Όραση

[ Ζαχαρίας Κατσακός / Ελλάδα / 20.08.19 ]

Το ανοίκειο, το ξένο, το αταίριαστο, το παράλογο, το ασύλληπτο. Αυτό να βλέπει εκείνος που θέλει να «δει». Αυτό που δεν είναι νοητό σε καμία στιγμή του χρόνου και σε καμία περίπτωση. Αυτό να βλέπει. Το ακατανόητο. 

 Το ακατανόητο υπάρχει παντού. Μέσα σου, στις σκέψεις σου, στην αρχή και στο τέλος, στην Ιστορία, στους φίλους που χάθηκαν, στο δάκρυ ενός δέντρου, στον έρωτα και στον θάνατο. Στη γέλη των λέξεων, στο αλάτι της σκοπιάς, στο θρόισμα του νερού, στην ανάσα σου όταν δεν κοιμάσαι τα βράδια.

Αυτό είναι που θα σε κάνει να βλέπεις.

Αν δεν μπορείς το ασύλληπτο και ακατανόητο να συναντήσεις, τότε μπορείς να το δημιουργήσεις. Αν δεν θέλεις το αόρατο να «δεις» επειδή δεν μπορείς να το αντέξεις, αλλά ούτε και να το γευτείς, τότε ας βλέπεις αυτό που θέλεις. Είναι κι αυτό μια εκδοχή της σκέψης σου. Να βλέπεις, δηλαδή, εικόνες. Χρώματα, λαμπάκια, φώτα που γεμίζουν πολύχρωμες ... σκιές, αφόρητους ήχους, ξέσκεπα αρώματα. Πλάνες δηλαδή. Οι πλάνες είναι το παλτό σου. Ίσως το ομοίωμά σου. Το φοράς χειμώνα καλοκαίρι. Οι πλάνες είναι βέβαια κι αυτές πολύ χρήσιμες, γιατί σε κάνουν να έχεις αυταπάτες. Σε κάνουν να νομίζεις ότι ζεις, μέσα στη ... μικρούλα, τόση δα ψυχή σου.

 Το ανοίκειο όμως σε προστατεύει. Η πλάνη όχι. 

Η πλάνη σε αφήνει ανυπεράσπιστο.

 Βέβαια και η πλάνη είναι όραση. Όμως δεν έχει εκείνο το φως που μεταμορφώνει τα πράγματα και τους ανθρώπους. Αυτή η όραση της πλάνης ή … η πλάνη της όρασης έχει μέσα της μικροσκοπικά στίγματα, σκουπιδάκια, που κάθονται αιωνίως στα μάτια σου. Έτσι θολώνουν τα μάτια σου.

Είναι ένα αφόρητο, θλιβερό σκοτάδι να νομίζεις ότι βλέπεις, ενώ στην πραγματικότητα βλέπεις σκουπίδια ...