Ούτε αγενείς ούτε απρόσεκτοι: απλώς δεξιοί

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 16.12.20 ]

Να καταφρονείς την αδυναμία, να χλευάζεις την ανημπόρια, να εμπαίζεις τον/ην πάσχοντα/ουσα δεν είναι υπόθεση ηθικής: είναι μια βαθιά πολιτική στάση, καθώς πολιτική δεν είναι μοναχά εκείνο που ρίχνεις στην κάλπη αλλά, κυρίως, ο τρόπος που δομείς την ύπαρξή σου. Εκκινεί από τη στάση του καθενός απέναντι στον άνθρωπο και της λειτουργίας του εντός της κοινωνίας. Από ποια μεριά βλέπεις, δηλαδή, τον Άλλον, εκείνην της αυταξίας, ως ισότιμης ψυχής και διάνοιας, ή από τη μεριά του κέρδους, τι και πόσο μπορεί να αποφέρει, δηλαδή, για λογαριασμό της κοινότητας. Έτσι, εάν, ας πούμε, θέλεις το σύνολο της ισχύος να μην διαμοιράζεται ισότιμα μεταξύ των πολιτών αλλά να το κατέχουν οι δυνατότεροι ή οι καλύτεροι, και μεταβάλλεις τη ζωή σε ένα διαρκές ρινγκ, συντρίβοντας τους ηττημένους, είναι προφανές πως η περιφρόνηση για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας είναι η φυσική σου θέση.

Αν, λοιπόν, ο συν-άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται στα στάνταρ μιας κανονικότητας, όπως τούτη ορίζεται άνωθεν και με συστημικούς όρους, αν θεωρηθεί αντιπαραγωγικός, αν κριθεί ανίκανος να εισφέρει αρκετά στη γενική προκοπή, τίθεται αυτομάτως σε μιαν άλλη, κατώτερη, ανθρωπολογική κατηγορία. Σε έναν κόσμο θεμελιωμένο στο άτομο και την ιδιοκτησία, όμως, όταν οι μη κατέχοντες, παρά μόνο τα εργατικά χέρια τους, γίνονται εύκολα αθύρματα των κραταιών, εκείνοι που ούτε την υπεραξία τους μπορούν να δώσουν ως αντίτιμο της επιβίωσής τους, μπορούν να μας αδειάσουν τη γωνιά. Κρίνονται αντιπαραγωγικοί και δεν θα λείψουν στο σύστημα, αφού μάλλον, με την αρρώστια τους, το επιβαρύνουν.

Η φρίκη της βιοεξουσίας είναι εδώ: σ’ αυτό το σύστημα που αυτάρεσκα ορκίζεται στη δύναμη των “καλύτερων”, δίχως να αναγνωρίζει διαφορετικότητες στην αφετηρία ή δικαιώματα στην παρέκκλιση, κάποιοι, πολλοί, αν επιμένουν να ζουν, τουλάχιστον ας μην ενοχλούν. Η καταθλιπτική να κάτσει στη γωνιά της, να μην διεκδικεί ορατότητα από τους κανονικούς, ο δε ευπαθής να μη μιλά, κι άμα μιλά, να προσέχει, μην τυχόν κι ανησυχήσει ο υγιής.

Αλλά βαρβαρότητα είναι τούτο ακριβώς, η τυραννία του, με συστημικούς όρους, αδύναμου και η νομιμοποίηση αυτής της τυραννίας, βασισμένης στην έλλειψη αναγνώρισης κάθε άλλης προσφοράς πλην του υλικού κέρδους. Ο αμοραλισμός αντικαθιστά την αλληλεγγύη στον πάσχοντα, σε μια κοινωνία όπου οι αντιθέσεις της φυσικοποιούνται. Έτσι, η θέση ο καθείς ανάλογα με τις δυνάμεις του, στον καθένα αναλόγως των αναγκών του, φαντάζει γελοία: στερείς από τους άξιους, για να ταΐσεις τη φύρα, χάνει ο άριστος για να κερδίσει ο χείριστος.

Σ’ αυτό το πνεύμα του καπιταλισμού, λοιπόν, να απολαμβάνουν εκείνοι που ξεχώρισαν από το πλήθος, είναι η λογική συνέπεια. Να χαίρεται ποδηλατάδες στο βουνό ο πρωθυπουργός ή να μετακινείται από χωρίου εις χωρίον η σύζυγός του, για τις ανάγκες των προϊόντων και των συναφών φετιχισμών, είναι κανονικό. Κανονικό επίσης και να στοιβάζονται χιλιάδες κρατούμενοι στις φυλακές της χώρας και, εννοείται, να νοσούν από κορωνοϊό. Αυτό, εξάλλου, τους αξίζει.

Η διαβάθμιση στην ανθρωπινότητα, η διατίμηση και η διαλογή σε ελαττωματικές και μη οντότητες και οι εξ αυτών εκπορευόμενες, ρατσιστικού τύπου, ασχημοσύνες είναι μια υπόθεση με σαφές πολιτικό πρόσημο. Και σηματοδοτεί τα αυτονόητα, όπως αυτά καταγράφονται στο ασυνείδητο των πολιτών, αναλόγως του συστήματος που υπερασπίζονται: όποιος ομνύει στη ρώμη -του μυαλού, του χρήματος κ.ο.κ.- εύκολα ξεφεύγει.

Να λοιδορείς συνάνθρωπο εάν δεν φορεί κουστούμι στα μέτρα τα δικά σου, είναι, εν τέλει, δεξιά υπόθεση.