Από τον Μόμπι Ντικ στο Άλικο Γράμμα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 18.10.18 ]

Πρώτο μέρος

Στις 18 Οκτωβρίου 1851 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Μόμπι Ντικ του Χ. Μέλβιλ. Τότε είχε μια σχετικά καλή εμπορική επιτυχία, αλλά όταν επανεκδόθηκε το 1924 έγινε το εθνικό ανάγνωσμα στις ΗΠΑ. Το δεύτερο μετά τη Βίβλο. Κανείς δεν διερωτήθηκε, γιατί επελέγη η επανέκδοση του συγκεκριμένου έργου του Μέλβιλ και όχι το αριστουργηματικό «Άλικο Γράμμα» του Ν. Χώθορν, που γράφτηκε την ίδια εποχή; Ξεκινώντας από αυτό το ερώτημα γράψαμε το βιβλίο Homo Americanus (2008). Η απάντηση, γενικά, είναι ότι το βιβλίο του Μέλβιλ επελέγη από την επιτροπή μετανάστευσης προκειμένου να διαβάζεται από τους προς ένταξη μετανάστες. Αλλά τι εκφράζουν τα δύο βιβλία;

 Στο Μόμπι-Ντικ του Μέλβιλ ο Σαΐντ διακρίνει την προσπάθεια «για τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου κόσμου» περισσότερο «παρά για την τελειοποίηση ή τη διατήρησή του». Ο Μέλβιλ «είναι επινοητής ενός νέου κόσμου». Η λογοτεχνία συνεπώς είχε κληθεί στις ΗΠΑ να δημιουργήσει την εθνική ταυτότητα ενός έθνους μεταναστών από όλες τις φυλές του κόσμου, να δημιουργήσει το «ανήκειν κάπου», δηλαδή έναν πραγματικό κόσμο και όχι να τον εξηγήσει. Όπως έγραψε στην πραγματεία του για τον Ν. Χώθορν (φίλο του Μέλβιλ και στον οποίο είναι αφιερωμένος Ο Μόμπι-Ντικ) ο Χ. Τζαίημς, οι λογοτέχνες του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, στην οποία ανήκει και ο Μέλβιλ, δεν είχαν καμία λογοτεχνική αναφορά, καθώς όλοι οι Αμερικανοί πίστευαν πλέον ότι «δεν ανήκουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια» (απότοκο της διάθεσής του για ανεξαρτησία), ότι βρίσκονται στην περιφέρεια του κύκλου του πολιτισμού, χωρίς λογοτεχνία, χωρίς μυθιστορήματα, χωρίς τίποτα.

...Δεν σκοπεύουμε να αποδώσουμε γενική ισχύ στη λογοτεχνική «φαντασίωση» ως ιδρυτικής συνθήκης για τη διαμόρφωση ενός έθνους, απλά επιχειρούμε να δείξουμε το ρόλο της στη διαμόρφωση της αμερικανικής ταυτότητας, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει μια άλλη φαντασιακή κατασκευή(Βίβλος), μια συγκεκριμένη λαϊκή θρησκεία, που δεν είχε απλώς ετούτες ή τις άλλες πολιτικές συνέπειες, αλλά συνδέθηκε εξ αρχής στενά με την πολιτική. Έχει ενδιαφέρον, δηλαδή, να δούμε γιατί κάποιοι στα μέσα του 1920 επέλεξαν να επανεκδώσουν τον Μέλβιλ και όχι τον Χώθορν, τον Μόμπι-Ντικ και όχι το Άλικο γράμμα και μέσα από αυτή τη διαδικασία να ανιχνεύσουμε τους λόγους της επιστροφής των Αμερικανών σ’ αυτή τη δεκαετία.

 Ήδη από τον 19ο αιώνα ο Αμερικανός ποιητής και φιλόσοφος Ραλφ Ουάλντο Έμερσον (1803-1882), που μαζί με τον Ν. Χώθορν και Χ. Μέλβιλ συμμετείχαν στον λογοτεχνικό κύκλο της Μπρουκ Φαρμ, ενθάρρυνε την εμφάνιση μιας εθνικής αμερικανικής λογοτεχνίας. Μόνο που ο Έμερσον έθεται ως στόχο της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών ότι «πρέπει να εκπαιδεύουμε το λαό, γιατί αλλιώς θα μας πιάσει από το λαιμό». Η λογοτεχνία συνεπώς δεν πρέπει να τείνει μόνο στην ανάπτυξη μια φαντασιακής κοινότητας, αλλά να έχει και μια συγκεκριμένη στόχευση, όπως είναι η εκπαίδευση στην υπακοή. Αλλά αυτός είναι με μια κομψή διατύπωση ο ορισμός της προπαγάνδας.

