Βράδυ των κουρασμένων ανθρώπων

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 01.02.19 ]

Τετάρτη γύρω στις επτά το απόγευμα. Τι απόγευμα δηλαδή, πες βράδυ καλύτερα. Μέσα στο λεωφορείο που ξεκινάει από τον σταθμό του μετρό «Νομισματοκοπείο». Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν είναι νωρίς το βράδυ και είσαι μέσα στο λεωφορείο, όπου κι αν πάει αυτό, και είναι βαθύς χειμώνας και το μέσα κρύο μπερδεύεται με το έξω, τότε νομίζω πως είναι η ώρα των κουρασμένων ανθρώπων. Όχι τόσο στο μετρό, όσο στο λεωφορείο. Θες ο φωτισμός, θες που κοιτάζεις έξω μια πόλη κουρασμένη, θες που το ψιλόβροχο τρυπάει το πεζοδρόμιο σαν βιτριολικό χιούμορ εκδίκησης, θες που οι άνθρωποι ανεβαίνουν στο όχημα σα να το περίμεναν χίλια χρόνια ή από κάποιον προηγούμενο χειμώνα χωρίς άνοιξη, γεγονός είναι πως σε μια Τετάρτη Ιανουαρίου, στις επτά το βράδυ, στο λεωφορείο και γύρω τριγύρω χειμώνας, βουλιάζεις μέσα στην κούραση των ανθρώπων.

Γιατί εκείνη την ώρα οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν, οι άνθρωποι επιστρέφουν. Και δεν είναι χαρούμενοι που επιστρέφουν, ούτε είναι χαρούμενοι που έφυγαν. Απ’ όπου κι αν έφυγαν. Και δεν είναι σιωπηλοί. Είναι αμίλητοι. Με πολλές ήττες σωριασμένες μέσα στα μάτια τους. Ανελέητες ήττες.

Βρίσκω ένα κάθισμα. Μέσα στο  σακίδιο έχω τα Άπαντα του Καίσαρα Βαλιέχο (1892–1938). Ο μέγας Περουβιανός ποιητής. Μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής του, το πέρασε σιτιζόμενος ελάχιστα. Πέθανε στο Παρίσι λίγο μετά την κατάρρευση των δημοκρατικών δυνάμεων στην Ισπανία.

Χαίρομαι γιατί θα διαβάσω κάποια ποιήματα του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Εκεί πηγαίνω. Και πηγαίνω μέσα στο χειμώνα των κουρασμένων ανθρώπων. Τους βλέπω κι ανοίγω τα «Άπαντα» στο τέταρτο και τελευταίο βιβλίο του Βαλιέχο που έχει τίτλο «Ισπανία παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Σεπτέμβριος–Νοέμβριος 1937). Έχω σημαδέψει τη σελίδα σ’ ένα ποίημα που με συγκλόνισε κι έχει τίτλο «Χειμώνας στη μάχη του Τερονέλ». Και λέει σε κάποιο σημείο:

«(…) Κοίταξα το πτώμα, τη σύντομη ορατή του τάξη/ και τη βραδύτατη φουρτούνα της ψυχής του∙ /  το’ δα να επιζεί, είχε το στόμα/ τη μισοκομμένη ηλικία δύο στομάτων./ Φώναξαν τον αριθμό του: κομμάτια./ Φώναξαν την αγάπη του: δεν φελούσε!/ Φώναξαν τη σφαίρα του: νεκρή κι εκείνη!».

«Χειμώνας στη μάχη του Τερονέλ». Χειμώνας σε ένα λεωφορείο της Αθήνας, χειμώνας μιας μάχης με μια στρατιά από κουρασμένα μάτια. Η ήττα της μάχης του Τερονέλ συνεχίζεται, καθώς το λεωφορείο προχωράει από στάση σε στάση. Φεύγουν κι έρχονται οι πικροί στρατιώτες των ξεχασμένων ερώτων, των παραιτημένων ερώτων μέσα στα άχρηστα μεροκάματα και στις ασυμπέραστες ασύμμετρες ήττες.

Στο μέσα διπλανό μου κάθισμα μια γυναίκα κουβεντιάζει με την απέναντι. Μασούν τις λέξεις κροταλίζοντας έναν ανύπαρκτο ζόφο. Εκτίουν ποινή και δεν το ξέρουν. Τι για το σταυρό, λένε, που κατέβηκε από τα σχολεία και τη σημαία. Τι για την προσευχή που απαγορεύτηκε για να μην εξαγριώνονται οι «ξένοι». Τι για τους άλλους «ξένους», τους Ευρωπαίους που μας μισούν…

Κρατάω στα χέρια μου τον Βαλιέχο. Γι’ αυτό έγινε η μάχη του Τερονέλ και η Έξοδος του Μεσολογγίου και η σφαγή των Ψαρών και της Χίου και η μάχη του Ματζικέρτ και ο Σικελικός Εσπερινός και η θυσία του Τζορντάνο Μπρούνο; Για να χαθεί η μάχη μέσα σε ένα λεωφορείο κάποιο βράδυ, κάπου στον κόσμο σε κάποια χειμωνιάτικη Τετάρτη;

Ξανανοίγω τον Βαγιέχο: «Φώναξαν τη σφαίρα του: νεκρή κι εκείνη». Γιατί νεκρός, είναι ο θάνατος.

Κατεβαίνω από το λεωφορείο. Θα διαβάσω Καίσαρα Βαλιέχο. Ναι: Γι’ αυτό έγιναν όλα. Και είναι βράδυ των κουρασμένων ανθρώπων. Και όπως κατεβαίνω αντιλαμβάνομαι δίπλα μου μια κίνηση. Μαζί μου κατέβηκε εκείνος ο εξαίσιος Σάντρο Πέννα που είδε φασισμούς και φασισμούς να του παίρνουν τη ζωή. Και μου λέει: «Είμαστε άνθρωποι κουρασμένοι μόνο∙ αλλά όχι ευτελείς». Κι έφυγε. Πήγα κι εγώ.