Η ατίμωση του χριστιανικού πνεύματος
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 15.12.23 ]Στον πάνσκληρο ρωμαϊκό κόσμο, όπου η ανθρώπινη ζωή των πληβειακών στρωμάτων είχε μηδαμινή αξία, η θεωρία του –ιστορικού- Ιησού, ο χριστιανισμός, τούτο ακριβώς αποκατέστησε: την ορατότητα όλων εκείνων των αθέατων, που σκοτώνονταν σαν τα μυρμήγκια δημιουργώντας τα μεγάλα έργα του αρχαίου κόσμου, έπεφταν, ανώνυμοι σκλάβοι, σε ιστορικές μάχες, δεν πέρασαν, γυναίκες γαρ, ούτε το κατώφλι του σπιτιού τους, διώχτηκαν ως αλλόφυλοι. Η παντελής απουσία από την κλασική αρχαιοελληνική γραμματεία και του παραμικρού, έστω, ενδιαφέροντος για τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, το αυτονόητο της δουλείας και του παραμερισμού της γυναίκας, ήρθε να ανατραπεί από τις «Γραφές». Το περιβόητο παύλειο «…οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ…», κηρύσσει ταυτόχρονα κοινωνική και φυλετική ισότητα σε διεθνιστικά πλαίσια.
Τα κείμενα των Ευαγγελίων, γραμμένα στη γλώσσα του λαού, απλοϊκά, πέρα από κάθε ακαδημαϊσμό, περικλείουν επαναστατική σπορά. Η απάντηση στην απορία πώς κατάφεραν να κατακυριεύσουν τον κόσμο εδώ βρίσκεται: στην κοινωνική ανατροπή που επί της ουσίας ευαγγελίζονται, ακόμη κι αν τούτη η ανατροπή έρχεται ενδεδυμένη με μεταφυσικές αγωνίες και παραπλανητικές, χιλιαστικές και μεσσιανικού τύπου, δοξασίες.
Η θεωρία του χριστιανισμού υπήρξε η πρώτη θεωρία της ταξικής πάλης, έστω εν σπέρματι: η στηλίτευση του πλούτου και της συσσώρευσης, η κατάταξη των πλουσίων στους αμαρτωλούς, η αμφισβήτηση της έννοιας της ιδιοκτησίας συσπείρωσαν τους κατατρεγμένους λαούς, που είδαν στον Ιησού και στους μαθητές του το πρόσωπό τους.
«Δεν θα επιτρέψουμε ν’ αλλάξει τη σύνθεση της κοινωνίας», είπεν ο Ιερώνυμος Λιάπης, ερωτώμενος για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων λησμονώντας πως ο ιστορικός χριστιανισμός τούτο ακριβώς επιδίωξε και σε τούτο ακριβώς συντέλεσε: στο μετασχηματισμό της κοινωνίας υπέρ των από κάτω, υπέρ κάθε δοκιμαζόμενης κοινωνικής ομάδας με κουτσουρεμένα δικαιώματα.
Τα περίπου σκοταδιστικά περί δυο μπαμπάδων ή δυο μαμάδων και το θανάσιμο αμάρτημα της «φιληδονίας» για τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν περιποιούν τιμή στον εποχούμενο σε πόρσε καγιέν ιεράρχη, ομοτράπεζο της σκληρής δεξιάς. Η κατά το συμφέρον ερμηνεία της κοινωνικής θεολογίας, που εμμένει στη λογική του αμαρτωλού «αρσενοκοίτη» αλλά βάζει στην άκρη τη βασική διαίρεση πλούτου - φτώχειας, με σαφή ταξική μεροληψία, τοποθετεί τον σημερινό εμπράγματο χριστιανισμό σε ό,τι αντιδραστικότερο υπάρχει.
Το ευγενέστερο περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης διαψεύδεται από την κοινωνική τύφλωση των σύγχρονων χριστιανών, οι οποί@ έχουν χάσει κάθε προηγούμενη κοινωνική αναφορά. Οι συστημικές ελεημοσύνες της φιλοπτώχου και οι επιδοτούμενες από το κράτος φιλανθρωπίες της βαθύπλουτης Εκκλησίας λειτουργούν πια μοναχά ως στάχτη στα μάτια, υπέρ των αφεντικών που ξεπλένουν τα ανομήματα του ενίοτε παράνομου πλούτο τους: μ’ αυτούς συναγελάζεται ο ανώτερος κλήρος, με τον αμαρτωλό κατά Χριστόν πλούτο.
Η Εκκλησία άλλαξε επί τα χείρρω: αδυνατεί να είναι παρούσα για λογαριασμό της ανθρωπότητας και μεταβάλλεται σε μια σκληρή σέκτα αλληλέγγυα πια με το κεφάλαιο. Η δε εμμονή στα πατροπαράδοτα δεν αφορά, φυσικά, τα παραδεδομένα επαναστατικά προτάγματα αλλά μόνο τα υπερσυντηρητικά στερεότυπα που αναπαράγουν την εξουσία της.
Διότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην αδυνατότητα να κατανοήσει πως ο ιστορικός της ρόλος θα έπρεπε να είναι πρωτοποριακός αλλά στην πολιτική της επιλογή να στηρίζει το βαθύ κράτος σε όλες τις παρωχημένες και σκοταδιστικές εκδοχές του. Η πατριαρχία με την πυρηνική οικογένεια των διαχωρισμένων ρόλων και ο καταπιεστικός χαρακτήρας της αποτελεί για τους ρασοφόρους αρχέτυπο που διαφυλάσσει την εξουσία τους.
Η ατίμωση του χριστιανικού πνεύματος είναι εδώ: στο βλέμμα του Ιερώνυμου την ώρα που δήλωνε πως εναντιώνεται στο γάμο και την τεκνοθεσία των ομοφύλων ζευγαριών.