Αφιέρωμα: Το Πολυτεχνείο ως αφήγηση... (μέρος δεύτερο)

[ ARTI news / Ελλάδα / 15.11.19 ]

Φανή Κεχαγιά

Λες;

Γιατί θυμώνεις; Επειδή λέω τη σκέψη μου δυνατά; Θα ήσουν ικανοποιημένος αν σου έλεγα, «την καταγούσταρα τη γιορτή για τη 17 Νοέμβρη;». Θα ήσουν περήφανος για μένα, αν έλεγα ψέματα; Γιατί σου φαίνεται περίεργο που βαρέθηκα και δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει το μαρτύριο να πάμε για καφέ; Κόντεψα να πέσω από την καρέκλα από τη νύστα. Ξανά μανά Μάνος Λοΐζος κι «ο Δρόμος» που είχε τη δική του ιστορία, άντε πάλι φάτε έναν Μπιθικώτση και, δε λέω, φωνάρα ο Μπιθικώτσης, όχι, σ’ αυτό, το παραδέχομαι, έχεις δίκιο, αλλά αυτό το χελιδόνι με την ακριβή άνοιξη το εμπεδώσαμε πια, έλεος, πόσα χρόνια θα το ακούμε;

Το μόνο ενδιαφέρον συνέβη λίγο πριν αρχίσει η γιορτή. Μαζευόμασταν στο αμφιθέατρο και τι γυρνάει και πετάει ένας συμμαθητής μου στον υπεύθυνο καθηγητή; «Γιορτή για την επέτειο της 21ης Απριλίου, κύριε, γιατί δεν κάνουμε;». Παγώσαμε όλοι, μα πόσο ανόητος. Ε, ρε, να έβλεπες από μεριά το βλέμμα του καθηγητή. Όχι, δε θύμωσε, ήρεμα απάντησε, αλλά στιβαρά. «Επειδή σ’ αυτή τη χώρα συνηθίζουμε να γιορτάζουμε επετείους απελευθέρωσης από τους απανταχού δυνάστες, όχι σκλαβιάς», ακριβώς αυτό είπε κατά λέξη.

Όχι, ο μαθητής δεν είπε τίποτα, δεν ξέρω αν κατάλαβε, απομακρύνθηκε ανέκφραστος, πάντα ήταν λίγο βαρεμένος ο Κώστας, μάλλον τελευταία έμπλεξε και μ’ άλλα, ξέρεις ποια εννοώ, εμείς, όμως, αισθανθήκαμε περήφανοι για τον δάσκαλό μας, πήρε πολλούς πόντους, άλλος να ήταν στη θέση του, θα τον είχε κατεβάσει στον διευθυντή τον βλάκα.

Παρ’ τα, σε τάπωσε, μου ήρθε να του πετάξω του εξυπνάκια, αλλά λέω, άσε καλύτερα, μην τα βάζεις μαζί του, ποτέ δεν ξέρεις. Μετά; Τι μετά; Μετά ξεκίνησε η γιορτή και μαζί και η βαρεμάρα, όχι, εντάξει, ψέμα, κάποιοι συγκινήθηκαν, ειδικά με το «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Λειβαδίτη, αφού με ξέρεις, εγώ δε συγκινούμαι εύκολα, άντε, καλά, από σένα δεν μπορώ να κρυφτώ, το βίντεο με συγκλονίζει, όταν ακούω εκείνο το «αδέλφια μου, στρατιώτες» και ακούγονται οι ερπύστριες και βλέπω το τανκ να σμπαραλιάζει τα κάγκελα, ενώ επάνω είναι σκαρφαλωμένοι… Το ξέρω πως είχες φίλους μέσα, να, αυτά που λες εσύ τουλάχιστον έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από μια θεσμοθετημένη γιορτή που όλοι δε βλέπουν την ώρα να τελειώσει.

