Άρτα: Η πολιτική πατρωνεία στις αρχές του 20ου αιώνα

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 31.10.22 ]

Στην Άρτα και στα Τζουμέρκα ο Κ. Καραπάνος «κάνει όργια» σύμφωνα με τον Γεώργιο Α. Δουρούτη[1]. Το σπουδαιότερο είναι ότι «εξαγόρασε» και κατέστησε κομματάρχη του τον μεγαλύτερο αντίπαλό του, τον βουλευτή Γεώργιο Παχύ. Ο Παχύς έχει ηρωοποιηθεί από τους έχοντες λειψή γνώση των ιστορικών γεγονότων. Είναι αλήθεια ότι πάλεψε δίπλα στους γεωργούς και στους κολίγους που καταδίωκαν οι επιστάτες και τα όργανα εν γένει του τσιφλικά, αλλά στη συνέχεια συμμάχησε μαζί του. Η «εξαγορά» του Παχύ για την οποία μιλά ο Δουρούτης δεν φαίνεται ισχυρή, καθώς ο Γ. Παχύς ήταν πάρα πολύ πλούσιος(μεγαλομέτοχος των μεταλλείων Λαυρίου και γαιοκτήμονας, συμπέθερος του Σερπιέρη και γαμπρός του Αλ. Σκουζέ). Αντιθέτως, η πολιτική συνύπαρξη φαίνεται να προκύπτει μετά από «υψηλή» διαμεσολάβηση[2]. Πέραν τούτων, είναι φανερό, αλλά άγνωστο στους πολλούς, ότι το αγροτικό κίνημα ξεκίνησε στην Άρτα το 1873, εναντίον του Καραπάνου, και κορυφώθηκε τα χρόνια 1881-1883, ενώ απονεκρώθηκε στη συνέχεια, ξεσπώντας, τελικά, στη γειτονική Θεσσαλία το 1910. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Καραπάνος πούλησε τα τσιφλίκια του στους «χωρικούς». Αντίθετα, ο πεθερός του, Χρηστάκης Ζωγράφος στη Θεσσαλία αντιμετώπισε τα τσιφλίκια παραγωγικά. Επίσης, αυτό συνέβη λόγω της προεργασίας που έγινε στους «κάτω»[3], οι οποίοι απέκτησαν στο πρόσωπο του χριστιανο-κοινωνιστή Μαρίνου Αντύπα, το μύθο-σύμβολο του αγώνα τους.

Στο πολιτικό-εκλογικό πεδίο, όπως σημειώνει ο ειδικός ανταποκριτής «Ζ.» της εφημερίδας «Μη Χάνεσαι» το Σεπτέμβριο του 1881: «…εξ όσων έκρινα και ακούω, έχω πεποίθησιν ότι ο Αρτινός θα αφομοιωθεί εντελώς εις πρώτον βουλευτικόν αγώνα προς ημάς τους εκλογείς της παλαιάς Ελλάδος. Από ημάς εξαρτάται να τους διαφθείρωμεν και αυτούς εντελώς, και τότε αλλοίμονον! Τυραννίσκοι νέοι, αμαθέστεροι, μάλιστα, επί των βουλευτών των, οι δε βουλευταί των επί των κυβερνώντων. Κλαύσετέ μας». Όπως καταγράφεται δε, ο Καραπάνος θα εξαγοράσει ψήφους δίνοντας χρήματα, μειώνοντας επιτόκια δανείων κ.ά. Συγκεκριμένα, το σύστημα της πατρωνείας βασίζεται στους διορισμούς(οι δημόσιοι υπάλληλοι ανήκαν σε δίκτυα πατρωνείας και το 1905-6 είχαμε έναν χωροφύλακα ανά 90 ενήλικες άρρενες) και τις μικροεξυπηρετήσεις. Αξίζει να σημειωθεί η άμεση αντικατάσταση του εισαγγελέα Άρτας διότι ήταν επιεικής προς τους ξεσηκωμένους εναντίον του Καραπάνου γεωργούς. Αλλά το γεγονός ότι ο ίδιος ο τσιφλικούχος Κ. Καραπάνος εκλέγονταν βουλευτής στην Άρτα τον καθιστούσε πιο ήπιο έναντι των άλλων συναδέλφων του, που δεν ήταν πολιτικοί.