Τι συνέβη, όμως, τη δεκαετία του 1920; Είναι ο χρόνος ενηλικίωσης της Αμερικής. Είναι η εποχή που οι ΗΠΑ κόβουν τον ομφάλιο λώρο με την Ευρώπη και επιχειρούν να βρουν το δικό τους πρόσωπο, τι δική τους ταυτότητα. Είναι η εποχή της βιομηχανικής απογείωσης και του κραχ. Των τεράστιων επιχειρήσεων εξαμερικανισμού των μεταναστών και του «βομβαρδισμού τους με τόνους βιβλίων λογοτεχνίας» σε συνδυασμό με το κλείσιμο των συνόρων στους μετανάστες. Είναι η εποχή της ποτοαπαγόρευσης και της Μαφίας, της μεγάλης πορείας της Κου Κλουξ Κλαν καθώς και ενός μεγαλειώδους εργατικού κινήματος που πνίγηκε στο αίμα χωρίς να μάθει κανείς τίποτα γι’ αυτό. Αλλά γιατί, τελικά, επελέγη ο «βιρίλ» Μέλβιλ και όχι ο «θηλυκός» Χώθορν;

Τα ΤΡΙΑ ΠΛΟΙΑ και ο ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΣ ΛΑΟΣ

Η εθνική αφήγηση των ΗΠΑ έχει ως εμβληματικές αναφορές της τρία πλοία, το Αραμπέλα του Γουίνθροπ, το Πίκουοντ του Μέλβιλ και το αεροπλανοφόρο[1] του Ρούσβελτ, που επέβαλε την αμερικανική κυριαρχία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο! Οι επιβάτες του πλοίου «Arabella» στα 1630 είχαν διαφορετικές ανάγκες από εκείνες του πολυφυλετικού και πολυθρησκευτικού πληρώματος του «Πίκουοντ». Οι πρώτοι, οι φυγάδες-αιρετικοί αριστοκράτες της Ευρώπης πήγαιναν για να κατακτήσουν τον «αγριότοπο», το «νέο Ισραήλ» του Θεού, ενώ οι δεύτεροι ήθελαν να κατακτήσουν τον κόσμο, αυτόν τον άσπρο λεβιάθαν, ακόμη κι αν το κόστος θα είναι η καταστροφή. Αρχικά αυτός ο κόσμος ήταν η Αμερική και στη συνέχεια ο πλανήτης ολόκληρος. Ο Θεός και η αποστολή που αναθέτει στους Αμερικανούς (τον «περιούσιο λαό») συνδέει την Αραμπέλα με το Πίκουοντ αλλά και με τα αεροπλανοφόρα της σημερινής αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Και τα τρία καράβια μεταφέρουν τους «εκλεκτούς» του Θεού, τα μέλη του περιούσιου λαού, αυτούς που υλοποιούν το σκοπό είτε του Θεού είτε της ιστορίας (εδώ ενώνεται η φονταμενταλιστική με την εγελιανή «άλλη Αμερική»), εκείνους που μεταφέρουν σύμφωνα με τον Μέλβιλ και τους ενοίκους του Λευκού Οίκου «την κιβωτό των ελευθεριών στην ανθρωπότητα». Στα αμπάρια τους κατοικεί η ίδια θεία αποστολή και η ίδια αυτοκρατορική αντίληψη. Αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά στη ρότα των πρώτων δύο πλοίων. Στο ένα υπάρχει συγκεκριμένη κατεύθυνση προς το ένδον αλλά και όρια. Στόχος εδώ είναι η κατάκτηση και εξημέρωση, δηλαδή η οικειοποίηση του ανοίκειου «αγριότοπου». Γι’ αυτό πρέπει να εκριζωθούν και να καταστραφούν τα δάση, να εκχερσωθούν τα χέρσα εδάφη και οι «άγριοι» γηγενείς. Κάπου, όμως, στη γωνία υπάρχει πάντα κρυμμένος ο προτεσταντικός Θεός στην πρώτη, πουριτανική του εκδοχή, που, όπως κάθε Θεός, λέει «ως εδώ», θέτει τα όρια είτε με τη γραφίδα του Ν. Χώθορν είτε με τη γλώσσα της πουριτανικής ηθικής που εξαπολύει κάθε Κυριακή τις ιερεμιάδες της από τον άμβωνα. Στην Αραμπέλα έχουμε συχνές στάσεις και εμφύλιες συρράξεις, όπως συμβαίνει σε όλες τις εσωστρέφειες.

