Ένδον σκάπτε

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 23.10.19 ]

Έξω σύννεφα βαριά θρηνούσαν τις μέρες του καλοκαιριού που αλάργεψαν. Μέσα το σπίτι σιωπηλό και σκοτεινό. Γύρω τα σημάδια μιας αυτάρκους λιτής ζωής.

Στέκεται ώρες ατέλειωτες μπροστά στην οθόνη. Η οθόνη του υπολογιστή μια ανοιχτή πληγή. Οι σελίδες ολόλευκες, έμπνευση καμία. Οι απογοητεύσεις συσσωρεύονταν σαν άπλυτα ρούχα.
Τοίχοι πόνου τον πλάκωναν από παντού. Προσπάθησε να τους σπρώξει. Ήταν από τσιμέντο κι ατσάλι κι εκείνος ήταν μόνο σάρκα και οστά. Χωρίς την παρηγοριά της γραφής να μικραίνει τις άδειες νύχτες του, η κατάθλιψη απειλούσε να τον σαρώσει, να τον τραβήξει στα θολά νερά της.
Η φωνή της αμφιβολίας στο μυαλό του μπορεί να σώπαινε κάποια στιγμή αλλά ο απόηχός της παρέμενε. Στο παρελθόν είχε εκδώσει αρκετά βιβλία, στις παρουσιάσεις εκατοντάδες άνθρωποι. Τώρα μόνο αρνήσεις επιστρέφουν. Πόσο εφήμερη η αναγνωρισιμότητα! Σύντομα λησμονιέσαι κι αυτό δε μπορεί να αλλάξει, όσες προτομές κι αγάλματα να σου στήσουν.
Έξω είχε σκοτεινιάσει, με ένα σκοτάδι αρπακτικό και ξένο. Μια πελώρια μοναξιά, απτή κι ογκώδης ήρθε από το πουθενά κι έκατσε βαριά πάνω στο στήθος του. Ήταν άσχημα εδώ, βουβά και πένθιμα. Και δεν ντράπηκε για εκείνα τα δάκρυα. Δεν ντράπηκε καθόλου.
Τα δάκρυα λυτρωτικά ξέπλυναν τον πόνο και την αμφιβολία. Θα έσκαβε βαθιά μέσα του. Θα ξανάβρισκε την πίστη του και την έμπνευσή του.
Στο βάθος του ουρανού αχνοφαινόταν η υπόσχεση του ήλιου. Κι αυτό είναι αρκετό για τους ανθρώπους.