Σύμφωνα με τους μελετητές υπήρχε καλυτέρευση των όρων στη σχέση του αγρότη-μικροκαλλιεργητή με το γαιοκτήμονα «ιδίως αν ήταν ο ίδιος υποψήφιος»[4]. Έτσι είχαμε παράταση προθεσμίας εξόφλησης δανείων, χαμηλότερους τόκους, αναβολές προσωποκράτησης για χρέη, επιείκεια σε περίπτωση ληστείας, βοήθεια για μετανάστευση, κουμπαριές, διορισμούς κ.ά. Πολλές από αυτές τις εξυπηρετήσεις-ρουσφέτια γίνονταν κατευθείαν από τον πολιτικό, πολλές άλλες όμως γίνονταν από τους ανθρώπους του που ήταν ενδιάμεσοι στην ιεραρχία του δικτύου της πατρωνείας(επιστάτες, τοπικοί κομματάρχες). Ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτικών σε συνδυασμό με το ισχύον πελατειακό σύστημα είχε ως αποτέλεσμα κάθε εύνοια στην ευρύτερη περιφέρεια, η οποία ήταν ενδεχόμενο να ωφελήσει έναν ανταγωνιστή υποψήφιο ακόμα και του ίδιου κόμματος να μπλοκάρεται! Οι πιο εύποροι μικροϊδιοκτήτες πάντως θα ενταχθούν στο σύστημα, διεκδικώντας τις πελατειακές παροχές, καθιστάμενοι πολλές φορές κομματάρχες.

Ειδικά «Οι δημόσιοι υπάλληλοι ανήκαν σε δίκτυα πατρωνείας, η Διοίκηση βρισκόταν σε θέση εξάρτησης από την πολιτική ηγεσία»[5]. Οι εκλογείς διαπραγματεύονταν και επιτύγχαναν καλύτερους όρους στη σχέση τους με τον τσιφλικά, αλλά πολλές φορές η εξαγορά των ψήφων γίνονταν έναντι πινακίου φακής και η διευθέτηση της σύγκρουσης πόλης-χωριού μέσω τω εκλογών αποδεικνύονταν εντέλει καταστροφική για την πολιτική και τα όποια ψήγματα δημοκρατίας. Εκτός όμως, από το πελατειακό κράτος και τους πάτρωνες-πολιτικούς, ο «μέγας των ρουσφετολόγων» ήταν ο βασιλιάς[6]. Αυτός ήταν ο ενδιάμεσος –με τη σχετική αυτονομία του- μεταξύ των δυνάμεων της ξενικής προστασίας και της επιχειρηματικής ομογένειας. Γενικά, ο βασιλιάς σε συνεργασία μ’ ένα μέρος της επιχειρηματικής ομογένειας ήταν η «γέφυρα» που συνέδεε το «έξω» με το «εντός», τις δυνάμεις της εξάρτησης και τα εντός της χώρας συμφέροντά τους, όπως συνέβη με το Λαύριο, τις προμήθειες πολεμικού υλικού κ.ά. Είναι γνωστή η εμπλοκή του πρίγκηπα Νικόλαου στην αγορά από τον ελληνικό στρατό πυροβόλων[7].

