1821: Ιστορία ή μυθολογία;
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 03.01.21 ]Εάν κάποιος ισχυριζόταν ότι οι Έλληνες δεν ήταν σκλάβοι των Οθωμανών αλλά συμμετείχαν στη δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα προκαλούσε έκπληξη και ορυμαγδό, ειδικά αυτόν τον καιρό που αναβιώνουν οι μύθοι. Αν κάποιος αναρωτηθεί τι εννοούσε ο Ρήγας όταν έγραφε «Να σφάξωμεν τους λύκους που στον ζυγό βαστούν/ και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν», θα αντιμετωπιζόταν τουλάχιστον ως «ύποπτος» ανθελληνισμού. Κι όμως, ο Ρήγας μιλούσε για την απελευθέρωση και των Τούρκων!
Η Κατερίνα Μυστακίδου στο βιβλίο της «Ένδοξη δουλεία» (εκδόσεις Κέδρος) προσεγγίζει τη την ιστορία από μία διαφορετική οπτική γωνία από την επίσημη εκδοχή. Οι Έλληνες δεν ήταν όλοι δούλοι των Οθωμανών. Αντίθετα, μία μερίδα τους, όπως οι Φαναριώτες, ήταν μέρος του κατεστημένου της Υψηλής Πύλης.
Η συγγραφέας παραθέτει στην εισαγωγή της ότι «η σχέση Ελλήνων ορθοδόξων και Οθωμανών μουσουλμάνων ήταν αμφίδρομη, αμφίσημη και σαφώς διαφορετική για τους Φαναριώτες απ’ ό,τι για τους Έλληνες υπηκόους της Υψηλής Πύλης –Κωνσταντινουπολίτες, Μικρασιάτες, Πόντιους- και τους Ελλαδίτες». Με άλλα λόγια, υπήρχε μία κοινωνική, οικονομική (και πολιτική) διαστρωμάτωση στα διάφορα μιλέτ και κάθε στρώμα είχε αμφίδρομη σχέση με το ομόλογό του στα άλλα μιλέτ.
Η συνύπαρξη των διαφόρων «μιλέτ» ήταν ειρηνική και το «Ορθόδοξο Ρουμ Μιλλέτ-ι» ήταν το δεύτερο πιο πολυάριθμο μετά το μουσουλμανικό. Αυτό διήρκεσε μέχρι την έναρξη της παρακμής της θεοκρατικής αυτής αυτοκρατορίας, όταν ανεφύει το Ανατολικό Ζήτημα, που δεν ήταν παρά ο τρόπος διαμοιρασμού της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τη Ρωσία. Τότε η Δύση για τους δικούς της λόγους διαχώρισε την Αυτοκρατορία σε δύο αντιθετικούς πόλους, τους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Συνεπώς, «η σύγχρονη Ελλάδα παρακολούθησε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ούσα η ίδια ένα από τα βασικά συνθετικά κομμάτια της». Ακριβώς όπως και η Τουρκία. Μόνο που η ταύτιση των μουσουλμάνων με τους Τούρκους επέφερε στη συλλογική συνείδηση και την ταύτιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε ως κρατική οντότητα ουσιαστικά μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Έτσι, η Τουρκία θεωρήθηκε αποδέκτης της οθωμανικής κληρονομιάς.
Η Κατερίνα Μυστακίδου μέμφεται την αποποίηση εκ μέρους της Ελλάδας του οθωμανικού της παρελθόντος, για το γεγονός ότι «δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την κληρονομιά των Οθωμανών», για την έλλειψη προνοητικότητας στην εθνική μας ιστορία, ώστε βρίσκοντας προσεκτικά τις ισορροπίες να οικειοποιηθεί το μέρος της οθωμανικής κληρονομιάς που της αναλογεί.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι το βιβλίο της Μυστακίδου είναι ανατρεπτικό. Γιατί εδώ δεν έχουμε τους Έλληνες σκλάβους υπό τον οθωμανικό ζυγό, αλλά τον Πατριάρχη που είχε άμεση πρόσβαση στον σουλτάνο και τους Οθωμανούς Έλληνες (κατά το αντίστοιχο των Οθωμανών τούρκων ή μουσουλμάνων) που «είχαν πρωτεύοντα ρόλο στη δυναστεία των Οθωμανών και υπηρέτησαν κυρίως τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος». Η συγγραφέας αναφέρεται στους Φαναριώτες και «τα υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης» που αποτελούσαν «μέρος του μηχανισμού της Υψηλής Πύλης» (οσποδάροι, υπουργοί Εξωτερικών κ.ά.). Μάλιστα, ακόμη και το 1867 οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης θεωρούσαν την αυτοκρατορία πατρίδα τους («αγαπώντες δε την εαυτών πατρίδα, δεν δύνανται βεβαίως να μην αγαπώσι την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν, διότι αυτή είναι η πατρίδα των»!).