Ναι, ξέρω πως έτσι χτίζεται η ιστορική μνήμη, το καταλαβαίνω, αλλά δεν παύει να είναι παρελθόν, ένδοξο, μελανό, πρόσφατο ή απώτερο, δεν έχει σημασία, το παρελθόν είναι παρελθόν και η εμμονή σ’ αυτό δε βγάζει κάπου, πάντα θα υπάρχουν βαρεμένοι Κωστάδες που αμφισβητούν ή απλώς δεν κατανοούν και δε νιώθουν, οπότε τσάμπα κόπος.

Για καφέ; Όχι, δεν πήγα τελικά, μου έφυγε η όρεξη, όσο κρατούσε η γιορτή αναρωτιόμουν, άραγε, αν ζούσα τότε, λέω, αν ήμουν φοιτητής στο Πολυτεχνείο, λόγου χάρη, θα είχα τα κότσια να είμαι μέσα; Άλλη φορά δεν το σκέφτηκα, σήμερα δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου, ίσως γιατί κοντεύω στην ηλικία…

Και ξέρεις τι άλλο σκεφτόμουν; Υποθετικά μιλώντας, αν ερχόταν μια χούντα και μας καπάκωνε, δε λέω, ο μη γένοιτο και μακριά από μας, αλλά, αν, λέω, πόσοι από τους κολλητούς μου θα είχαν τα κότσια; Ένας δυο ίσως, οι άλλοι χωρίς το τελευταίο iphone και τα τελευταία airmax δεν αναπνέουν, σιγά μην ξεβολεύονταν να πάνε να φωνάζουν συνθήματα να παλεύουν για το αυτονόητο, την ελευθερία λέω, ντε. Εδώ εγώ αμφιβάλλω για τον εαυτό μου, δεν είδες; Στον Κώστα κώλωσα να απαντήσω, σε σημαντικότερα θα επαναστατήσω;

Δεν είμαι σίγουρος αν ισχύει αυτό που λες ότι ο άνθρωπος γίνεται θηρίο, όταν συνθλίβουν την αξιοπρέπειά του, δε βλέπεις; Έχουμε αξιοπρέπεια με όλα αυτά που ζούμε, το ΔΝΤ, τους καβγάδες για τους πρόσφυγες, την ανεργία, δε βλέπεις πόσοι έφυγαν έξω να βρουν αυτό που λες αξιοπρέπεια, τους άστεγους με τα μακροβούτια στους κάδους δεν τους βλέπεις; Είδες να γίνεται κανείς θηρίο; Άσε με. Απ’ όπου κι αν το πιάσεις, βρομάει. Αλλά πάλι, τι να σου πω. Εύχομαι να έχεις δίκιο. Κι εσείς τότε εφτά χρόνια ανεχτήκατε, οι άλλοι παλιότερα κοντά τετρακόσια, κάποια στιγμή μάλλον έρχεται η κατάλληλη στιγμή και το κοιμισμένο θηρίο ξυπνάει.

Λες να έχω κι εγώ ένα κοιμισμένο θηρίο μέσα μου; Λες;

 

Γιάννα Κουκκά

Μέσα στις φωνές σας ζω

Σκέφτομαι τι να γράψω και τι να μιλήσω. Για τούτες τις μέρες τι να πω που δεν έχει ήδη ειπωθεί. Εκείνες τις μέρες του Νοέμβρη. Την εξέγερση των φοιτητών κι εκείνες τις ερπύστριες.  Σώπα (όμως) όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αδύναμη αισθάνομαι να περιγράψω το γεγονός. Το συναίσθημα που μέσα κουβαλώ. Η γλώσσα μου μπερδεύεται λες και το στόμα κάτι κρατά σφιχτό, κλειστό. Μια ντροπή, αν θες, μια ντροπή αισθάνομαι να κορδώσω τον εαυτό και να πω το οτιδήποτε. Μικρή πολύ μπρος σ’ όλο αυτό. Τους αγωνιστές προσκυνώ. Ω, αγωνιστές, σας προσκυνώ.

Θα με φτιάξω έναν εαυτό. Δυο λέξεις να πω. Έναν φανταστικό εαυτό.  Είμαι ένα αερικό. Και σαν κείνο μιλώ.