  Ο Γεώργιος Α. Δουρούτης είναι κάτοικος Αθηνών και διαμένει «προσωρινώς εν Άρτη» καθώς είναι υποψήφιος βουλευτής της. Μέσα από το πόνημά του «Το μυσαρόν Έγκλημα της Δωροδοκίας θα μείνει ατιμώρητον όπως άλλοτε; Ενστάσεις κατά του κύρους της εκλογής Νομού Άρτης ως προς τους ανακηρυχθέντας ως βουλευτάς κους Κ. Καραπάνον, Ιωάννην Καραπάνον και Κ. Κοττίκαν-βουλευτικές εκλογές 7/2/1899» γίνονται γνωστοί οι τρόποι υφαρπαγής ή εξαγοράς της ψήφου των εκλογέων της Άρτας. Το σημαντικότερο είναι ότι μαθαίνουμε την πολιτική ανθρωπογεωγραφία της περιοχής αλλά και το εκπληκτικότερο ότι ο Γεώργιος Παχύς, ο προστάτης των αγωνιζόμενων εναντίον του τσιφλικά Καραπάνου χωρικών-γεωργών, κατέστη ένας απλός κομματάρχης του τελευταίου! Σημειώνεται δε ότι «Οι Καραπάνοι μετέβαλλον την ευγενή άμιλλαν σε «ταλαρομαχίαν» κατά την έκφραση του σημερινού φίλου των κ. Γ. Παχύ»[8]! Άρα, η σύμπραξη Καραπάνου και Παχύ ξεκινά το 1899. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα προεκλογικά συνθήματα της εποχής συμπύκνωνε το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης ως εξής: «Τον παρά και στον Καρά»! Αλλά με ποιο τρόπο ο Κ. Καραπάνος προσεταιρίστικε τον επίσης ισχυρό, πολιτικά, αλλά και υλικά αντίπαλό του; Αυτό δεν διευκρινίζεται. Απλώς αναφέρονται τα κάτωθι: «Προς απόδειξιν τούτου επικαλούμαι ως μάρτυρας… τον κ. Γεώργιον Παχύν ταχθέντα εν αρχή μετά του συνδυασμού των κ.κ. Καραπάνων, αλλά κατόπιν αρκεσθέντα να συμπράξη ως απλούς αυτού κομματάρχης, δια λόγους οίτινες εν τω μέλλοντι βεβαίως θα γνωσθώσι, και πολλάκις διαμαρτυρηθέντα εν τω παρελθόντι εν τη Βουλή, δια τις επεμβάσεις και δωροδοκίας και τα όργια του κ. Καραπάνου»[9].

 Αλλά ας δούμε τους τρόπους δωροδοκίας των ψηφοφόρων από τον Κ. Καραπάνο –όχι δια χειρών του ιδίου αλλά μέσω των ανθρώπων του- όπως τους καταγράφει ο Γ. Δουρούτης:

«Άμεσος χρηματισμός: δόθηκαν στους χωρικούς-180 εκλογείς- Σκουληκαριάς δραχμαί 3000 εις μετρητά υπό το πρόσχημα έργων. «Οι κάτοικοι Άρτης κ. Παναγιώτης Βούλγαρης και οι εκλογείς Άρτης κκ. Γεώργιος Φούρναρης, Κωνσταντίνος Αγαθής και Ιωάννης Ζεμάνης, δύνανται, ως μοι είπον, να βεβαιώσωσι μεθ’ όρκου ότι πολλοί γνωστοί των εκλογείς έλαβον δραχμάς 20 δι’ έκαστον ψήφον ίνα ψηφίσωσι τον καραπανικόν συνδυασμόν…».  Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως στη Σκουληκαριά στις εκλογές της 7ης Απριλίου 1885 ο Καραπάνος έδωσε 300 ναπολεόνια μετρητά. Τα ναπολεόνια «μετρήθηκαν» στους πιστωτές! «Έτσι οι «Σκουληκαρίται» απηλλάγησαν του υπολοίπου του χρέους των, του προερχομένου εκ της εξαγοράς του χωρίου Σκουληκαριά παρά του Αβραάμ πασσά…».

Αλλά και με μείωση των τόκων γινόταν η εξαγορά των ψήφων. Οι χωρικοί του Μήγερι για να υπερψηφίσουν τον συνδυασμό του Καραπάνου, έλαβαν ρητή υπόσχεση από τον ίδιο τον Καραπάνο ότι κατά την πληρωμή του τόκου και του χρεωλυσίου των οφειλομένων από τους Μηγερίτες, η οθωμανική λίρα θα υπολογίζεται κατά τρεις δραχμές λιγότερο από την τρέχουσα αξία της.

