Ήρθε ένα ακόμα –όπως το έχει περιγράψει ο Νίκος Καρούζος– «έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο».
Δύσκολη αυτή η Άνοιξη. Αλλά είναι η Άνοιξη, είναι η ελπίδα, είναι το θαύμα, είναι τα χρώματα που ντύνονται οι παρυφές των πόλεων, στο τέλος της μεγάλης νύχτας, στο φως και στη λάμψη των ανθισμένων τοπίων και ψυχών.
Ο Ελύτης:
Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη
[...]
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
[...]
Άνοιξη μυρμηγκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
[...]
Άνοιξη μούρο αδάγκωτο
Άνοιξη βιδωτό φιλί
Άνοιξη χάσμα της λιποθυμιάς
[...]
Άνοιξη δόντι λυσσαλέο
Άνοιξη φούξια του παροξυσμού
Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο
[...]
Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη
Από τα Ετεροθαλή)
Για τον Αναγνωστάκη η άνοιξη παραπέμπει στην επιστροφή:
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα 'ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας....(«Όταν μιαν άνοιξη»)
Για τον Σαχτούρη:
Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.
Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ανάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.
(«ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ»)
Ο Pablo Neruda μας λέει: «Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να ρθει»
Ο Νίκος Καρούζος είναι απαισιόδοξος:«Το μπόλι της αγάπης δεν το δέχτηκε ο κόσμος/ υστέρημα η άνοιξη,ανύπαρκτο πουγκί/ μπλόφα χοντρή η άνοιξη στις μέρες μας.»!
Ο Οδυσσέας Ελύτης ωστόσο ελπίζει: «Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις»... «Μάθε ν' αγοράζεις πάντοτε από την ίδια -όσο μεγάλη κι αν είναι -ποσότητα του ελαχίστου»(Εκ του Πλησίον)