Μα πού είναι, επιτέλους, οι διανοούμενοι;
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 17.10.22 ]Εάν καμιά/νείς, σε μια ακόμα εποχή κρίσης του συστήματος, με τόσους πολέμους, τόσες καταστροφές, τόση πείνα, τόσο θάνατο, αναζητεί τον αρχετυπικό διανοούμενο, ο οποίος, με τον ανθρωπισμό του, θα βοηθούσε στη σωτηρία του κοσμάκη, ας μην πολυσκοτίζεται κι ας μην το πολυψάχνει: ο σύγχρονος διανοούμενος είναι εδώ, μπροστά στα μάτια του. Και κάνει μια χαρά τη δουλίτσα του.
Διότι διανοούμενος/η δεν είναι μοναχά όποι@ ακολουθεί το πρότυπο του Σαρτρ, του Μαρκούζε ή της Μποβουάρ, δεν είναι εκείνη/ος που στοχάζεται επί της «θλιμμένης επιστήμης» του Αντόρνο μόνο. Είναι και οι επίγονοι του Σπένγκλερ, του Ερνστ Γιούνγκερ και του Χάιντεγκερ, είναι κι εκείνη/ος που θέλγεται και ακολουθεί την «κοινοτοπία»-συγχωροχάρτι της Χάνα Άρεντ.
Είναι και όλ@ οι άλλοι, οι φτιαχτοί: οι εκείνοι που το σύστημα ορίζει ως τέτοιους, ένα σμάρι ακαδημαϊκών, συγγραφέων, καλλιτεχνών ή και επιστημόνων, οργανικοί διανοούμενοι της κυρίαρχης αστικής τάξης, οι οποί@ και αναπαράγουν διαρκώς το ίδιο αφήγημα: ενός απολίτικου «ανθρωπισμού» από τη μια και μιας αναλυτικής ουδετερότητας από την άλλη, που καταλήγει να υπερασπίζεται ευτελή και ιδιωτικά συμφέροντα, ενδεδυμένα με δήθεν κοινωνικά χαρακτηριστικά.
Το υπόδειγμα του αστού Μπέρτραν Ράσελ, που φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του στο αντιπολεμικό κίνημα –στο σύνδεσμο Μπέρτραντ Ράσελ, μιλούσε ο Λαμπράκης τη μέρα που τον δολοφόνησαν οι παρακρατικοί- εξαφανίστηκε: εκτοπίστηκε από τους δημοσιολογούντες εμπειρογνώμονες, τύπου Συνολάκη, Τσιόδρα, Μαγιορκίνη κ.λπ., τους καλλιτέχνες που συνωστίζονται στα Ιδρύματα των βαθύπλουτων ή τους «χαρούμενους» της μεταϊδεολογίας και της κατάργησης των «διαχωριστικών γραμμών».
Και οι αριστεροί/ες; Οι κριτικά σκέπτόμενοι/νες; Οι αντιφρονούντες; Εκείν@ που νοούν τον ανθρωπισμό όχι ως αστικό δικαιωματισμό της λευκής φυλής αλλά ως επαναστατική διαδικασία εξύψωσης του ανθρώπου;
Όσ@ υπάρχουν ακόμη και ζουν ανάμεσα στους άλλ@, δεν θα αποκτήσουν δημοσιότητα ποτέ. Δεν τους βγάλει ποτέ η τηλεόραση, κι αν το πράξει, ως άλλοθι, δεν θα τους αφήσει να μιλήσουν. Εγκλωβισμέν@ σε προκάτ εκπομπές, ολωσδιόλου συστημικές, οι αντισυστιμικά διανοούμενοι/νες δεν ακούγονται. Διότι ο ταξικός λόγος, αυτός που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των από κάτω και κατακεραυνώνει την εξουσία, φιμώνεται.
Όποι@ παρακολουθεί το λαϊκότερο των ΜΜΕ, θα έχει σαφώς διαπιστώσει πως η τηλοψία έχει από καιρό εξοβελίσει και την παραμικρή κουβέντα που παραπέμπει στην αριστερά. Αριστεροί/ές άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ακόμα κι όταν προσκαλούνται, μοιάζουν να προσέχουν διαρκώς: δεν είναι μοναχά που ουδέποτε μιλούν ανοιχτά για την ιδεολογία τους, είναι που όποια αναφορά θα μπορούσε, δυνάμει, να ενοχλήσει το σύστημα, εκλείπει.
Η πρώτη αιτία είναι πως σε ένα βιομηχανοποιημένο, ιδιοκτησία του κεφαλαίου, περιβάλλον, τα περιθώρια είναι ήδη πολύ στενά. Οι πολιτικές υποταγής ή εξολόθρευσης της άλλης άποψης αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχείς και οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ηγεμονικές.
Αλλά η δεύτερη αιτία είναι η μελαγχολία: αυτό που ο Τραβέρσο αποκαλεί εσωτερίκευση της ήττας των επαναστάσεων του παρελθόντος, η οποία, ενίοτε οδηγεί στην υποταγή της τάξης πραγμάτων του παρόντος.
Επειδή όμως, όπως συνεχίζει ο διανοητής, έτσι κι αλλιώς «οι επαναστάσεις δεν είναι όλες τους χαρούμενες», σήμερα, αυτό που λείπει, αυτό που πρέπει εκ νέου να τεθεί, δεν είναι παρά εκείνο που ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ αποκαλεί «μελαγχολικό στοίχημα».
«Το μελαγχολικό ιστορικό στοίχημα της αποκατάστασης της έννοιας του κομμουνισμού» και του ανθρωπότυπου εκείνου που βγαίνει στο δρόμο δίχως φόβο μην και τον εκβράσει το σύστημα, δίχως φόβο μην καταστραφεί.
Το παράδειγμα της βραβευμένης από τη σουηδική Ακαδημία, νομπελίστριας Ανί Ερνό, που, αυτές τις μέρες, πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις εναντίον της ακρίβειας, είναι ενδεικτικό. Όπως και του ποιητή της ήττας, Τίτου Πατρίκιου. Του οποίου η απόρριψη από την Ακαδημία Αθηνών παρέδωσε στη χλεύη, για μία ακόμη φορά, την ίδια την Ακαδημία.