Χρήστος Τούμπουρος
ΑΦΙΞΗ... (Δεν χρειάζονται οι συνειρμοί...)
«Έφτακαν Θειάκω… Έφτακαν»
Ήταν τότε που εκτελούσα χρέη ταχυδρόμου. Στημένος στη ράχη του χωριού, έξω στην Αγία Παρασκευή, κοίταγα όλη τη δημοσιά προς την Πλάκα, για να δω πότε θα ξεκαμπίσει «ο βουλευτής με τη συνοδεία του». Με είχε στείλει η θεια μου να δω, αν έρχονται και να την ειδοποιήσω για να «γαστρίσει» την πίτα. «Ώσπου να φτάσ’, να χαιρετίσ’, να μιλήσ’, να πιουν δυο τσίπρα και μετά να παρακάτσ’ στο τραπέζ’, εγώ θα την έχω ψήσει, και θα τη φάει ζεστή». Αυτά ήταν τα λόγια της και συνέχισε: «Φεύγα, τι χασομεράς. Το νου σου μη δεν τους καταλάβεις…».
Προεκλογική εκστρατεία είχαμε και ο καθένας συνέφερε με τον τρόπο του στον προεκλογικό αγώνα. Άλλοι με πίτες, άλλος τάζοντας ψήφους, «έχω τέσσερις φέτος» κ.ο.κ. Ντόρος γινόταν, ο βουλευτής ερχόταν και απίθωνε στο τραπέζι υποσχέσεις και ταξίματα. Τώρα θυμάμαι και δικαιολογώ τον παππού που σε τέτοιες περιστάσεις ούτε που ξέρω πόσες φορές τραγουδούσε: "Τζουμέρκα μου τι πάθατε/γιατί πενθοφορείτε/και με χαρά την Άνοιξη/φέτος δεν καρτερείτε./Κλείσαν τα σπίτια στα χωριά,/τα τζάκια δεν καπνίζουν/τι έχουν ντα Τζουμερκόπουλα/και δεν ξαναγυρίζουν;/Μείναν οι γέροι μοναχοί,/ μακριά από τα παιδιά τους…» Και δεν πήγαινε, «δεν πάταγε το πόδι του» καθόλου στο καφενείο. Τέτοιες μέρες ήταν «χωμένος μέσα στο τζάκ’».
Ήταν τότε, λοιπόν, που περιμέναμε τον βουλευτή. Είχε βάλει τα συγύρια -τα καλά- στο καφενείο η θεια μου, τραπεζομάντηλα κεντητά, λουλουδιασμένα, πετσέτες κεντημένες με βελονάκι, κρασοπότηρα κολονάτα, χλίδα αληθινή. Και μαζί με όλα αυτά δυο ταψιά που τα γάστρισε πρωί πρωί που περιείχαν κατσικάκια ψημένα. Το ένα με πατατούλες και το άλλο με λαχανάκια, άγρια, ζωχούς του βουνού. Τα πήγε στο καφενείο, επιμελήθηκε αυτοπροσώπως τη μεταφορά και τα απίθωσε σε μια γωνιά, αφού τα τλούπωξε με μεταξωτά σεντόνια. Τα έβλεπα και… άστα να πάνε… Ακόμα «γεύομαι» την υποτιθέμενη νοστιμιά!
Και εκεί που ήμουν χωμένος στις τσιοπόρες είδα κάτω στις Κερασιές τέσσερα αυτοκίνητα να ανεβαίνουν, να ανεβαίνουν, αγκομαχώντας… Ακούγονταν μέχρι εκεί το γκουσουμάνημά τους. Φεύγω και με μια ανάσα έφτασα. «Θειάκω έφτακαν. Έφτακαν». Στον αέρα η θεια. Και όχι μόνο αυτή. Όλο το χωριό στο καφενείο. Εκεί να χορτάσει η ψυχούλα του καθενός βυζαντινισμούς. Γιαγιούλες να του φιλούν το χέρι, φιλιά εδώ, φιλιά εκεί, (πλάτσα-πλούτσα-δεν είχαμε τότε και τον κορωνοϊό), χαιρετούρες και χαριεντισμοί. Άλλο πράμα. Μπήκε στο καφενείο. Ακολούθησαν οι αρχές κι απέξω κόσμος, όλο σχεδόν το χωριό. Να ακούσουν τι θα πει…
Φαίνεται πως ο κύριος βουλευτής ζαλίστηκε άπό τη μυρωδιά του κατσικιού, γαστρισμένο κατάλληλα και «γλυκοσοροπιάζονταν» από την έστω και νοητικά απίστευτη γεύση του κι άρχισε την ομιλία του με ένα ύμνο στο Τζουμερκιώτικο κατσίκι…
«Αγαπητοί πατριώτες. Η περιοχή των Τζουμέρκων, άγρια, όμως κατάλληλη για την εκτροφή κατσικιών, που θα τροφοδοτούσαν ολόκληρη την επικράτεια είναι κρίμα να είναι τόσο παραμελημένη, χωρίς ουσιαστικά συγκοινωνία και έργα υποδομής άτινα θα προωθήσουν σ’ ολόκληρο το Τζουμέρκο την ανάπτυξη και την προκοπή. Οι Τζουμερκιώτες αγωνισταί και αχθοφόροι της ελευθερίας του τόπου…» Έλεγε, έλεγε και σταματημό δεν είχε. Δεν καταλάβαινε βέβαια κανένας τίποτε. Κάτι γριούλες σταυροκοπιόντουσαν και δακρυσμένες μονολογούσαν… «Τι καλά που τα λέει. Μορφωμένος άνθρωπος!». Κάποτε σταμάτησε. Κάθισε για να γευτεί τα εδέσματα. Κι άρχισε το φαγοπότι.
Αναστέναξαν τα κατσίκια… Ένα τάκα τάκα άκουγες. Ήταν τα πιρούνια. Ασταμάτητο κροτάλισμα. Πάνε και οι πίτες, πάνε και τα κατσίκια, πάνε όλα. Η σύζυγος του κυρίου βουλευτού είχε ματιάσει τις πετσέτες, κεντητές με σταυροβελονιά, τα μεσάλια και τα κεντητά σεντόνια… Τα πήρε όλα μαζί της ως «ενθύμιον της Τζουμερκιώτικης φιλοξενίας!» Ο κύριος βουλευτής με μπουκωμένο το στόμα και «σφόδρα συγκινημένος» αποχωρώντας ανακοίνωσε και τούτα. «Αγαπητοί μου πατριώτες. Το φιλότιμό σας είναι απερίγραπτο και επειδή με κατασυγκινήσατε θα σας επιλύσω άμεσα το πρόβλημά σας. Το γάλα θα το μεταφέρετε πλέον με σωλήνες που θα τοποθετηθούν σ’ όλο το δημόσιο δρόμο και θα φτάνει στην Πλάκα που θα είναι σταθμός περισυλλογής». Η Πλάκα απέχει 8 χιλιόμετρα. Ακόμα μπαίνουν αυτοί οι σωλήνες… Ο βουλευτής «έφτακε»!!! Οι σωλήνες αναμένονται…