Επίσης, ο εκλογεύς Κωνστ. Νικολ. Σακάς «εμαρτύρησεν εν τη οικία μου ενώπιον των κάτωθι σημειουμένων μαρτύρων ότι ο αδελφός του Μιχαήλ Νικολ. Σακάς εδωροδοκήθη παρά των υπαλλήλων των γραφείων εν Άρτη του κ. Καραπάνου δι’ ενός ζεύγους υποδημάτων και οκτώ δραχμών εις μετρητά…»[10].

Ο «Δήμαρχος Αγνάντων και φίλος του κ. Καραπάνου Σπυ. Χριστογεώργος διένειμε δραχμάς 216 εις 60 εκλογείς του χωρίου Κουσοβίστας…».  Ομοίως, «εντός του χωρίου Σχωρέτσανα οι Δημήτριος Συμπέθερος, Βασίλειος Καψάλης… και ο δικηγόρος Μιχαήλ Πατσαλιάς, ως αντιπρόσωποι του κ. Καραπάνου και κατ’ εντολήν αυτού, διένειμον χρήματα εις 200 περίπου εκλογείς…». Ακόμη, στο δήμο Αγνάντων «… Ο Δήμαρχος Σπυρίδων Λύτρας, ο δικηγόρος Νικόλαος Μπέκας και ο Δημήτριος Μπέκας και οι Δημήτριος Τσίρκας, Βασίλειος Ιω. Γιαννάκης και Ιωάννης Κοντογιάννης, φίλοι και κομματάρχαι του κ. Καραπάνου, διένειμον χρήματα εις εκατόν πεντήκοντα περίπου… Ωρισμένως δε ο Γιαννακούλας Νούτσος την 6 Φεβρουαρίου 1899, ήτοι την παραμονήν της ψηφοφορίας έλαβε παρά του κ. Γιαννάκη Αποστόλη Μπανιά και παρά του Κοντογιάννη δραχμάς τριακοσίας…»[11].

 Αλλά ο πλέον πρωτότυπος τρόπος εξαγοράς ήταν η πρόκληση της σύλληψης και ακολούθως της προσωποκράτησης αντιπάλων του Καραπάνου με ένταλμα του «κ. Ταμίου Άρτης κατ’ εντολήν του υποκατ. Τραπέζης Ηπειροθεσσαλίας». Έτσι οι αντικαραπανικοί οφειλέτες (εκ Κομποτίου: Γεώργιος Πετσιμέρης, Απόστολος Μωρέτης, Νικόλαος Ρίζος και Βασίλειος Ζαμπράκος) οδηγούνται στις φυλακές και αποφυλακίζονται κατόπιν παρεμβάσεως του Καραπάνου και με την υποχρέωση των αποφυλακισθέντων να τον ψηφίσουν!