Στο άλλο «πλοίο», όμως, στο Πίκουοντ αλλάζει ο προσανατολισμός και τα όρια καταργούνται. Η κατεύθυνση τώρα είναι εξωστρεφής και αυτοκρατορική, πάντα όμως στο όνομα της ίδιας μεγάλης ιδέας, της ίδιας θεϊκής αποστολής[2]. Όμως, όταν μιλάμε για μύθο, τον μύθο του «περιούσιου λαού» δεν εννοούμε κάποιο «ψεύδος», διότι και η πίστη στη θρησκευτική αποστολή είναι μία «αλήθεια», όπως και η πίστη στο οικονομικό ή όποιο άλλο όφελος. Οι άνθρωποι θέλουν μια πίστη, κάτι να τους εμπνέει, ένα σύστημα αξιών που να τους συνέχει εν κοινωνία, να τους «κρατά» και να τους κινεί. Αυτό το σύστημα-πίστη θα το παράσχει ο πουριτανικός προτεσταντισμός και η Βίβλος και στη συνέχεια ο Πραγματισμός και ο Ευαγγελικός Φονταμενταλισμός στη νεωτερική τους εκδοχή. Γενικά, όμως, αν θέλουμε να δούμε πως σκέφτονται τα πληρώματα των δύο πλοίων και ειδικά εκείνων που βρίσκονται στη γέφυρα και οδηγούν, θα δούμε πως ο εγγενής απομονωτισμός αλλά και η εγγενής ανάγκη για εξωστρέφεια, αυτό το διαρκές «μέσα-έξω» των Αμερικανών είναι τα δύο τόξα του ίδιου κύκλου που ορίζονται από το ίδιο κέντρο και είναι φορείς του ίδιου πολιτιστικού κώδικα. Με άλλα λόγια, το κέντρο ως συνεκτική αντίληψη υπάρχει παρά την άποψη των Χαρντ και Νέγκρι για το «άκεντρο» της σημερινής αυτοκρατορικής δύναμης, καθώς ήδη οι ΗΠΑ ελέγχουν όλους σχεδόν τους υπερεθνικούς, αυτοκρατορικούς θεσμούς, παρά την άποψη των Ρόρτυ, Κάπτσαν και άλλων ότι «ο αμερικανικός αιώνας τελείωσε» και πως αρχίζει ο αιώνας της Κίνας. Η στρατιωτικοποίηση των οικονομικών σχέσεων μέσω του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και η συντριπτική στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ το αποδεικνύουν.  

Αλλά ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, γιατί επελέγει ο Μέλβιλ ως εθνικός αφηγητής και όχι ο Χώθορν; Στο «Άλικο γράμμα» του Χώθορν αναδεικνύεται το πρόβλημα της διευθέτησης του «εδώ κάτω» με το «εκεί πάνω» με λουθηρανικό θα λέγαμε τρόπο. Οι διευθετήσεις είναι εσωτερικές και αφορούν τη σχέση των εξουσιών τόσο μεταξύ τους όσο και με τον κόσμο και το Θεό. Ακριβέστερα, ο θείος Νόμος εντέλει επικρατεί και νομιμοποιεί ή όχι την εξουσία. Αντίθετα, στον Μέλβιλ ο προσανατολισμός είναι καλβινικός. Η απομυθοποίηση του ιερωμένου-προτύπου στο «Άλικο γράμμα» είναι αναγκαία για την ανάπτυξη της άμεσης σχέσης ανθρώπου-Θεού και τη διάκριση θρησκείας και κράτους. Ο ιερέας είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος όπως όλοι, άρα οι διαμεσολαβητές δεν χρειάζονται. Πολύ περισσότερο δεν χρειάζεται η ταύτιση της πνευματικής και της πολιτικής εξουσίας. Το Άτομο, ο καθένας στέκεται μόνος του, ενώπιος ενωπίω με το Θεό. Ο Θεός είναι αυτός που θέτει τα όρια σε Ατομικό πάντα επίπεδο γι’ αυτό και η Ευθύνη θα είναι Προσωπική. Η προσωποποιημένη ευθύνη του «εκλεκτού» ενώ απαλλάσσει από την ενοχή, συχνά γίνεται ένα Άγχος, που συνοδεύει το ερώτημα «γιατί διάλεξε εμένα ο Θεός;».

