Β. Γουλφ: «Τα μάτια των άλλων είναι η φυλακή μας...»

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 24.01.22 ]

 25 Ιανουαρίου 1882. Είναι η ημέρα που εμφανίζεται στο φως και εκτίθεται για πρώτη στα «μάτια» της βικτωριανής κοινωνίας του Λονδίνου, στα «μάτια των άλλων», αυτών που γίνονται «η φυλακή μας», η Βιρτζίνια Στήβεν.

Βλέμματα σκληρά, πεποιθήσεις ατσάλινες, όπως αυτές του Χένρυ Τζέιμς, της Τζωρτζ  Έλλιοτ, του Τζωρτζ Χένρυ, του Λιούις, της Τζούλιας Μάργκαρετ Κάμερον και του Τζέιμς Ράσσελ Λόουελ. Σ’ αυτή τη «γυάλινη φυλακή» θα ανθίσει η λογοτεχνία της Β. Γουλφ. Και οι λέξεις θα γίνουν τα «κλειδιά» της απόδρασής της. Μόνο που «Η λογοτεχνία σαπίζει από τα ναυάγια των ανθρώπων που έδιναν, πέρα από κάθε λογική, σημασία στη γνώμη των άλλων». Να πάλι η γνώμη των άλλων, το βιτριόλι που καίει τις ζωές μας.

Πάλεψε για τη σωτηρία. Κατάλαβε πως για να σωθούν «Μερικοί άνθρωποι πηγαίνουν σε ιερείς. Άλλοι καταφεύγουν στην ποίηση.» Αυτή διάλεξε τους φίλους της: «Προσωπικά απευθύνομαι στους φίλους μου», λέει.

Στη Γουλφ, ο «Άλλος» δεν είναι απλά ανοίκειος, είναι εχθρός, είναι ο «άλλος» που εκτελεί με πυρά βλέμματος και γνώμης. Μόνο που η γνώμη που έχουν γι’ αυτή απέχει πολύ από αυτή που η ίδια έχει για τον εαυτό της. Γι’ αυτό το Εγώ της συρρικνώνεται, γίνεται «πυρηνικό», περιλαμβάνοντας ως στοιχεία-δορυφόρους, μόνο κάποιους οικείους, τους εντός, τους φίλους. Οι «άλλοι» δεν γίνονται αντιληπτοί ως δομημένα εξωτερικά Εγώ, αλλά ως η εντύπωση που εκείνοι έχουν γι’ αυτήν. Είναι δηλαδή οι φορείς της εικόνας της. Η δυστυχία δημιουργείται όταν η εικόνα που φέρουν οι άλλοι είναι «άλλη», όταν η ίδια δεν αναγνωρίζεται σ' αυτή.

 Ο Ρεμπώ προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ της ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με αυτή που έχουν οι άλλοι για μας, καθιστάμενος «Άλλος». «Εγώ είναι ο Άλλος» γράφει. Όχι «είμαι», αλλά είναι. Δεν αφομοιώνει δηλαδή τον Άλλο αλλά ενσωματώνεται σ’ αυτόν! Τελικά, ανάμεσα στην Γουλφ και στον Ρεμπώ θα σταθεί ο Ουίτμαν που θα πει «είμαι οι άλλοι», παραπέμποντας στην ταύτιση του Εγώ μ’ ένα ανοίκειο άλλο, μ’ ένα Εμείς, που περιλαμβάνει και τους ξένους. Γιατί αυτές οι διαφορετικές στάσεις; Γιατί το νεωτερικό Εγώ της Γουλφ είχε να αντιπαλέψει το βλέμμα της Μέδουσας, της φοβερής βικτωριανής Αγγλίας, ενώ του Ρεμπώ την παρακμή της γαλλικής αυτοκρατορίας και του Ουίτμαν την άνοδο μιας κοινωνίας «ξένων», αυτήν της Αμερικής των μεταναστών, εκεί όπου το Εγώ, το μεγάλο, ηρωικό Εγώ και όχι τα μικρο-εγώ της συμφοράς, ανθίζει μέσα στο Εμείς. Τότε. Γιατί τώρα δίνεται μία άλλη λύση, αυτή της σύγκρουσης με τον «Άλλο». Η λύση αυτή λέγεται «μίσος». Είναι τα Τείχη που σηκώνει ο Μερσώ, είναι φόνος μέσω του οποίου αντιμετωπίζει την περιφρόνηση και την ξενότητα του, τον αποκλεισμό του από το βλέμμα των άλλων.

Ο Μερσώ σκοτώνει, η Βιρτζίνια Γουλφ σκοτώνεται. Ήταν Παρασκευή 28 Μαρτίου 1941, όταν η συγγραφέας βγήκε από το σπίτι της, γέμισε τις τσέπες του παλτού της με βαριές πέτρες και ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ.  Ο σύζυγός της την έθαψε κάτω από ένα δέντρο, στο σπίτι τους στο Σάσεξ. Το Εγώ και οι Άλλοι, είτε μισεροί είτε αγαπημένοι, έγιναν Ένα (εν παν), στο χορό της Φύσης κάτω από ένα κυπαρίσσι.