9. Βλέκας, Τζιριτόκωστας, Λάρας... Το ματωμένος θέρος του 1882

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 14.12.19 ]

Ο Παύλος Καλλιγάς στο μυθιστόρημά του «Θάνος Βλέκας»[1] αναφέρεται στις σχέσεις ληστών και άρχουσας τάξης[2]. Καταγγέλλει συγκεκριμένα «τη διπροσωπία των ισχυρών της επαρχίας, τη βραδύτητα των δικαστηρίων, το φορολογικό σύστημα, την αμορφωσιά του Ορθόδοξου κλήρου, την έλλειψη οδικού δικτύου και το συνακόλουθο μαρασμό του εμπορίου, το μίσος των αγροτών για τη στρατιωτική θητεία, κι επιμένει στα ελαττώματα του τρόπου διανομής των γαιών(σ.σ. της παλαιάς Ελλάδας) στους αγωνιστές»[3].

 Επίσης, ο Π. Καλλιγάς ασκεί κριτική στη «βιαστική προσαρμογή σε ξενόφερτους νόμους, της ληστείας και τους δεσμούς της με την άρχουσα τάξη, την εκμετάλλευση των αγροτών από τους κερδοσκόπους και τους πανούργους, την κοινωνική αδικία γενικά»[4]. Όμως, ο «Θάνος Βλέκας» είναι κάτοικος της παλαιάς Ελλάδας και όχι ο κολίγος των τσιφλικιών των νέων χωρών. Παρόλα αυτά και στις δύο περιπτώσεις –Θάνου Βλέκα και κολίγων- έχουμε «πρόσωπα ταπεινά και υποτακτικά (που) δίνουν επανειλημμένα δείγματα των διανοητικών τους ορίων» καθώς δεν μπορούν να αντιληφθούν την κακία και τη σκληρότητα του κόσμου αλλά και το νόημα των «κοινών γεγονότων». Εν προκειμένω, ο Καλλιγάς[5] αναφέρεται στην αντίληψη, άλλως πως στα «διανοητικά όρια» και ενδεχομένως στην περιορισμένη ικανότητα πρόσληψης εκ μέρους των «ταπεινών προσώπων» του νέου αστικού κόσμου του οποίου αγνοούσαν τους αναγκαίους για την αποκωδικοποίησή του κώδικες. Άρα το επικοινωνιακό χάσμα μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και των χωρικών ήταν μέγα. Αλλά και στις πόλεις το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων είναι μεγάλο.

Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη[6], ο Ανδρέας Καρκαβίτσας παρουσιάζει στο «Ζητιάνο» τους ανθρώπους «της υπαίθρου χώρας, που ελάχιστα διαφέρουν από τα κτήνη τους…». Ομοίως παρουσιάζεται η «ελεεινή συγκρότηση του κράτους», η ρουσφετολογία, η μικροπολιτική, η κακή διοίκηση και η δυσκίνητη δικαιοσύνη. Εδώ θριαμβεύει το κακό, καθώς ο πρωταγωνιστής θα οδηγήσει μία γυναίκα στην αυτοκτονία κι όλους τους άντρες του χωριού στη φυλακή με την κατηγορία του εμπρησμού, εξαπατώντας τους πάντες. Το κακό, και όχι το καλό, νικά. Η ιδέα της θείας δικαιοσύνης σαρκάζεται. Αλλά το πλέον σημαντικό είναι ότι ο ζητιάνος(Τζιριτόκωστας) –πρόγονος του σύγχρονου «λαμόγιου»- είναι μια ενσυνείδητη δύναμη του κακού, σε αντίθεση με την ασυνείδητη δράση της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, της Φραγκογιαννούς, η οποία νομίζει ότι κάνει το καλό, ενώ τελικά κάνει κακό.