Κάποιος είπε γρήγορα όλοι στο Πολυτεχνείο. Σηκώνομαι κοιμισμένη απ’ τον ύπνο μου. Υπνοβατώ. Τα χέρια μου ακούνητα. Περπατώ. Παραπατώ. Με το νυχτικό βγαίνω στους δρόμους. Τα μάτια κλειστά. Τον δρόμο δεν γνωρίζω μα πηγαίνω. Περπατώ και περπατώ. Μια παντούφλα χάνω στα μισά μα συνεχίζω. Είναι σκοτάδι. Περίεργη νύχτα. Τεντώνω τα χέρια. Ευθεία. Μπροστά. Ψηλαφώ. Την ησυχία ψηλαφώ και τους πρώτους νεκρούς. Τα ζιβάγκο, τα σακάκια των ανδρών, τα μακριά μαλλιά τους αγγίζω, τους χαϊδεύω, τις φούστες και τα μεγάλα γυαλιά των γυναικών, τα πρόσωπά τους φιλώ. Ψάχνω μια τρύπα να μπω. Ένα κάγκελο ν’ ανέβω. Μέσα να μπω, στο Πολυτεχνείο να μπω. Όχι για να σωθώ, είμαι αερικό,  μα να μυρίσω κάθε σκαλί λαχταρώ, κάθε τοίχο, κάθε τσιμέντο και μπετό τούτου του κτιρίου. Ακούω στο βάθος κάποιος μιλά. Ξυπνώ. Ένας ραδιοφωνικός σταθμός. Μπρος μου ένας σταθμός. Μήνυμα στέλνει. Φωνή τρέμει. Τρέμει, σαν κλάμα τρέμει.

Ανοίγω  τα μάτια. Αιωρούμαι. Μέσα στη φωνή του ζω.

«Είμαστε άοπλοι! Είμαστε άοπλοι!… Είμαστε τα νιάτα της Ελλάδος!… Αδέλφια μας στρατιώτες, δεν θα σηκώσετε όπλο… Δεν θα σηκώσετε και δεν θα πυροβολήσετε!… Δεν θα σκοτώσετε τ’ αδέρφια σας! Αδέρφια μας στρατιώτες! Αδέλφια μας στρατιώτες! Πώς είναι δυνατόν να πυροβολήσετε τ’ αδέρφια σας! Πώς είναι δυνατόν να χυθεί ελληνικό αίμα! Αφού όλοι πιστεύουμε στη λευτεριά!

Εγώ πρώτος αρχίζω τον Εθνικό Ύμνο, το αιώνιο σύμβολο της ελευθερίας: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη. Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε λευτεριά!»… Ελληνικέ λαέ, πρέπει να μάθεις! Πρέπει να μάθεις ότι αυτή τη στιγμή αγωνίζονται τα παιδιά σου! Όλος ο ελληνικός λαός, και προπαντός ο λαός της Αθήνας, βρίσκεται στους δρόμους, μπροστά στα τανκς! Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!»

Το τανκ χίμηξε. Έριξε την πόρτα. Το τανκ χίμηξε.

Σκέφτομαι τι να γράψω και τι να μιλήσω. Τον πατέρα η χούντα τον εξόρισε στη Γιούρα. Στο Παρθένι. Δεν μιλούσε πολύ για αυτά. Μονάχα τέτοιες μέρες έκλαιγε.

Ω, αγωνιστές κι αγωνίστριες, μέσα στις φωνές σας ζούμε, στα σώματα, στα δάκρυα σας.

Αδέλφια μας, αγωνιστές τούτης της εξέγερσης.

Ήσασταν άοπλοι.

 

 Παρή Στεφανή

45 δάκρυα και 3 «πού;»

«Δεύτε πίωμεν αθανάτου Διομήδη το κρασί!»

Σιωπή.

Κενό.

Θάνατος.

Παντού σταλαγματιές ενός έρωτα για την Ελευθερία. Ενός έρωτα πλατωνικού, που πήρε σάρκα και οστά τα ξημερώματα. Δεκαεφτά Νοέμβρη 1973.

