Από την ερμηνεία στην ηθική
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 24.01.18 ]Διαβάζω αυτές τις μέρες το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Η πολιτισμική Ποιητική της ελληνικής Λογοτεχνίας. Από την ερμηνεία στην ηθική» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017). Και επιμένω ξανά και ξανά στο 20ο κεφάλαιο: «Νεοελληνική πεζογραφία και η ηθική της ανάγνωσης». Και χαίρομαι τη διεισδυτική ματιά του συγγραφέα στις σύγχρονες λογοτεχνικές σπουδές.
Υποστηρίζει ο Τζιόβας ότι το λογοτεχνικό έργο προϋποθέτει μια σχέση, εξ ορισμού ηθικής χροιάς, ανάμεσα στον συγγραφέα και το ακροατήριό του. Κι αυτό γιατί η λογοτεχνία διαθέτει δυνάμει ηθική διάσταση, εφόσον μας επιτρέπει να συμπάσχουμε με τους άλλους και τούτο οφείλεται στην ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας, η οποία απευθύνεται και στη νοητική και στην θυμική πλευρά του ανθρώπου.
Είναι καιρός να υπερβούμε ως αναγνώστες το κυρίαρχο μέχρι τώρα μοντέλο ανάγνωσης και ερμηνείας, γνωστό με τον όρο του Πολ Ρικέρ «ερμηνευτική της υποψίας» που οδηγεί στην υποβίβαση του λογοτεχνικού κειμένου σε αντικείμενο και όχι σε πηγή γνώσης, καταδικασμένου να απηχεί ή να επιβεβαιώνει συμπεράσματα και φετφάδες στα οποία έχουν καταλήξει άλλοι. Είναι ανάγκη να προσεγγίζουμε το κείμενο όχι ως ήδη γνωστό αλλά ως ριζικά άγνωστο.
Σ’ αυτό το σημείο ο Τζιόβας διαλέγεται δημιουργικά με την Rita Felski (Uses of Literature, 2008), η οποία πρεσβεύει κάτι αιρετικό: αντί να «μουσειοποιούμε» τη λογοτεχνία, για να την προφυλάξουμε τάχα από τα βρόμικα αποτυπώματα της καθημερινότητας, να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τη χρησιμότητά της στις καθημερινές της χρήσεις και στη στενή εμπλοκή της στις ζωές μας. «Αντί να θεωρούμε τη λογοτεχνία χρήσιμη, προτιμότερο θα ήταν να τη βλέπουμε ως χρησιμοποιήσιμη». Σπεύδει, μάλιστα, να διευκρινίσει πως η χρήση της λογοτεχνίας δεν ενέχει εργαλειακή ή χειραγωγική πρόθεση ούτε υποδηλώνει αδιαφορία για την αισθητική και τη μορφή του έργου. Η ανάγνωση δεν ικανοποιεί απλώς κάποιες προϋπάρχουσες ανάγκες, αλλά μπορεί να μας προϊδεάσει για ανάγκες που δεν ξέραμε ότι είχαμε.
Αν παλαιότερα η Νέα Κριτική έθετε το ερώτημα για το «πώς λειτουργεί ένα ποίημα» και οι δομιστές ενδιαφέρονταν για τη λεγόμενη «βαθιά δομή» του, η Felski με αφετηρία τη φαινομενολογία επιχειρεί να αναδείξει τις γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες της τέχνης. Μετακινούμαστε, με άλλα λόγια, από τη θεώρηση της λογοτεχνίας ως αισθητικού αντικειμένου, στις λειτουργίες της λογοτεχνίας στη σημερινή κοινωνία. Από την εσωστρεφή αντιμετώπιση της λογοτεχνίας ως οργανισμού, την εσωτερική λειτουργία του οποίου προσπαθούμε να ανακαλύψουμε, ή ως αισθητικού ασύλου που πρέπει να υπερασπιστούμε από εξωτερικές επιβουλές, μεταβαίνουμε στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται το κοινό στο κείμενο, τις συναισθηματικές του αντιδράσεις και τα ηθικά του διλήμματα, τις ταυτίσεις και τις αρνήσεις του.
Η ηθική κριτική –προεκτείνοντας δημιουργικά τη σκέψη του Φουκό για τον εαυτό ως ηθικό πρόταγμα και τον ορισμό της ηθικής από τον Λεβινάς ως σεβασμού στην ετερότητα και αναγνώρισης της ξενότητας του Άλλου- προϋποθέτει μια συναλλακτική θεωρία της ανάγνωσης, κατά την οποία τα κείμενα διαμορφώνουν τον αναγνώστη και ο αναγνώστης διαμορφώνει τα κείμενα. Για την ηθική κριτική ό,τι προέχει είναι το σημείο επαφής ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο, καθώς οι κειμενικές συναντήσεις τείνουν να εξισώνονται με τις ανθρώπινες. Δεν ενδιαφέρει πια τι είναι τα κείμενα όσο το τι κάνουν. Η ηθική, υποστηρίζει ο Τζιόβας, είναι πρωτίστως πράξη και όχι ένα σύνολο κανονιστικών αρχών, ενώ η πεμπτουσία της εντοπίζεται στην επιθυμία της συλλογικότητας.
Η ηθική της ανάγνωσης, λέει ο Τζιόβας, μπορεί να μας προσφέρει μια διαφορετική προοπτική για να προσεγγίσουμε κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας, να εκτιμήσουμε συγγραφικές στρατηγικές και ενδεχομένως γενικότερες τάσεις ή μετατοπίσεις, αλλά και να προβληματιστούμε σχετικά με τις αναγνωστικές μας προτιμήσεις.
Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με την παραδειγματική υπόδειξη των δύο τρόπων ηθικής της ανάγνωσης:
α. Η ηθική της ερμηνευτικής απορίας, πλησιέστερη προς το αισθητικό, εφόσον τα κείμενα με έντονη ερμηνευτική αμφισημία θεωρούνται και πιο αξιόλογα.
β. Η ηθική της ανταπόκρισης(που είναι πιο κοντά στο ηθικολογικό, αφορά τη στάση μας σε ζητήματα ετερότητας, βίας ή καταπίεσης) επιμερίζεται σε δύο κατηγορίες:
την ηθική της απόστασης·
την ηθική της συμπάθειας και της ετερότητας απέναντι στα μυθιστορηματικά πρόσωπα, η οποία προϋποθέτει τη θυμική μέθεξη του αναγνώστη και τη στάση του απέναντι στην ετερότητα καταστάσεων ή προσώπων.
«Εντέλει, η ηθική της ανάγνωσης μεταθέτει το ενδιαφέρον από το τι είναι η λογοτεχνία στο πώς λειτουργεί η λογοτεχνία, από τη διερεύνηση της υφής ή των τεχνικών του κειμένου, στρεφόμαστε στην ανταπόκριση των αναγνωστών απέναντί του, όχι για να συμπληρωθούν τα κενά του ή να ανακαλυφθεί το νόημά του, αλλά για να προβληματιστούν σχετικά με τα διλήμματα και τις απορίες που θέτει ή για να εκδηλώσουμε τη συμπάθεια ή την αντιπάθειά μας σε πρόσωπα και καταστάσεις που αναπαριστά. Εν ολίγοις, από την ερμηνεία περνούμε στην ηθική ευθύνη».