Την ενοχική και αυτοκαταστροφική, λουθηρανική εσωστρέφεια αλλά και την τρομερή πολιτική δύναμη του «ομοσπονδιακού Αετού»[3] θα εκφράσει ο Χώθορν τόσο στο «άλικο γράμμα» όσο και στη νουβέλα «Ήθαν Μπραντ». Στην τελευταία, οι Αμερικανοί παρουσιάζονται ως άνθρωποι «φλιπαρισμένοι»[4] από τη μοναξιά (όχι οι πρώτοι Αμερικανοί, αλλά αυτοί της δεύτερης γενιάς μεταναστών, όπως σημειώνει και ο Μέηλερ, εννοώντας ως πρώτη γενιά τους «έποικους»), που σαν τον σκύλο κυνηγούσαν την ουρά τους (όπως «οι ουροβόροι» του σύγχρονου Μονταλμπάν ή ο σκύλος του Χώθορν στον Η. Μπραντ). Η κατάληξη του Ήθαν Μπραντ, αυτού του ζηλωτή πουριτανού, του ενθουσιαστή (δηλαδή τρελού, ή έν-θεου, ανάλογα με τη διαχείριση της τρέλας και τις κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή τη σχέση τρέλας και κοινωνίας), ο οποίος εγκατέλειψε «το κλειδί της άγιας συμπάθειας» και από «άνθρωπος-αδελφός» θα γίνει δαίμονας, αυτός που θα δημιουργήσει την «ασυγχώρητη αμαρτία», αφού αποσυνέδεσε τη συμπόρευση της ηθικής φύσης με την ανάπτυξη της διάνοιας, θα είναι το καμίνι, ο χαμός. Διότι σύμφωνα με τον Χώθορν ο άνθρωπος αυτός κατέληξε να γίνει «ένας ψυχρός παρατηρητής, κοιτάζοντας αφ’ υψηλού την ανθρωπότητα ως ένα υποκείμενο του πειράματός του…», διότι απεμπόλησε την αδελφοσύνη και το αγαπητικό Εμείς[5].  Ο Χώθορν προβλέπει την εξέλιξη των ΗΠΑ σε μια χώρα, που τα μέλη της ως άτομα είναι σε από-σταση εντός της κοινωνίας και, συγχρόνως, οι ίδιες είναι σε από-σταση ασφαλείας εντός του κόσμου ολόκληρου. Έτσι, η Αμερική καθίσταται ο εν ψυχρώ παρατηρητής που κάνει την ανθρωπότητα «υποκείμενο του πειράματός» της. Αυτή η απόσταση ασφαλείας (την όποια έχουν όλοι «οι περιούσιοι λαοί» είτε του Θεού είτε της ιστορίας) από την ανθρωπότητα και την ιστορία θα πάψει να υφίσταται με το χτύπημα της 11/9 και ο αφ’ υψηλού παρατηρητής θα γίνει μέρος της «υψικαμίνου» της ιστορίας και της ανθρώπινης τραγωδίας. Αλλά αυτό αντί να κάνει καλύτερο τον πρώην «παρατηρητή», τον έκανε χειρότερο στην προσπάθειά του να επανακτήσει την απολεσθείσα, μάλλον τελεσίδικα, απόσταση ασφαλείας του ως παρατηρητή της ιστορίας και των όπου γης πιλοτικών του πειραμάτων. 

 Αντίθετα με τον Χώθορν, στον Μέλβιλ δεν υπάρχει η διαρκής και ψυχοφθόρα ενοχική, λουθηρανική ενδοβολή. Η «τρέλα» εδώ θα αντιμετωπιστεί με την «εξωστρέφεια», είτε πρόκειται για την «εξαγωγή της δημοκρατίας» από τον Ουίλσον και πρόσφατα με τον Μπους είτε με την εργασιοθεραπεία της δράσης, που θα γίνει Πράξη, δηλαδή στάση ζωής και μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου εκ μέρους των Αμερικανών[6]. Η λύση όμως του προβλήματος με το άλμα της τίγρης προς το μέλλον (ο Πραγματισμός αρνείται το παρελθόν), με τη φυγή προς τα μπρος (και προς τα «έξω»), δηλαδή της δράσης, επενδεδυμένης με την πίστη στον καλβινιστικό σκοπό της «οικοδόμησης της πολιτείας του Θεού επί της γης» ή η άποψη ότι «μόνο μέγεθος είναι η ανάπτυξη» (Ουίτμαν) θα έχουν μια σειρά από συνέπειες. Το γεγονός ότι η σκέψη έπεται της πράξης είναι το πρόβλημα της Αμερικής. Το πρόβλημα δηλαδή είναι η παράδοση του Πραγματισμού αλλά και αυτή του νέου Φονταμενταλισμού. Το πρόβλημα οξύνεται ακόμη περισσότερο λόγω της συνεχούς «επιτάχυνσης» των πάντων, δημιουργώντας μια σειρά από δυσμενείς παρενέργειες τις οποίες εντοπίζουν πολλοί, αλλά με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο και οξύνοια έχουν παρουσιάσει οι Μποντριγιάρ[7] και Βιριλιό αλλά και Αμερικανοί όπως ο Νόρμαν Μέηλερ και ο Γκορ Βιντάλ.