                Δεκαεφτά. Όσα και τα χρόνια σου, Διομήδη! Τόσα δεν ήταν και τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου που σκέπασαν το σώμα σου, Διομήδη, Κατερίνα, Μάρκο και Ανδρέα; Τα χελιδόνια φύγανε, και όσα περιστέρια μείνανε, χάσαν το χρώμα τους, κι από λευκά γίνανε κόκκινα. Και μας διηγούνται ιστορίες σαρανταπέντε χρόνια πριν.

                Και τα νερά των ποταμών γίνανε δάκρυα, αδέρφια… Κάθε βουνό φωνάζει: «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!». Κάθε κύμα κι ένα: «Σήκω επάνω, ρε Δημήτρη! Σήκω επάνω!». Κάθε βρυσούλα κι ένας καημός, κάθε βασιλικός κι ένας λυγμός. Κι εμείς εδώ, παιδιά, νέοι και μεγάλοι, κρεμάμε σε μια χρυσή κλωστή τα όνειρά μας. Όνειρα που χτίστηκαν σε λάσπες και σε χώματα. Ματωμένα χώματα. Παίρνουμε δύναμη από τη δύναμή σας, αδέρφια, ιδρώτα απ’ τον ιδρώτα σας. Ποιος ξέρει όμως… Ίσως και να ’μαστε πράγματι δειλοί. Ίσως και να σας διαψεύσαμε. Ίσως. Ίσως… Εμείς οι άρρωστες ψυχούλες, που τρέχουμε να πιούμε Αγιασμό για να μη σβήσουμε. Φύλλα σκορπισμένα στο νοτιά. Δυο ζάρια που δεν έχουν δείξει ακόμη εξάρες.

                Πού είναι το Ψωμί, πού είναι η Παιδεία και πού η Ελευθερία; Ξεχαρβαλωμένες χορδές μιας σπασμένης κιθάρας που ήταν κάποτε μπαξές κι ερήμωσε. Η θάλασσα ώς το στήθος πια μας φθάνει. «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!» Ποιος θα αλλάξει πια τα πάντα; Όλο χάρτινα ντουφέκια, λόγια φλύαρα και κούφια, σπασμένα φτερά, υγρές βλεφαρίδες. Χωρίς Ψωμί, χωρίς Παιδεία, χωρίς Ελευθερία.

 

Πέπη Δουρέκα

Ιριδίζοντα Πουλιά

 Ζω στην Αθήνα

Συμβιώνω με αερικά,

με υπάρξεις απροσδιόριστες

Δίπλα μου κατοικούν

με τα μάτια μου κοιτούν

την ανάσα μου δανείζονται

τη ζωή μού κλέβουν

 

Ακούω φωνές

Καγκελόπορτες

βλέπω να σείονται,                     

γαρύφαλλα κόκκινα

σε γκρίζες προσόψεις

και όψεις ανθρώπων

πριν γίνουν αγάλματα

 

Πατάω στην Αθήνα

με τ’ ακροδάχτυλα

προσεκτικά πριν ανοίξει

 το παραπέτασμα

 κι αναδυθούν φαντάσματα

 και ξέπνοα συνθήματα

υψωθούν κουρασμένα

ιριδίζοντα πουλιά

φλεγόμενα στουπιά

να προσγειώνονται

σε κάδους σκουπιδιών

με τη φωτιά να καταπίνει

το ΨΩΜΙ και την ΠΑΙΔΕΙΑ

να εξαϋλώνει και μόλις

την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  να προλαβαίνω

στο – θ - που θερίζει

 Μη σκάβετε

Πονάει

 

Ειρήνη Παραδεισανού

μονόπρακτο

Πρόσωπα στοιχισμένα

στο πελιδνό βουητό της μέρας που σβήνει.

Στη μέση του μετώπου χάσκει η σχισμή

που χάραξε πάνω τους ο ασάλευτος δείχτης.

Έρχονται καταπάνω μου με βία.

 

Κλείνω τα μάτια

διάφανη αυλαία-

 

οι ακροκέραυνοι στίχοι

ορθώνονται στέρεοι

και μου ράβουν το στόμα.

 

Τα πρόσωπα μένουν αγδίκιωτα να φορούν

στεφάνι υγρό

των σταυρωμένων το χνώτο

και την απαθή μυρουδιά

των δημίων.