέλειωτη εκείνη νύκτα!"
Στο Δρομοκαΐτειο
«…Δυο εβδομάδας κατόπιν μετά του φίλου μου κ. Φέρμπου επισκεπτόμεθα το Δρομοκαΐτιον φρενοκομείον», γράφει ο γιατρός Ν. Βασιλειάδης. «…Το νόσημα (σ.σ. του Γ.Β.) εχαρακτηρίσθη ανίατος ως οργανική αλλοίωσης του εγκεφάλου και του νωτιαίου εν ταυτώ.». Εν τω δωματίω της διευθύνσεως, όπου εγενόμεθα δεκτοί, παρετήρησα ότι επί της τραπέζης έκειντο φύλλα με ημίσβεστον γραφήν και μελανώματα. Τι σύμπτωσις! Ήσαν ποιήματα του Βιζυηνού. Απλήστως τότε προσπάθησα να αναγνώσω μερικά. Πλην όμως ήταν θέματα φρενολογικής μελέτης και όχι ποιήματα. Ένα εξ αυτών ήτο αφιερωμένον εις τον κ. Τσιριγώτην «στον θεό μου»! Παρίστα διαδοχικάς φάσεις αναλαμπούσης φαντασίας και προς βήμα χωλαινούσης, εκτροχιαζομένης. Ήρχιζεν από καλής εννοίας και ο τρίτος στίχος ανέκλωθε την θεοληπτικήν στροφήν «θεέ, δύναμις, κατάβηθι…» και ο τέταρτος ήτο εντελώς δυσανάγνωστος. Ενθυμήθην τας ανταλλαγάς των Βυζαντινών αλουργίδων και τα καλογηρικά ράσα και τας αβροδιαίτους εσπερίδας των χρόνων εκείνων με τας παννυχίδας του Μεγάλου Κανόνος. Ενώ δε απησχολούμην με την ανάγνωσιν ετέρου χειρογράφου εισάγεται ο ποιητής, διασκελίζει την αίθουσαν και ρίπτεται εις τα αγκάλας μου…».
Ο πρώτος έρωτας
…Μετά από δύο χρόνια πεθαίνει ο θείος του και ο Βιζυηνός μένει υπό την προστασία του Τσελεμπή Γιάγκου, εμπόρου του θείου του, ο οποίος τον στέλνει στην ΚΥΠΡΟ σ’ έναν συγγενή του που είναι εκεί Μητροπολίτης.
Ο Βιζυηνός αισθάνθηκε μεγάλη χαρά όταν φόρεσε το ράσο και το σκούφο. Νόμιζε ότι πάτησε το πρώτο σκαλί πάνω από τους κοινούς θνητούς. Αλλά ο θεοκρατικός κλοιός που κύκλωσε το πνεύμα του, δεν είχε καμία δυνατότητα να κερδίσει και την καρδιά του.
Μελανόφθαλμος ξανθή κόρη, ακριβώς απέναντι από τη μητρόπολη τον ενέπνευσε τον πρώτο ΕΡΩΤΑ. Τη νύχτα κατέβαινε τον τοίχο του κελιού του, κρεμασμένος από ένα σκοινί, και μετά ανέβαινε ψιθυρίζοντας τους εξορκισμούς του και σταυροκοπούμενος συχνά πυκνά για να διώξει κάθε πνεύμα που θα φθονούσε τον έρωτά του.
Αλλά μία νύχτα συνελήφθη.
Η καταδίκη του ήταν να τρώει 40 μέρες μόνο ξερό ψωμί, να διαβάζει τρεις φορές το Μέγα Απόδειπνον και του έδωσαν κομποσκίνι για να μετρά 150 γονυκλισίες κάθε εσπέρα.
Μια μέρα διέκρινε τον έρωτά του να κατευθύνεται προς την αποβάθρα. Τρέχει. Την προφταίνει. Θα πήγαινε σε συγγενείς του πατέρα της σε μακρινό χωριό μέχρι να ξεχαστεί το σκάνδαλο.
Δεν την ξαναείδε.
Μετά από 15 χρόνια, όταν επέστρεψε από την Ευρώπη και οι εφημερίδες διατυμπάνιζαν το όνομά του, ο Βιζυηνός έλαβε μια επιστολή από την Κύπρο, γραμμένη από γυναικείο χέρι, που τον ρωτούσε αν ως νέος έμεινε ποτέ στην Μητρόπολη της Κύπρου. Οι εραστές αναγνωρίστηκαν… Είναι άγνωστο αν συναντήθηκαν. Αλλά ο Γ.Β. θα γράψει στο Δρομοκαΐτειο τον υπέροχο στίχο:
Και από τότε, που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Από μακριά ακούγονται μέχρι σήμερα τα γιουχαΐσματα: «τουρκόσπορος», «επαίτης», «υπηρέτης», «κορόιδος», «κτήνος»…
*Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 13/4/1898, τίτλος: «Ένας που εσώθη» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)-έρευνα artinews.gr
*Στοιχεία αντλήθηκαν από μακροσκελές άρθρο του Ν. Βασιλειάδη, από σχόλια σε εφημερίδες της εποχής, από το βιβλίο του Δ. Παπαχρήστου «Γεώργιος Βιζυηνός, ο τρυφερόκαρδος κύριος Γ.Β.».