[1] Για ένα «πολεμικό ιστιοφόρο» μιλούσε ο Μέλβιλ

[2] Η νέα Ιερουσαλήμ, ο ιδρυτικός μύθος του αμερικανικού έθνους που εξηγεί την άρρηκτη σύνδεση των ΗΠΑ με το Ισραήλ και θα ενεργοποιηθεί μετά τον πόλεμο του 1967, υπό την πιο ακραία μεσσιανική του εκδοχή θα πρέπει να επιβληθεί σε όλο τον κόσμο, προετοιμάζοντάς τον για τη δεύτερη Παρουσία. Βέβαια, πίσω, ή μάλλον εντός του μύθου, η μόνη αλήθεια που υπάρχει είναι ο περίφημος Πραγματισμός, δηλαδή τα επωφελή οικονομικά αποτελέσματα.

[3] Η θαυμάσια περιγραφή στον πρόλογο του «Άλικου γράμματος».

[4]  Φλιπ: είδος δυνατού ποτού

[5] «Ω, ανθρωπότητα, που την αδελφοσύνη σου απόδιωξα και τη μεγάλη σου καρδιά ποδοπάτησα!», αναφωνεί ο Ήθαν Μπραντ ομολογώντας την ενοχή του για την ασυγχώρητη αμαρτία του. 

[6] «…Συζητώντας το θέμα της αγιότητας, ρωτούμε αν ο άγιος είναι ο ιδανικός τύπος ανθρώπου. Πρέπει να δοκιμάζουμε το πράγμα, με γνώμονα τις οικονομικές (economical) του σχέσεις», γράφει ο Ουίλλιαμ Τζέημς στο βιβλίο «Οι παραλλαγές της θρησκευτικής εμπειρίας». Ακόμη και η αγιότητα «δοκιμάζεται» στο απέραντο εργαστήριο της Αγοράς με κριτήριο το οικονομικό αποτέλεσμα!

[7] JEAN BAUDRILLARD: Αμερική και Le paroxyste indifferent,Entretiens avec Ph. Petit. Βρισκόμαστε, σύμφωνα με τον Ζαν Μπωντριγιάρ, στην εποχή της συνεχούς επιτάχυνσης, «Η ταχύτητα δεν είναι παρά η μυητική του κενού: νοσταλγία μιας ακίνητης αναστροφής των μορφών πίσω από τον παροξυσμό της κινητικότητας (...) Όλος ο κόσμος (εδώ) τρέχει μπροστά, διότι έχει χάσει τον τρόπο με τον οποίο σταματά». Η επιτάχυνση είναι βέβαια συνδεδεμένη με τη νεωτερικότητα και την απελευθέρωση. Τα πράγματα απελευθερώνονται όταν πάνε πιο γρήγορα, αλλά η επιτάχυνση από ένα κρίσιμο σημείο και μετά, όταν πηγαίνει όλο και πιο γρήγορα, καθίσταται ένας παροξυσμός της έννοιας του χρόνου και συγχρόνως η καταστροφή του χρόνου και της πραγματικότητας καθώς και της προόδου. Αυτή είναι η λεγόμενη χαοτική επιτάχυνση η οποία είναι «υπερευαίσθητη στις αρχικές συνθήκες» και είναι αδύνατο να μετρηθεί· δημιουργεί περιελίξεις, στρεβλώσεις, σπασμούς και η πρόοδος τελειώνει, τελειώνει και η νεωτερικότητα. Διότι από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει κανένα γεγονός στο εσωτερικό της επιτάχυνσης, μόνο η επιτάχυνση λαμβάνεται υπ’ όψη, όπως συμβαίνει με τις τεχνικές της εικονικής πραγματικότητας όπου λαμβάνεται υπ’ όψη μόνο ο ίλιγγος, ο ολοκληρωτικός παροξυσμός της επιτάχυνσης που κατά κανόνα πάει κατ’ ευθείαν στην άβυσσο. Μόνο η δύναμη της αδράνειας μπορεί να αντιπαρατεθεί σ’ αυτή τη δύναμη της επιτάχυνσης.