Βαλσαμώματα
[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 09.10.18 ]Ως προς τα διαβάσματά μου προτιμώ κυρίως την καλή νεοελληνική λογοτεχνία όχι από επαρχιακή φιλοπατρία αλλά γιατί θεματικά και αισθητικά είναι πιο οικεία στα δικά μου ενδιαφέροντα. Όμως ειδικά για τη γλώσσα της να πω ότι τις περισσότερες φορές μου θυμίζει το παλιό μπακάλικο του χωριού μου, έτσι όπως το ’χω φυλαγμένο στην παιδική μου μνήμη: δυο δάχτυλα σκόνης, μορταδέλες, σαλάμια, λουκάνικα στο ψυγείο, σερβιέτες και προφυλαχτικά κρυμμένα πίσω από τον πάγκο, κονσέρβες δίπλα ακριβώς στο ταμείο και στο πιο ψηλό ράφι κάτι βαλσαμωμένα ζωντανά, μια αλεπουδίτσα, ένας λαγός, ένας μικρός λύκος, μια νυφίτσα κι ένα μεγάλο φίδι σε μπουκάλι – ευκαιρία να το πω κι αυτό, ότι κάποιοι παιδικοί μου εφιάλτες από εδώ ακριβώς έλκουν την καταγωγή τους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θεωρώ ότι γλωσσικό πρόταγμα της γραφής, αν έχω το δικαίωμα να ομιλώ για κάτι τέτοιο αλλά και να μην το έχω δεν με κόφτει καθόλου, είναι να κλείσει απέξω την πόρτα του μπακάλικου, να ζωντανέψει την αλεπουδίτσα, τον λαγό, τον μικρό λύκο, τη νυφίτσα και το μεγάλο φίδι και να παραδώσει τον κλειδωμένο πελάτη στις ορέξεις τους. Μεταξύ μας, δεν θα ’θελα να ’μαι στη θέση του: τέσσερις και πέντε δεκαετίες στέκουν βαλσαμωμένα, πεινασμένα και ακούνητα αυτά τα ζωντανά, δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την ευπρέπεια και την αυτοσυγκράτησή τους. Ε ρε γλέντια.