Η θέση της Μυστακίδου αποτυπώνεται σαφώς και ευκρινώς σε μία υποσημείωση στη σελίδα 20 και 21: «Ανεξάρτητα από το βαθμό συμμετοχής των διαφόρων εθνοτήτων, είτε ως μουσουλμάνοι βεζίρηδες από το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία είτε ως χριστιανοί Φαναριώτες οσποδάροι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην εθνική τους ιστορία όλοι οι Βαλκάνιοι τήρησαν την ίδια στάση. Απλώς ανέφεραν τους άξιους συμπατριώτες τους χωρίς να γίνει καμία διασαφήνιση ότι η άρχουσα τάξη των Οθωμανών αποτελούνταν και από τους “υπόδουλους” λαούς»! Ο «οθωμανικός ζυγός» θεωρείται πλέον τέτοιος και οι χριστιανικοί πληθυσμοί θεωρούνται «υπόδουλοι» από τη στιγμή που η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προώθησαν τη διάλυση της φθίνουσας αυτοκρατορίας, θεωρώντας τους χριστιανούς ως μέρος της Δύσης (της «προσιτής Ανατολής») και τους μουσουλμάνους, μέρος της απρόσιτης και εχθρικής Ανατολής. Με άλλα λόγια, έχουμε σύμφωνα με τη συγγραφέα την πρόκληση ενός θρησκευτικού πολέμου, που καλλιεργήθηκε από τους δυτικούς και στον οποίο βασίσθηκε η δημιουργία των εθνικών χαρακτηριστικών των βαλκανικών χωρών. Δεν είναι τυχαία η άμεση ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδας (Αυτοκέφαλη) από το Πατριαρχείο που θεωρούνταν οθωμανικός θεσμός.
Βέβαια, παρά τις διακρίσεις, δεν αναπτύσσεται η διαφορετική θέση των Ελλήνων της οθωμανικής «άρχουσας τάξης»(Φαναριωτών) και των «ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών» καθώς και οι σχέσεις τους. Αλλά ούτε και οι αντιθέσεις του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών με την Ελληνική Επανάσταση. Όμως, αναπτύσσονται οι σχέσεις των Φαναριωτών με τη Ρωσία και η φιλοδοξία των πρώτων «να ηγηθούν μιας ορθόδοξης αυτοκρατορίας η οποία έπρεπε να κληρονομήσει την οθωμανική, χωρίς όμως να αλλάξει τη δομή των βαλκανικών λαών και τη δική τους κυρίαρχη θέση»(Η Μεγάλη Ιδέα χρονολογείται από τον 18ο αιώνα). Η εστίαση στους Φαναριώτες εκπληρώνει την υπόθεση εργασίας ότι οι Ελληνο-ορθόδοξοι ήταν μέρος του οθωμανικού συστήματος. Όμως, αποφεύγονται οι γενικεύσεις και επισημαίνονται οι αποχρώσεις, όπως ο ρόλος μέρους των Φαναριωτών στο νεοελληνικό «Διαφωτισμό».
Συμπερασματικά, έχουμε μία κατεύθυνση από τους Φαναριώτες για την Ορθόδοξη αυτοκρατορία και μία ελλαδίτικη προσέγγιση(των ταλαιπωρημένων μέσων Ελλαδιτών) που κινούνταν είτε στο πλαίσιο των Βαλκανίων (Ρήγας) είτε στο αυτονομιστικό πλαίσιο της νότιας Ελλάδας(λόγω και των εκεί αυτόνομων περιοχών).
Η ανάγκη αναστοχασμού της ιστορίας είναι επιβεβλημένη. Οι Έλληνες ήταν σκλάβοι στους Οθωμανούς όσο ήταν «σκλάβοι» στη συνέχεια οι Έλληνες χωρικοί στους επίσης Έλληνες τσιφλικάδες(μέλη της άρχουσας τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)! Δεν είναι τυχαίο ότι κάτοικοι της Άρτας (του χωριού Πέτα για την ακρίβεια) θέλησαν να υπαχθούν ξανά υπό την οθωμανική κατοχή μετά την απελευθέρωσή τους(επιδίωξαν «να περάσουν στο τούρκικο»), λόγω της βάρβαρης αντιμετώπισής τους από τον τσιφλικά Κωνσταντίνο Καραπάνο! (δες και «Το ματωμένο θέρος του 1882», ΗΠΕΠΟΤΕ)
Ο Δαμιανός Μέγης, το 1864 θα ταυτίσει τους Οθωμανούς με τους Τούρκους και θα επιχειρήσει να αποδείξει τη συνέχεια της φυλής με ένα άλμα προς το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν. Η Μεγάλη Ιδέα θα είναι αυτή που θα συνέξει όλους τους Έλληνες (Φαναριώτες, αστούς της Μ. Ασίας και Ελλαδίτες). Έτσι, η ιστορία αρχίζει να αποκτά τις αναγκαίες επινοήσεις για τη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η ιστορική "αλήθεια" θα είναι πάντα η επιβολή μιας συγκεκριμένης εικόνας που επιβάλλει η κυρίαρχη πολιτικο-ιδεολογική οπτική. Στα Βαλκάνια, «οι άνθρωποι πνίγονται, πνίγονταν πάντα, φυλακισμένοι σε μια φυσαλίδα του χρόνου που τους καταδικάζει να επαναλαμβάνουν αδιάκοπα τον κύκλο του ίδιου κανιβαλικού δράματος […] το χυμένο αίμα δεν έθρεψε τίποτε άλλο από τα σαπρόφυτα», γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο «Τι ζητούν οι βάρβαροι;» (σελ. 114 και 115). Γι' αυτό απαιτείται ο αναστοχασμός με τον τρόπο της «κρυσταλλικής μνήμης» πάνω στην ιστορία, και όχι η «ζεστή μνήμη», που αφηγείται το ιστορικό παρελθόν σαν ζωντανό μύθο, όπως συμβαίνει στις μέρες με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Γιατί η μνήμη είναι ύπουλο πράγμα, όπως συμβαίνει με όσους «σβαρνίζουν τους τάφους μας για να σπείρουν καινούργιο σπόρο στο χωράφι τους, αλλά βουλιάζουν μέσα τους» (Δ.Κ. σελ. 296).