Αμμόγελα

[ Γιάννης Κ. Λάμπρης / Ελλάδα / 07.12.15 ]

Δυο φίλοι-όχι ακόμα μεσήλικες-, δυο καφέδες, δυο συμπεριφορές:

- Άκου Γιάννη, έτσι που τα μιλάμε, λέω, έχεις να πεις πράματα. Αν θες, γράψε ένα κομμάτι για το ΑRΤΙnews που σου 'λεγα. Σου ταιριάζει και νομίζω του ταιριάζεις…

- Τι να γράψω ρε Γιώργο… Μπήκα στο ΑRΤΙnews και διάβασα… Καλές και καλύτερες δουλειές, ενδιαφέροντα κείμενα, οι άνθρωποι που γράφουν εκεί έχουν να πουν κάτι, τροφή για σκέψη, αλλά  και γνώση... Άμα έγραφα κάτι εγώ, θα 'θελα να κουβαλάει και να φέρνει χαμόγελο…

- Γράψε κάτι που να ΄χει χαμόγελο…

- Που να το βρω ρε Γιώργο το χαμόγελο στους καιρούς μας; Εγώ, μ’ αυτά που γίνονται, όποιον βλέπω να χαμογελάει τον κοιτάω υποψιασμένα, νομίζω ότι είναι από πάρεση ή εγκεφαλικό... Άμα γράψω κάτι, θα είναι πίκρα… Στα περισσότερα απ’ αυτά που σκέφτομαι, δε θα βγαίνει μελάνι απ’ το στυλό, αλλά χολή, άντε μουρουνόλαδο…

- Αυτό στο λύνω, σιγά μη  γράψεις με στυλό… Στο πι σι θα τα χτυπήσεις.

- Άσε αυτό… Έχυσα καφέ στο πληκτρολόγιο και δε γράφει το χι… Κι άμα πατάς το μι,  το γράφει δυο φορές… Καταλαβαίνεις τώρα…  Το χαμόγελο θα βγει αμμόγελο, γέλιο από άμμο, το παίρνει ο αέρας και πάει… Άσε που σου λέω…

- Έ  γράψε κι ας έχει πίκρα...

- Δε χρειάζεται η δικιά μου γραφή γι’ αυτό… Γεγονότα, ειδήσεις, εικόνες, εδώ και στον κόσμο, έχουν περιγράψει κι επιβάλει την πίκρα περισσότερο και καλύτερα από κάθε κείμενο… Αχρείαστο είναι κι ένα δικό μου που θα την αναμασάει.

- Γράψε για τις μικρές και μεγάλες νίκες μας, που μου 'λεγες πριν…

- Τόσο που κρατάνε, θα πρέπει να λεξιπλαστήσω και  να βάλω τη νίκη να συντρέχει με την ήττα, μαζί, σε μια λέξη σύνθετη, δηλαδή "νικήττα", πως λέμε χαρμολύπη ή κλαυσίγελως… 

- Αφού πριν έλεγες …

- Έλεγα πριν, σε μια κρίση αισιοδοξίας που ανέσυρα σπρωχτά από τα έγκατα του κόσμου μου, ότι ναι, ο κόσμος έδιωξε τα πολιτικά τέρατα που μας ρημάξανε τόσα χρόνια. Ξεκαμπουριάσαμε κι ορθωθήκαμε μπροστά στους σύγχρονους θεούς- και ιερείς του μόνου θεού τους- του χρήματος. Ουρλιάξαμε στα μούτρα τους ότι υπάρχουν και οι άνθρωποι, οι ζωές τους. Είδαμε το άδειο βλέμμα τους, να γίνεται έκπληκτο βλέμμα. Τους στείλαμε στα λεξικά, ν’ ανοίγουν τους Μπαμπινιώτηδες της γλώσσας τους και να ψάχνουν το λήμμα «η αριστερά στην κυβέρνηση». Να σκιάζονται μήπως κάποτε και στην εξουσία. Μήπως είναι μεταδοτικό, σαν την ιλαρά και την πάθουν και οι δικοί τους λαοί την αρρώστια. Βάλαμε ανθρώπους, όσους μπορέσαμε, λίγους μέχρι τώρα και- κάποιους- "λίγους" εδώ που τα λέμε, να ορίσουν τύχες του κοσμάκη ξεχασμένες. Παρακατιανές κι ασήμαντες για τους άλλους, τους προηγούμενους. Το φαΐ, τη δουλειά, το σπίτι, τη ζεστασιά, την υγειά, τα γράμματα, την ανθρωπιά. Τι διάολο, αυτοί δε θα μας βγουν-δεν είναι και το ξέρουμε- τόσο ανάλγητοι, ούτε τόσο εξ αναλγησίας ανίκανοι, όσο οι άλλοι... Δε λέω, αυτά ναι, γίνανε…

- Ά γεια σου, γράψε γι’ αυτά, λίγες είναι αυτές οι νίκες;

- Μπα, νίκες ξενίκες,  λυσσάνε και θα μας τις πάρουν πίσω… Από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα…

- Εντάξει ρε μίρλα… Μη γράψεις, μην κάνεις τίποτα, "έσε μας"  που θα ΄γραφε και το πι σι σου… Κάτσε στον καναπέ να μεγαλώνεις τη γούβα κάτω απ’ τον κώλο σου... Εγώ θα γράψω… Κι εσένα…