Σαν σήμερα το 1886 μετά από μάχες τριάντα χρόνων, ο ηγέτης των ινδιάνων Απάτσι, Τζερόνιμο, παραδίδεται με τους τελευταίους πολεμιστές της φυλής του στον Αμερικανό στρατηγό Νέλσον Μάιλς, στο Σκέλετον Κάνιον της Αριζόνα. Η μεγαλύτερη πλην άγνωστη ευρέως γενοκτονία στον πλανήτη Γη, αυτή των Ιθαγενών Ινδιάνων, θα συντελεσθεί πλέον χωρίς αντίσταση. Από 19 εκατομμύρια που ήταν οι Ινδιάνοι, το 1919 θα μείνουν μόνο 400.000.
Ο David Stannard στο βιβλίο του, American Holocaust, κάνει λόγο για 100 εκατομμύρια ανθρώπους που εξοντώθηκαν συνολικά, μεταξύ αυτών γύρω στα 18 εκατομμύρια σε περιοχές του Βόρειου Μεξικού, ενώ οι θάνατοι που συνδέονται με το εμπόριο δουλείας Ιθαγενών υπολογίζονται στα 28 εκατομμύρια.
«Η ανακάλυψη των στρωμάτων χρυσού και αργύρου στην Αμερική, η σταυροφορία εξόντωσης, υποδούλωσης και ενταφιασμού μέσα στα ορυχεία του ντόπιου πληθυσμού, η απαρχή της κατάκτησης και η λεηλασία των ανατολικών Ινδιών, η μεταμόρφωση της αφρικανικής ηπείρου σε πεδίο κυνηγιού σκλάβων, είναι κι αυτά γεγονότα που αναγγέλλουν την καπιταλιστική παραγωγή» (ΚΜ).
Το ίδιο συνεχίζεται και σήμερα στην περιοχή του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, όπου στόχος είναι οι τελευταίοι αυτόχθονες.
Η ιστορία του Τζερόνυμο
Στις 6 Μαρτίου του 1851, μια διμοιρία Μεξικάνων με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Χοσέ Καράσκο επιτέθηκε σε κατασκήνωση Ινδιάνων. Οι περισσότεροι άντρες έλειπαν για κυνήγι και στην κατασκήνωση βρίσκονταν μόνο τα γυναικόπαιδα και ελάχιστοι φύλακες. Οι Μεξικάνοι σκότωσαν τους φύλακες, έκλεψαν τα άλογα και ισοπέδωσαν την κατασκήνωση. Δεν λυπήθηκαν ούτε τις γυναίκες και τα παιδιά. Ανάμεσα στα θύματα, η γυναίκα, τα παιδιά και η μητέρα του Τζερόνιμο.
Η οργή του ήταν τρομερή. Σύμφωνα με τον θρύλο κυνήγησε τους Μεξικανούς και τους επιτέθηκε, οπλισμένος μόνο με ένα μαχαίρι. Οι σφαίρες έπεφταν σαν βροχή, αλλά ούτε μία δεν τον πέτυχε. Οι Μεξικάνοι τρομοκρατημένοι, άρχισαν να προσεύχονται στον Άγιο Τζερόνιμο για βοήθεια — έτσι πήρε το όνομά του.
Έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του κλεισμένος στη φυλακή, βλέποντας τουρίστες να πληρώνουν εισιτήριο για να δουν τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής των Απάτσι, και να πληρώνουν όσο όσο για να αγοράσουν ένα καπέλο, ένα τόξο ή μια φαρέτρα.
Ιστορική η φράση του: "Γεννήθηκα εκεί όπου δεν υπήρχαν σύνορα"