Το φαινόμενο όμως της διαφθοράς δεν είναι μόνο «καραπανικό», είναι και… Παχύ. Στην εφημερίδα «Σκριπ»(6/12/1895) και στη στήλη «Νεώτερα» υπό τον τίτλο «Πρόκλησις εις μονομαχίαν…» αναφέρεται επιστολή του βουλευτή Άρτας κ. Βότσαρη προς τον υπουργό των Εξωτερικών Σκουζέ, όπου «πικρώς επικρίνει αυτόν, καθ’ ό επεμβαίνοντα εις τα της επαρχίας του χάριν του συγγενούς του κ. Παχή». Συγκεκριμένα, ο Βότσαρης κατηγορεί τον Σκουζέ διότι διόρισε τον Γαρουφαλιά, «προσωπικό αντίπαλο του Βότσαρη», προξενικό πράκτορα στη Φιλιππιάδα. Αγανάκτησε δε τόσο πολύ ο Βότσαρης που προκαλεί εμμέσως τον Σκουζέ σε μονομαχία. Η μονομαχία δεν έγινε ποτέ, αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Βότσαρης πεθαίνει. Αλλά κι εδώ φαίνεται να έχουμε έναν διακανονισμό δια των μετοχών. Για την ακρίβεια στην εφημερίδα «Σκριπ» (18/1/1908) και υπό τον τίτλο «Το Λαύριο ως αποκάλυψις» σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι μέτοχοι της Γαλλικής Εταιρείας είναι, εκτός του Ι. Σερπιέρη(18%), του Γ. Παχύ(10%), του Ανδρ. Συγγρού(32%) κ.ά., και η Χαρίκλεια χήρα Ν. Δ. Βότσαρη(βουλευτή Άρτας) «δι’ εαυτήν και ως επίτροπος των ανηλίκων τέκνων της». Αντιλαμβάνεται, συνεπώς, κανείς πως λύνονταν οι διαφορές και πως γίνονταν οι διευθετήσεις. Ο «φίλος», συνεπώς, των γεωργών(για την ακρίβεια μικροϊδιοκτητών-τσιπλάκηδων) Γ. Χ. Παχύς δεν ήταν κάποιος «Αντύπας» παρά το γεγονός ότι κι αυτός φυλακίσθηκε, αλλά ένας άνθρωπος της καθεστηκυίας τάξης.

Πάντως, το 1912, ο κυβερνητικός συνδυασμός στην Άρτα απαρτίζεται σύμφωνα με τις πληροφορίες του ανταποκριτή της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ από τους Γ. Παχύ, Σπυρ. Σίμο και Σπυρομήλιο. Ο δημοσιογράφος μεταφέρει την κακή εντύπωση που προκάλεσε η αναγγελία του συνδυασμού καθώς απαρτίζεται από άτομα εντελώς ξένα προς την περιοχή, αποκλείοντας κάθε «τοπικό στοιχείο». Ο Παχύς μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «παλιοκομματικός και ήδη γέρων άχρηστος πλουτοκράτης δε και αείποτε υπέρμαχος και σύμμαχος του Καραπάνου». Ο ανταποκριτής κάνει ασφαλώς λάθος, καθώς ο Παχύς δεν ήταν πάντοτε σύμμαχος του Κ. Καραπάνου, αντιθέτως. Όμως αποδεικνύει ότι ο Παχύς απομακρύνεται εκ νέου από τον τσιφλικούχο της Άρτας. Και ο Σίμος χαρακτηρίζεται «ο μεγαλύτερος δημοκόπος, θρασύτατος και ανειλικρινέστερος των πολιτευτών», ενώ ο Σπυρομήλιος «κατάλληλος δια πάσαν άλλην ασχολίαν ουχί όμως και δια καθήκοντα του βουλευτού και δη του Νομού Άρτης». Ποιον προκρίνει και εγκρίνει ο «ανταποκριτής»; Τον Ευάγγ. Γαρουφαλιά, που «θα καταρτίσει ίδιον συνδυασμόν εκ τοπικών στοιχείων, πάντως δε πολιτικών προσώπων, ομοφρόνων του και υπό σημαίαν ανεξαρτήτων φιλελευθέρων»! Απέναντι στον κυβερνητικό συνδυασμό τίθεται ο «καραπανικός» συνδυασμός που συμπεριλαμβάνει τους δύο γιους αλλά και τον πατέρα Κ. Καραπάνο. Μετά τις εκλογές η Βουλή θα αποφασίσει για τις καταγγελίες χρηματισμού των ψηφοφόρων από τους Καραπάνους. Την ίδια εποχή στη Γέφυρα γίνεται «κάθαρση» λόγω της χολέρας και οι εκεί αποκλεισμένοι κατά εκατοντάδες εργάτες λιμοκτονούν. Κι αυτά ενώ ο δήμαρχος Αρταίων Χέλμης(αντιπρόσωπος του Καραπάνου) καταδικάζεται ερήμην για δωροδοκία ψηφοφόρων σε δύο μήνες φυλάκιση, 1500 δραχμές πρόστιμο και έξι χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.  