Ο Τζιριτόκωστας σύμφωνα με τον Φώτο Πολίτη «είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος «έξυπνος» Ρωμιός της εποχής μας, ο εκμεταλλευόμενος την ευπιστίαν και την αφέλειαν του πλήθους, αμείλικτος όταν πρόκειται δια την πεντάραν, ταπεινός και χαμερπής προ του ισχυρού, οπισθόβουλος, αεικίνητος, δόλιος, άνθρωπος χωρίς οίκτον, χωρίς ιερόν και όσιον, αδηφάγος και άθλιος και… νικητής…»[7]. Η απατεωνιά(συνυφασμένη με τη ζητιανιά τότε και με τη «λαμογιά» σήμερα) περιγράφεται ως υψηλού κύρους τέχνη. Ο μεγαλύτερος ζητιάνος-απατεώνας χαίρει μεγάλης εκτίμησης από την κοινωνία. Ο ζητιάνος βολιδοσκοπεί πάντα από ψηλά το χώρο του και τις συγκεκριμένες αδυναμίες των ανθρώπων του. Πρώτα ιχνηλατεί, μελετά κι ύστερα κατεβαίνει για να «κολακέψει τις αδυναμίες αυτές». «Όταν δεν εύρισκε τους ελεήμονες, εζητούσε τους δεισιδαίμονες, τους μωρούς».

  Ο ζητιάνος είναι ο ενδιάμεσος μεταπράτης, ο κοινωνιολογικός πρόγονος του μικροαστού και του μέλους των «μεσαίων τάξεων», είναι αυτός που κινείται μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», είναι ο επιστάτης, ο τοπικός προύχοντας και κομματάρχης, είναι γενικά οι πολίτες, οι άνθρωποι του πυρήνα της πόλης, οι άνθρωποι του τσιφλικούχου-βουλευτή και του παρα-κράτους και ακολούθως του πελατειακού κράτους. Οι Φαναριώτες, οι υβριδικοί αστοί, είναι ως επί το πλείστον οι «πάνω», αυτοί που είναι οικονομικά πανίσχυροι και εμποτισμένοι με την οθωμανική δεσποτική κουλτούρα, που «βλέπει» τους Ελλαδίτες κολίγους ή γεωργούς ως πραγματικά κτήνη. Οι νεόφερτοι Έλληνες τσιφλικούχοι, μάλιστα, ήταν ακόμη χειρότεροι από τους Οθωμανούς, όπως συμπεραίνει κανείς από τη νοσταλγία που εκφράζει η ρήση των «κάτω», «που είσαι κατακαημένο τούρκικο»! 0ι χωρικοί θεωρούσαν ότι απλώς άλλαξαν αφέντη. Είναι σύνηθες, όπως κατά τη φεουδαρχία, το δικαίωμα της «πρώτης νύχτας». Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο δυτικής κουλτούρας βασιλιάς Γεώργιος Α΄ θρυλείται ότι περνώντας από την Άρτα στη Θεσσαλία, το φθινόπωρο του1881, ζήτησε κατά τη διαμονή στους Καλαρρύτες να του φέρουν μία κοπέλα!   

 Στο μυθιστόρημα «Λουκής Λάρας» του Δημήτρη Βικέλα[8] ένας γέρος έμπορος χαίρεται τους «τίμιους καρπούς» της εμπορικής του πρωτοβουλίας, προβαίνοντας στην «επική εξύμνηση του εμπορίου» και μιας αντιηρωικής, μη εξιδανικευμένης αλλά «προσγειωμένης» ζωής. Υπό την οπτική του Κ. Καραπάνου είναι ο έμπορος που είναι συνυφασμένος με τον πολιτισμό. Ο Λουκής Λάρας δημοσιεύτηκε σε δέκα συνέχειες στην «Εστία» το 1879. Επίσης, από το 1878 ως το 1881 έχουμε τη διάσκεψη του Βερολίνου, στην οποία οι Έλληνες αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί μόνο για ακρόαση. Η κυρίαρχη αντίθεση της εποχής σύμφωνα με τον Μάριο Βίτι είναι «οι μεταρρυθμιστές με τον Τρικούπη» και «οι συντηρητικοί εθνικιστές με τον Δηλιγιάννη». Ο τελευταίος θα υπερασπιστεί τη Μεγάλη Ιδέα το 1878 και το 1897.

