Έρωτας και ερωτικός λόγος

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 25.11.24 ]

Στην καθημερινή ζωή, ο ερωτικός λόγος είναι μια γλώσσα όπου αυτά που δεν λέγονται είναι πολύ πιο σημαντικά από εκείνα που λέγονται. Αυτή η αρχή δεν ισχύει μόνο για όσους –καλώς ή κακώς- αντιμετωπίζουν περισσότερο ή λιγότερο έμμεσα τα ερωτικά θέματα, αλλά και για όσους διοχετεύουν σ’ αυτά ολόκληρη τη δύναμη της πράξης τους. Ακόμη και οι συγγραφείς, που με την ερωτική τους φαντασία, θέλουν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο, συμβαίνει να χρησιμοποιούν εκφράσεις που από την απόλυτη καθαρότητα περνούν σε μια μυστηριώδη συγκάλυψη ακριβώς τη στιγμή της μεγαλύτερης έντασης. Αυτή η ελικοειδής κίνηση για να παρακάμψουν το ανομολόγητο, φέρνει κοντά συγγραφείς του πιο εξτρεμιστικού ερωτισμού, όπως ο Ντε Σαντ και ο Μπατάιγ και συγγραφείς που από τις σελίδες τους το σεξ φαίνεται αυστηρά απομακρυσμένο, όπως ο Χένρι Τζέιμς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να καθορίσουμε αν στο συγκεκριμένο πλαίσιο μπορεί να βρει θέση η απομυθοποιητική διάθεση μιας άμεσης, ήρεμης αναπαράστασης των ερωτικών σχέσεων ως στοιχείο ζωής ανάμεσα σε άλλα στοιχεία ζωής. Αν αυτή η στάση είναι δυνατή, δεν θα καταλάμβανε μόνο μια κεντρική θέση –σε αντίθεση τόσο με την εσωτερική λογοκρισία της καταπίεσης και της υποκρισίας, όσο και με την ιερή ή δαιμονική εκμετάλλευση του έρωτα- αλλά θα ήταν οπωσδήποτε και η νικηφόρα, θα ξεκαθάριζε δηλαδή το πεδίο απ’ όλες τις άλλες.
Η λογοτεχνική εμπειρία των τελευταίων πενήντα και πλέον χρόνων, προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτή η θέση παραμένει μια διαφωτιστική και διανοητική πρόθεση. Στον «κόσμο του λόγου», η λειτουργία του ερωτικού σημείου είναι η ακόλουθη: ο έρωτας δεν μπορεί να βγει από την προνομιακή του θέση και, άρα, είναι το θετικό ή αρνητικό του χαρακτηριστικό, που συνοδεύει τα σημεία του έρωτα σε κάθε μεμονωμένη λογοτεχνική παραγωγή στην καθοριστική πορεία του κάθε συστήματος και των εσωτερικών αξιών του κειμένου. Βέβαια, ο εσωτερικός λόγος του κειμένου (του κάθε κειμένου) δεν επαρκεί πια και είναι απαραίτητο και αναγκαίο να εντάξουμε το κείμενο στο κοινωνικό πλαίσιο που γεννιέται.
Η βαριά συμβολική ασπίδα κάτω από την οποία κρύβεται ο έρωτας, δεν είναι άλλο από ένα σύστημα συνειδητών πλεγμάτων που διαχωρίζουν την επιθυμία από την πραγμάτωσή της. Από αυτή την άποψη, κάθε πράξη είναι ερωτική, όπως ερωτικό είναι και το κάθε όνειρο. Στα άτομα με έντονο ερωτισμό μπορούμε να αναγνωρίσουμε εκείνα που μέσα από τα σύμβολα του σεξ προσπαθούν να κάνουν να μιλήσει κάτι το διαφορετικό κι αυτό το διαφορετικό μπορεί να οριστεί ως ένας άλλος έρωτας, ένας τελευταίος έρωτας, σημαντικός, μυθικός, άφθαρτος.
Ο ερωτισμός έχει κάποιο νόημα μόνον αν βρίσκεται στην κορυφή μιας σκάλας αξιών, όταν η παρτιτούρα χρειάζεται τις πιο υψηλές ή τις πιο χαμηλές νότες, όταν το ύφασμα ζητά τα πιο έντονα χρώματα, τότε το σημείο του έρωτα μπαίνει στο παιχνίδι.
Μπορούμε να πούμε ότι ο δείκτης των αξιών ταλαντεύεται ανάμεσα στην απολογία και την καταδίκη των ερωτικών σχέσεων: στη μια άκρη η θριαμβική έξαρση και στην άλλη η κάθοδος στην κόλαση της «σαρκικής αθλιότητας».
Αναμφίβολα ζούμε σε μια εποχή όπου σημειώνεται μια έντονη τάση απο-σεξουαλικότητας. Η πάλη για την επιβίωση στις μεγάλες πόλεις και στην πλειονότητα του πληθυσμού είναι τέτοια που ευνοεί τον αντιερωτισμό. Και σε επίπεδο των mass media, η ερωτική μυθολογία έχει μια λειτουργία αντιστάθμισης και επανάκτησης κάποιων πραγμάτων που χάθηκαν ή βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο.
Σήμερα η κατάσταση είναι σοβαρή και οι θεραπείες πρέπει να είναι αποφασιστικές. Η ζωή μπορεί ν’ ακολουθήσει έναν δρόμο επικοινωνίας των ερωτικών σημείων σε χαμηλό επίπεδο ή καθορίζοντας σχέσεις ανθρώπινες με την πραγματικότητα, δίνοντας στην ερωτική συνάντηση μια κεντρική θέση στη βάση της ζωτικής επικοινωνίας κάθε εμπειρίας και κάθε ανθρώπινης παρουσίας.
Οι παραπάνω εμπειρίες αναπτύσσονται κάτω από την ένδειξη του χαμόγελου και αποδεικνύουν ότι μόνο το χαμόγελο είναι εγγύηση της ποιότητας της ζωής και σημάδι μιας επαναστατικής διαφοροποίησης.

25-11-2016

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