Πόσο κοστολογεί η Ν.Δ. τη βαρβαρότητα;
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 20.09.22 ]“...Ο πολιτισμός ήταν ένα λεπτό, εύθραυστο κέλυφος και όταν το τσόφλι αυτό ράγιζε, ο άνθρωπος γινόταν ξανά κτήνος, επιστέφοντας στο βόρβορο της αρχέγονης αβύσσου απ’ όπου περηφανευόταν ότι αναδύθηκε…” (Σίντεϊ Σέλντον, Γυμνά Πρόσωπα)
Πόσα περιθώρια μπορεί να αφήνονται στα ανθρώπινα όντα να υπάρχουν ως όντως άνθρωποι σε ένα σύστημα όπου η εκμετάλλευση του Άλλου ανάγεται σε ειδικό προνόμιο των “αρίστων”, καταφερτζήδων και κυνικών επιχειρηματιών, προνόμιο το οποίο μάλιστα επιβραβεύεται; Πόσα, όταν η πιθανή ιδιοφυΐα τους δεν τίθεται στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου αλλά στο, καθαγιασμένο, ίδιον όφελος; Πόσα, όταν το ζην κοστολογείται ως επιχείρηση και διακανονίζεται όχι ως αξία αλλά ως βάρος για την οικονομία;
Κανένα περιθώριο στην ανθρωπινότητα, είναι η απάντηση. Διότι το σύστημα που δεν προφυλάσσει την κάθε μια και τον καθένα από τα ίδια τα άγρια, ζωώδη ένστικτά του και δεν προστατεύει από αυτά τον/ην διπλανό/ή, με νόμους των οποίων η παραβίαση θα επισύρει σκληρή τιμωρία, επί της ουσίας τούτα τα ένστικτα τα πριμοδοτεί. Και τα χρησιμοποιεί, θεωρώντας τα αυταξία.
Έτσι: η διαρκής επίκληση από τη δεξιά στην “κοστολόγηση” μέτρων, στοιχειωδώς έστω προστατευτικών για τους από κάτω, και τον “λαϊκισμό” -διότι μέτρα άνευ κοστολόγησης λογαριάζεται λαϊκισμός- δίχως να εξηγούν επακριβώς ποιοι και γιατί κοστολογούν και με ποια κριτήρια, δικαίως μπορεί να θεωρηθεί επανάπτωση στη βαρβαρότητα.
Διότι: στον υπαρκτό καπιταλισμό, η θριαμβεύουσα μειονότητα των πλούσιων είναι η σύγχρονη βασιλεία, τρόπον τινά θεσμός, ο οποίος, λυσσαλέα, προστατεύεται.
Επίσης: στον υπαρκτό καπιταλισμό, η συσσώρευση πλούτου και η καπατσοσύνη να τον διαθέτεις, ανεξαρτήτως αν πατάς επί πτωμάτων, σκοτώνεις, πνίγεις, εκμεταλλεύεσαι, είναι προσόντα αξίας απροσμέτρητης. Που κάθε μια/ένας οφείλει να ζηλεύει. Και να μιμείται.
Ακόμα: στον υπαρκτό καπιταλισμό, η φορολόγηση του πλούτου αντιμετωπίζεται ως νομιμοποιημένη κρατική κλοπή του κόπου των “αξίων”, για να κατευθυνθεί στους κουτούς, τους ανάξιους και τεμπέληδες που δεν καταφέρνουν στη ζωή αυτή τίποτε, παρά μοναχά να ματώνουν ώστε ο πλούτος να δημιουργηθεί.
Τέλος, στον σημερινό υπαρκτό καπιταλισμό της μεταδημοκρατίας, με την εγκατάλειψη στοιχειωδών πολιτικών λειτουργιών εντός τους κράτους και την εκχώρισή τους στα οικονομικά συμφέροντα, το αξιακό σύστημα της συλλογικής διαχείρισης των πόρων έχει προ πολλού ενταφιαστεί ως μη λειτουργικό.
Οποιασδήποτε μορφής μέτρο αναδιανεμητικού χαρακτήρα σκοντάφτει στα κονκλάβια των από πάνω. Οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπούνται απευθείας από πολιτικά πρόσωπα -τη μια μέρα δουλεύεις γι’ αυτούς και την επομένη πρωθυπουργεύεις- κόβουν ως μη αποδεκτά από τους διαβόητους “θεσμούς” ό,τι δεν τους συμφέρει. Έτσι, μπορείς ας πούμε να διαθέτεις κονδύλια για οπλικά συστήματα, για Μεγάλους Περιπάτους, για τα ΜΜΕ ή για επιχειρηματικές επιδοτήσεις αλλά όχι για να αυξήσεις μισθούς και συντάξεις, να επαναφέρεις το ΕΚΑΣ ή να φτιάξεις νοσοκομεία/σχολεία.
Και εν Ελλάδι τούτο ακριβώς συμβαίνει: κάθε φορά που μια αριστερή, ή έστω αριστερόστροφη, πολιτική πρόταση συμπεριλάβει οτιδήποτε δεν συνάδει, ιδίως δε τη φορολόγηση του πλούτου, με τα συμφέροντα των ολίγων, επιστρέφεται και λοιδορείται. Η αναδιανομή είναι αντιπαραγωγική, άρα επάρατος. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει, θριαμβεύει.
Τα ειρωνικά γελάκια και οι τρομολαγνικές κορώνες, λοιπόν, για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., όπως τούτο εκφράστηκε στη ΔΕΘ από τον Α. Τσίπρα, δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Τα ίδια συμβαίνουν, παντού στον κόσμο.
Η μετατροπή σε κονονικότητα όλων εκείνων που παλαιότερα εγγράφονταν ως αδικίες, η εκ νέου ιεροποίηση του πλούτου, η επιστροφή σε ρατσιστικούς διαχωρισμούς των προσφυγικών ή των φτωχών πληθυσμών με την εγκατάλειψη της αλληλεγγύης και η ταυτόχρονη, φετιχιστική εξάρτηση, με τάχατε “ρεαλιστικούς” στόχους συνιστούν πια ιδιοσυστατικά των σύγχρονων δυτικών, όχι και τόσο δημοκρατικών, κοινωνιών.
Κι επειδή, δυστυχώς, οι κυβερνήσεις που έχουν τέτοια και άλλα παρόμοια στις ατζέντες τους εκλέγονται και επανεκλέγονται απ’ τους λαούς, το πρόβλημα επιστρέφει στην αριστερή ατζέντα. Η οποία -βλέπε Σουηδία, Ιταλία κ.α.- μετράει ήττες.