Ποια ήταν η ελληνική κοινωνία την περίοδο αυτή; «Ο Ροΐδης ήταν κατηγορηματικός. Η ελληνική κοινωνία, ξεχνώντας την ταπεινή και ηρωική καταγωγή της από το ’21, κατέχεται από ένα αίσθημα, του «πόθου ευρωπαϊκής ευζωίας». Τίποτε άλλο δεν την απασχολεί πλην [ενός ιδανικού] συνισταμένου εκ μετοχών τινών της Εθνικής Τραπέζης, θεωρείον πρώτης σειράς, αιθούσης μετά κλειδοκυμβάλου, ταξιδίου το θέρος εις την Ευρώπην και γαλλίδος για τα τέκνα του παιδαγωγού»(Παρνασσός, 1, 1877)[9]. Αυτοί που περιγράφονται δεν είναι ασφαλώς ούτε οι κολίγοι, ούτε οι μικροκληρούχοι, ούτε οι υπηρέτες, ούτε οι εργάτες[10], αλλά  αστοί, παλαιοί και νέοι-πολυμορφικοί, ετερόχθονες και αυτόχθονες. Είναι αυτοί που καταγίνονται σε φιλανθρωπίες, οργανωμένοι σε δεκάδες φιλανθρωπικά σωματεία και εκκλησιαστικά φιλόπτωχα ταμεία με τα οποία εξασφαλίζουν τη συναίνεση του βιασμού των «κάτω». Οι τελευταίοι, δηλαδή οι χωρικοί και οι «υπηρέτες» της πόλης, δεν έχουν άλλο τρόπο να δουν και να σκεφθούν τον κόσμο ειμή μόνο μέσω της ιδεολογίας των «πάνω», δηλαδή των αφεντικών τους. Γι’ αυτό και δεν εξανίστανται, σιδερωμένοι χειροπόδαρα από μία πνευματική εξουσία, κυρίως του θεσμού της Εκκλησίας, που νομιμοποιεί τους τσιφλικούχους, όντας η ίδια τσιφλικάς! Εν συνόψει, η επαρχιακή πόλη –και όχι η πρωτεύουσα- θα ελεγχθεί από τους μεγαλογαιοκτήμονες και θα συστήσει το «βαθύ παρα-κράτος». Κι αυτό γιατί οι τσιφλικούχοι θα εγκαταστήσουν στις επαρχιακές πόλεις τον «παρα-κρατικό» μηχανισμό τους για τη διοίκηση και τον έλεγχο των κολίγων και των γεωργών των τσιφλικιών τους.      

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


[1] Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πανδώρα» σε συνέχειες (Οκτ. 1855-Φεβρ. 1856). Σε αυτοτελές βιβλίο εκδόθηκε το 1890.

[2] Mario Vitti: Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα, 1980

[3] στο ίδιο σ. 31. Εκμεταλλευόμενος τα κενά του νόμου ο Τάσος, αδελφός του Θάνου Βλέκα, εγκληματεί σε βάρος των χωρικών.

[4] Στο ίδιο, σ. 41

[5] Ο Κωλέττης απομάκρυνε από την έδρα Ιστορίας του φυσικού δικαίου τον Π. Καλλιγά, λόγω της αντίθεσης του δεύτερου στην πολιτική του Όθωνα. Ο Καλλιγάς ήταν αντίθετος στη Μεγάλη Ιδέα και στις παγίδες της και ζητούσε τη σταδιακή προσαρμογή και εξυγίανση του μικρού κράτους καθώς και στην απελευθέρωση των δουλοπάροικων από το φόβο και τους τοκογλύφους, για να φτάσει στην πραγμάτωση μιας αληθινής κοινωνικής δικαιοσύνης».  

[6] Πέτρος Χάρης, Έλληνες πεζογράφοι…, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1979

[7] Φώτος Πολίτης, Είκοσι χρόνια κριτικής, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1938

[8] Δημλητρης Βικέλας, Λουκής Λάρας, Εστία, Αθήνα, 1879

[9]Το παραθέτει ο Μ. Βίτι «Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος 1980, σ. 223

[10] Στους «εργάτας» συνιστάται υπομονή και μη καταφυγή στην απεργία αλλά στη Θεία Πρόνοια, όπως στο βιβλιαράκι του Ν. Δραγούμη «Συμβουλαί εις τους χειρώνακτας»