 Τη δωροδοκία των ψηφοφόρων από τους Καραπάνους παραδέχθηκε και ο ίδιος ο πρόεδρος της Κυβέρνησης Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά το θέμα όπως δήλωσε στη Βουλή ήταν αν «η δωροδοκία αύτη επέδρασεν επί του αποτελέσματος των εκλογών. Εκ του πίνακος των αποτελεσμάτων ον έχω υπ’ όψιν μου φρονώ ότι το αποτέλεσμα των κ.κ. Καραπάνων δεν επηρεάζεται. Ως προς τους δύο τελευταίους επιτυχόντας πιθανόν να υπάρξει αμφιβολία ότι επειρεάζεται η εκλογή των». Τάδε έφη ο Ελ. Βενιζέλος!


[1] Γεώργιος Α. Δουρούτη: «Το μυσαρόν έγκλημα της δωροδοκίας θα μείνει ατιμώρητον όπως άλλοτε;: Ενστάσεις κατά του κύρους της εκλογής Νομού Άρτης ως προς τους ανακηρυχθέντας ως βουλευτάς κους Κ. Καραπάνον, Ιωάννην Καραπάνον και Ιωάννην Κοττίκαν», βουλευτική εκλογή 7/2/1899, Αθήναι, 4/3/1899. 

[2] Αναγράφεται στις εφημερίδες της εποχής το δείπνο των Καραπάνου, Παχύ, Σκουζέ κ.ά. στο σπίτι του τελευταίου, ο οποίος ήταν άνθρωπος του παλατιού και πεθερός του Παχύ.

[3] Στην Ελλάδα οι «κάτω» είχαν και μία συγκεκριμένη εντοπιότητα, έναν ορισμένο τόπο, τους «κάτω μαχαλάδες».

[4] Γιώργος Δερτιλής, ο. π.

[5] Γιώργος Δερτιλής, στο ίδιο

[6] Γιώργος Δερτιλής στο ίδιο, σελ. 160

[7] Γ. Δερτιλής στο ίδιο, σελ. 162

[8] Δουρούτης Γεώργιος Α. ο.π., σελ.48

[9] Στο ίδιο, σελίδα 46 και 48

[10] Επίσης, Ο Δουρούτης σημειώνει ότι ο εκλογεύς Άρτης Θεόδωρος Ν. Σακάς «εξέθηκεν εν τη οικία μου… τα ακόλουθα… Μας ετσάκωσεν ο αλαταποθηκάριος κ. Βασίλειος Ζήσης περί τους 14 εκλογείς… και ήθελε να μας δώση 15 δραχμάς εις έκαστον ίνα ψηφίσωμεν τους δύο Καραπάνους, επί τω όρω να προσέλθουσι όλοι ομού ίνα ψηφίσωσιν υπό την επίβλεψιν ειδικών ανθρώπων του Καραπάνου. Ούτοι δεν εδέχθησαν…». Δεν εδέχθησαν όλοι μαζί. Ένας-Ένας όμως εδέχθησαν! Ακόμη ο Μήτσος Λάμπρου εξ Άρτης, «ωμολόγησε… ενώπιον… ότι ο Μήτσος Παναγής εξ Άρτης άνθρωπος των κκ. Καραπάνων τω επρότεινε να τω δώση δραχμάς δέκα κατ’ αρχάς και ύστερον ο Ιωάννης Λιμούρης κομματάρχης κκ. Καραπάνων των επρότεινε δραχμάς δεκαπέντε… Αλλά επειδή τον έκλεισαν εν τω γραφείω κ. Καραπάνου ίνα λάβη εκεί τα χρήματα ενώπιον του Γεωργίου Πάντζου, δικαστικού κλητήρος εν Άρτη, όστις του επέβαλε ως όρον να ορκισθεί επί του ιερού Ευαγγελίου, ευρισκομένου κεκαλυμμένου επί του γραφείου και ξεσκεπασθέντος, ηρνήθη…».

[11] Στο ίδιο

ΠΗΓΗ: Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου, Το ματωμένο θέρος του 1882 (ΗΠΕΠΟΤΕ)